Η σχέση μας ως κοινωνία ενηλίκων με τα παιδιά και τους εφήβους παραμένει βαθιά υποκριτική, αντιφατική, και άρα ακατάλληλη. Από τη μια, αναγνωρίζουμε στα παιδιά «το μέλλον» των κοινωνιών μας και επενδύουμε ρητορικά στη σημασία της προστασίας τους, της παιδείας και της εκπαίδευσης, ενώ από την άλλη, στην καθημερινότητα μαζί τους, δεν τα εμπιστευόμαστε και εξαιτίας ενός καλά ριζωμένου ηλικιακού ρατσισμού δεν τα ακούμε ή/και δεν τα σεβόμαστε ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας. Αντί να τα εκπαιδεύσουμε στο δημοκρατικό διάλογο και στη συμμετοχή, παραχωρώντας τους χώρο στα κοινά και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για όσα τα αφορούν, απαιτούμε σιωπή και παθητική αποδοχή όσων εμείς αναγνωρίζουμε ως σοφά, δεδομένα και κατάλληλα για τα ίδια. Αντί να ενισχύσουμε τη φωνή τους, την περιορίζουμε, όταν δεν την δαιμονοποιούμε.
Αλλά, ο αποκλεισμός, η φίμωση της φωνής μας, η μη αποδοχή της εμπειρίας μας, συχνά θα μας οδηγήσει στο θυμό. Μερικές φορές, ο θυμός στρέφεται προς τα μέσα – προς τον εαυτό. Άλλες, πάλι, φορές στρέφεται προς τα έξω –προς το κοινωνικό πλαίσιο– που στην προκειμένη περίπτωση είναι η πηγή των συναισθημάτων θυμού, ματαίωσης, απόγνωσης λόγω του αποκλεισμού, της καταδίκης σε σιωπή και της μη αποδοχής της εμπειρίας μου.
Ένα καλό παράδειγμα σε ό,τι αφορά τα παραπάνω είναι η βία που ασκείται από ανήλικα άτομα και παρουσιάζεται από την κυβέρνηση και τα περισσότερα ΜΜΕ ως κάθετα αυξανόμενη. Δεν θα εμβαθύνω εδώ στην έλλειψη διαχρονικών δεδομένων που δεν επιτρέπει συγκριτικούς ισχυρισμούς ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Με ενδιαφέρει όμως να σκεφτούμε το εξής: η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει τη ρητορική του ηθικού πανικού, και αμέσως μετά ακολουθεί μια παράλογη αυστηροποίηση ποινών στα σχολεία, αλλαγές στον ποινικό κώδικα με περισσότερη αυστηροποίηση για τα ανήλικα άτομα που προβαίνουν σε παραβατική συμπεριφορά, κάμερες στα σχολεία, συνεχείς ελέγχους στοιχείων σε ανήλικους στις πλατείες, τρομοκρατία και συνεχή επιτήρηση. Η εφηβεία παρουσιάζεται ως απειλή, ξεχνώντας ότι πάντα υπήρξε μια περίοδος αμφισβήτησης, προσπάθειας για διάλυση του παλαιού και αναζήτησης του νέου, σε επίπεδο κοινωνικών και προσωπικών ταυτοτήτων και παραδειγμάτων.
Άραγε, δεν γνωρίζουμε τι ακολουθεί την καταστολή και την υπερβολική αυστηρότητα; Όλα τα επιστημονικά δεδομένα που έχουμε στα χέρια μας φωνάζουν ότι απλώς μεγεθύνουν τη βία της αντίδρασης! Ποια, όμως, θα μπορούσε να είναι καταλληλότερη απάντηση; Ο Habermas στη θεωρία του περί διαδικασίας της επικοινωνιακής δράσης, ισχυρίστηκε ότι «Η απάντηση στη διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και στην εμφάνιση της βίας δεν είναι η καταστολή και η απομόνωση, αλλά η διεύρυνση του διαλόγου και η ενεργή συμμετοχή όλων των μελών της κοινωνίας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η δημοκρατία τρέφεται από τη συμμετοχή· η αποδυνάμωσή της ενισχύει τη βία».1
Τι λένε τα παιδιά για όλα αυτά; Έχουμε καθίσει μαζί τους να τα ρωτήσουμε; Όχι. Κι όμως, τα παιδιά έχουν νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα συμμετοχής σε όλες τις αποφάσεις που τα αφορούν, σύμφωνα με το Άρθρο 12 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΣΔΠ), την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει από το 1992 (Ν. 2101/1992). Συνεπώς, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεσμεύονται θεσμικά να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των παιδιών, οι οποίες μπορούν να καταγραφούν χρησιμοποιώντας αναπτυξιακά κατάλληλες μεθοδολογίες, δηλαδή μεθοδολογίες προσαρμοσμένες στην ηλικία και την ωριμότητα των παιδιών.
«Σοβαρά, τώρα;!», θα αναφωνήσει ο σοφός ενήλικας. «Τι ξέρουν και τι καταλαβαίνουν; Ακόμα δεν βγήκαν από το αυγό τους!» Άραγε, όμως, έχουμε απαντήσει τι δεν ξέρουμε εμείς για την εμπειρία των παιδιών στα περιβάλλοντα (π.χ. σπίτι, γειτονιά, σχολείο, νοσοκομείο, δικαστήριο, κλπ.) και τις διαδικασίες (π.χ. εμβολιασμός, πανελλήνιες εξετάσεις, καθιστική μάθηση επί πέντε τουλάχιστον ώρες, μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό, κατάθεση σε Δικαστήριο, συμμετοχή σε ειδικές θεραπείες, έλεγχος διαβατηρίων, κλπ.) που έχουμε σκεφτεί και αποφασίσει για εκείνα; Τα παιδιά καλούνται να πλοηγήσουν σε έναν κόσμο που δεν τα λαμβάνει υπόψη. Δεν λαμβάνει υπόψη τα συναισθήματά τους, τις ανάγκες τους, τι καταλαβαίνουν και τι χρειάζονται να τους εξηγηθεί. Και μέσα σε όλο αυτό το ακατανόητο πλαίσιο, συναντούν ενήλικες που τιμωρούν, πριν ρωτήσουν, πριν ενδιαφερθούν να καταλάβουν, και πριν εξηγήσουν. Ενήλικες που θεωρούν ότι το να ακούσουν τη φωνή των παιδιών είναι πολυτέλεια και χάσιμο χρόνου.
Όμως, η συμμετοχή δεν είναι προϋπόθεση για τη δημοκρατία; Όταν καταδικάζουμε την ανάθεση, τι αποζητάμε; Συμμετοχή, σωστά; Μαθαίνεις να συμμετέχεις στα κοινά πιο εύκολα όταν έχεις περάσεις το 1/3 της ζωής σου στη σιωπή και στην αίσθηση ότι είσαι αόρατη/-ος/-ο; Ή όταν μαθαίνεις τη συμμετοχή ως μια δεδομένη συνθήκη από τότε που θυμάσαι να είσαι μέλος κοινωνικών ομάδων (π.χ. οικογένεια, σχολείο, κλπ.); Γι’ αυτό και το Συμβούλιο της Ευρώπης επισημαίνει ότι η ενίσχυση της φωνής των παιδιών ενδυναμώνει όχι μόνο τα ίδια, αλλά και την ποιότητα της δημοκρατίας μας συνολικά. Μάλιστα, έχει αναπτύξει συγκεκριμένα εργαλεία για να υποστηρίξει τα κράτη-μέλη να αξιολογήσουν την πρόοδό τους ως προς την υλοποίηση του Άρθρου 12 της ΣΔΠ. Ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα εργαλεία είναι το Child Participation Assessment Tool (CPAT), που περιλαμβάνει δέκα δείκτες βάσει των οποίων οι κυβερνήσεις μπορούν να αυτο-αξιολογηθούν. Μεταξύ άλλων, εξετάζει εάν το κράτος-μέλος έχει θεσμικά πλαίσια που να επιτρέπουν τη συμμετοχή των παιδιών, εάν τα παιδιά ενημερώνονται επαρκώς για τα δικαιώματά τους (φωνάζουμε χρόνια για την εισαγωγή σχετικού μαθήματος στα σχολεία, αλλά δεν…), αν τους παρέχεται ασφάλεια και προστασία κατά τη συμμετοχή τους στα διάφορα πλαίσια, και αν η άποψή τους επηρεάζει ουσιαστικά τις αποφάσεις που λαμβάνονται.2
Το εργαλείο έχει εφαρμοστεί πιλοτικά σε αρκετές χώρες, όπως η Εσθονία, η Ισλανδία και η Ιρλανδία, και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης της εφαρμογής του δείχνουν ότι η συστηματική ενσωμάτωση της φωνής των παιδιών σε αποφάσεις που τα αφορούν οδηγεί σε καταλληλότερες πολιτικές και σε ενίσχυση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς (να θυμίσω ότι η δική μας εμπιστοσύνη στους θεσμούς βρίσκεται στα τάρταρα, βάσει πρόσφατων ερευνών που δημοσιοποιήθηκαν ευρέως).
Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συνηγόρων του Παιδιού (ENOC) συμφωνεί με το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το 2018, σε σχετικό ψήφισμα για τη συμμετοχή των παιδιών, το ENOC επισημαίνει ότι «η συμμετοχή των παιδιών δεν είναι συμβολική· είναι δικαίωμα και βασικός πυλώνας προστασίας από κακομεταχείριση, παραμέληση και αποκλεισμό».3
Καταλήγοντας, λοιπόν, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η απάντηση σε φαινόμενα βίας και κοινωνικής αποσύνδεσης δεν μπορεί να είναι η καταστολή. Η απάντηση πρέπει να είναι περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη συμμετοχή, περισσότερη εμπιστοσύνη. Είναι η δημιουργία δημόσιων χώρων και πλαισίων όπου τα παιδιά νοιώθουν ασφαλή να εκφραστούν, να συμμετέχουν, και να ονειρεύονται. Είναι η καλλιέργεια μιας κουλτούρας διαλόγου, όπου οι ενήλικες γίνονται παράδειγμα ενεργητικής ακρόασης, με σεβασμό, ουσιαστικό ενδιαφέρον και προσοχή.
Αν θέλουμε να φτιάξουμε μια κοινωνία μακριά από τη λογική της ανάθεσης, της κοινωνικής αποξένωσης και αποσύνδεσης, τότε πρέπει να εκπαιδεύσουμε τα νέα μέλη μας στη συμμετοχή. Η συμμετοχή των παιδιών στα κοινά και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για θέματα που τα αφορούν είναι η πιο σημαντική επένδυση που μπορούμε να κάνουμε σε μια πιο δίκαιη, συμμετοχική και, εν τέλει, ζωντανή δημοκρατία.
1 Habermas, J. (1987). The Theory of Communicative Action, Volume 2: Lifeworld and System: A Critique of Functionalist Reason. Beacon Press.
2 Council of Europe. Child Participation Assessment Tool (CPAT). Strasbourg, 2016. https://rm.coe.int/16807023b6
3 ENOC. Position Statement on Child Participation, 2018. https://enoc.eu/?p=3306