Η αντισυνταγματική γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αποτελεί σοβαρό πλήγμα για το κράτος δικαίου στη Χώρα μας. Όπως κατέδειξε, με τον πλέον εύστοχο τρόπο από την πρώτη στιγμή, ο Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρ. Ράμμος, πρόκειται για ανεπίτρεπτη μορφή προληπτικής εποπτείας, η οποία υιοθετεί αβάσιμες ερμηνείες που συρρικνώνουν τις συνταγματικές αρμοδιότητες της εν λόγω ανεξάρτητης αρχής, ενώ, μάλιστα, η τελευταία, έχει ήδη επιληφθεί αρμοδίως συναφών υποθέσεων και διενεργεί ήδη ελέγχους σχετικά με ύποπτες άρσεις του απορρήτου των επικοινωνιών. Δικαιολογημένα, λοιπόν, η πλειοψηφία του νομικού κόσμου αντέδρασε επικριτικά σε βάρος της παραπάνω γνωμοδότησης. Εντούτοις, εξαιτίας αυτής της καταρχήν ευοίωνης αντίδρασης δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι τα ατοπήματα της γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν αποτελούν ούτε το μόνο ούτε το πιο σοβαρό από τα πλήγματα του κράτους δικαίου που αναδείχθηκαν τους τελευταίους μήνες με αφορμή το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Αποτελεί ένα από τα πολλαπλά συμπτώματα διάβρωσης σχεδόν όλων των θεσμικών αντιβάρων που προβλέπονται απέναντι στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία.
Η δικαιοσύνη γενικότερα όχι μόνον δεν ανέκοψε, αλλά μάλλον ενθάρρυνε τη συστηματική αλλοίωση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών εκ μέρους της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αυτή η αλλοίωση ξεκίνησε με την αυθαίρετη ανασυγκρότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού (άρθρο 101, παρ. 1, περ. α΄, του Ν. 4623/2019) και συνεχίστηκε με την πρόβλεψη της δυνατότητας των μελών ανεξάρτητων αρχών που διανύουν τη θητεία τους να διορισθούν για πλήρη θητεία σε θέση υψηλότερης βαθμίδας της ίδιας αρχής (άρθρο 70 του Ν. 4795/2021), με την κατάργηση κάθε δυνατότητας της ΑΔΑΕ να γνωστοποιεί εκ των υστέρων στον θιγόμενο την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 87 του Ν. 4790/2021) και με τον μετέπειτα αθέμιτο περιορισμό της παραπάνω δυνατότητας της ΑΔΑΕ (άρθρο 4, παρ. 7, του Ν. 5002/2022). Όπως φάνηκε και με τις αποφάσεις 911-917/2021 της Ολομέλειάς του, το πλέον προβεβλημένο ανώτατο δικαστήριο της Χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, φαίνεται να έχει μεταλλαχθεί, τα τελευταία χρόνια, από το «ενοχλητικό» θεσμικό αντίβαρο των δεκαετιών 1980 και 1990 σε έναν μηχανισμό πρόθυμο, τις περισσότερες φορές, να νομιμοποιήσει τις επιλογές της πολιτικοοικονομικής εξουσίας και από το εθνικό δικαστήριο με τον κατεξοχήν ευρωπαϊκό προσανατολισμό της δεκαετίας του 2000 σε έναν μηχανισμό ανάσχεσης της ομοιόμορφης εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου τον οποίο χαρακτηρίζει μια δυσανεξία προς τον ειλικρινή διάλογο με τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια. Την ίδια στιγμή, σε κάθε δικαιοδοσία δεν σπανίζουν δικαστές που όχι μόνον αγνοούν ή λησμονούν το παράδειγμα του Α. Ζηλήμωνα, αλλά γοητεύονται από τα κελεύσματα των εκάστοτε ισχυρών εξουσιών.
Οι ίδιες οι ανεξάρτητες αρχές δεν έχουν πλήρως χειραφετηθεί, ώστε να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τον συνταγματικό τους ρόλο. Άλλωστε, είναι φανερό ότι η συνεπής και σθεναρή στάση του Προέδρου της ΑΔΑΕ, Χρ. Ράμμου, δεν απηχεί ακόμη μια συνολική και αξιόπιστη αφύπνιση της εν λόγω Αρχής. Μόνη δε αιτία της παθογένειας των ανεξάρτητων αρχών δεν είναι τα ποικίλα οργανωτικά τους προβλήματα. Είναι και η δυσχέρεια πολλών μελών τους να αποσυνδεθούν από τα πολιτικά κόμματα που τους πρότειναν και να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους με ζήλο και ειλικρινή προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία απέναντι σε κάθε δημόσια ή ιδιωτική εξουσία.
Ούτε η Βουλή λειτουργεί ως επαρκής ελεγκτικός μηχανισμός. Πέραν των διαφόρων δομικών αδυναμιών του αντιπροσωπευτικού συστήματος, οι ειδικές διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής δίνουν ακόμη ευκαιρίες για ερμηνείες που, μέσω της επίκλησης απορρήτων που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, (αυτο)περιορίζουν αδικαιολόγητα τον κοινοβουλευτικό έλεγχο των υπηρεσιών πληροφοριών.
Πίσω από τις παραπάνω οργανωτικές και λειτουργικές ατέλειες των θεσμικών αντιβάρων διαγράφονται η ιδιωτικοποίηση και η ρευστοποίηση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Καθώς οι αποδυναμωμένες δημόσιες εξουσίες μοιάζουν αμήχανες απέναντι στις τεκτονικές και ραγδαίες εθνικές και διεθνείς εξελίξεις, ποικίλοι ιδιωτικοί φορείς διεκδικούν, με τη συνεργασία ισχυρών μέσων μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, να επιβάλλουν ως αυθεντική τη δική τους κάθε φορά αντίληψη για τις εν λόγω εγγυήσεις. Δεν είναι τυχαίο πως, όταν οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις άγγιξαν τα συμφέροντα ισχυρού οικονομικού παράγοντα, ιδιοκτήτη μέσων μαζικής ενημέρωσης, τη σιωπή των αρμόδιων κρατικών οργάνων τάραξε η δήλωσή του: «Έχω μάθει να αλλάζω τις καταστάσεις όταν πρέπει να αλλάξουν και όταν χρειάζεται να αλλάξουν». Εξάλλου, ενώ στην ερευνητική δημοσιογραφία ανήκουν τα εύσημα για τη σπουδαία συμβολή της στην υπέρβαση της μονοδιάστατης φιλοκυβερνητικής ενημέρωσης και στην αποκάλυψη των ύποπτων παρακολουθήσεων, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η προοπτική μιας ανεξέλεγκτης δημοσιογραφικής εκμετάλλευσης του φερόμενου ως περιεχομένου αυτών των παρακολουθήσεων. Περαιτέρω, πολλοί από τους διαμορφωτές γνώμης, οι οποίοι ορθά στηλιτεύουν, σήμερα, την αποδυναμωμένη και άτεχνη κυβερνητική πολιτική ελέγχου των ανεξάρτητων αρχών, αποφεύγουν να κάνουν την αυτοκριτική τους για τη συνειδητή ανοχή που έδειξαν όταν, στην ακμή της, η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία θεμελίωνε περίτεχνα την ίδια πολιτική. Ορισμένοι δε από τους παραπάνω διαμορφωτές γνώμης προτάσσουν το ιδεώδες μιας τεχνοκρατικής συμπεριληπτικότητας που προβάλλει, κατά τρόπο μονοσήμαντο, διαδικαστικές και αμιγώς φιλελεύθερες αντιλήψεις του κράτους δικαίου, υποτιμώντας ότι ο πολλαπλασιασμός, στις μέρες μας, των αθέμιτων παρακολουθήσεων, στις χώρες του υπαρκτού φιλελευθερισμού, είναι απόρροια του αυταρχισμού στον οποίο οδηγεί η άρνηση της κοινωνικής δημοκρατίας. Δεν θα αποτελέσει έκπληξη εάν, πολύ σύντομα, το πρόταγμα αυτής της αντιπολιτικής συμπεριληπτικότητας ενσωματώσει μια υποκριτική επίκληση της εθνικής ασφάλειας που θα επιχειρήσει να «υποκλέψει» και την ψήφο των πολιτών.
Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος