Αντιμέτωπη με νεοφιλελεύθερα αδιέξοδα του ενεργειακού Φρανκενστάιν που η ίδια έχει δημιουργήσει είναι η ευρωπαϊκή ηγεσία, όπως προκύπτει από την πανσπερμία αντιφατικών και αλληλοαναιρούμενων προτάσεων που καταγράφονται στα εισηγητικά έγγραφα, τα οποία διακινούνται ως φέιγ βολάν ενόψει της έκτακτης συνόδου των υπουργών Ενέργειας την ερχόμενη Παρασκευή και των ανακοινώσεων της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 14/9. Από την προσεκτική ανάγνωση του εγγράφου που έχει αποστείλει το ενεργειακό επιτελείο της Κομισιόν σε όλους τους εμπλεκόμενους (κράτη-μέλη, διαχειριστικές αρχές κ.ά.), τρεις είναι οι βεβαιότητες που προκύπτουν για τον συνδυασμό μέτρων που θα εισηγηθεί:
Πρώτον, ότι θα βασιστούν κυρίως στη δραστική μείωση της κατανάλωσης από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Δεύτερον, ότι η Ε.Ε. πρέπει να αποφύγει διά ροπάλου την «υπερβολική παρέμβαση» στην αγορά, δηλαδή στα ιερά χρηματιστήρια ενέργειας.
Και, τρίτον, ότι «δεν υπάρχει κανένα μέτρο που θα οδηγήσει τις τιμές στα προ κρίσης επίπεδα». Που σημαίνει ότι 500 εκατ. Ευρωπαίοι πρέπει να συμβιβαστούν με ακριβότερη ενέργεια και να πληρώσουν –ή να παγώσουν– γι’ αυτήν. Οι τεχνοκράτες της Κομισιόν θεωρούν ύψιστη προτεραιότητα να μη θιγεί στο ελάχιστο το ενεργειακό καζίνο, το σύστημα target model, με την καθημερινή διαπραγμάτευση των χονδρικών τιμών της επόμενης μέρας. Απορρίπτοντας ρητά την αναστολή των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων ενέργειας, η Κομισιόν εισηγείται ένα τρίπτυχο μέτρων, τα οποία θεωρεί ασύμβατα με τη φορολόγηση των υπερκερδών των ηλεκτροπαραγωγών!
Το τεχνοκρατικό έγγραφο της Κομισιόν, απορρίπτοντας κάθε άλλο μοντέλο, προτείνει: 1) υποχρεωτική μείωση της ζήτησης αερίου και συντονισμένη μείωση της ζήτησης ρεύματος, με κίνητρα για μείωση κατανάλωσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις ενεργοβόρες, 2) επιβολή πλαφόν στις χονδρικές τιμές μόνο για τεχνολογίες με χαμηλότερο κόστος από τους σταθμούς αερίου (ΑΠΕ, λιγνίτης, υδροηλεκτρικά, πυρηνικά) και 3) επιδότηση των λιανικών τιμών ρεύματος με τα υπερέσοδα από την επιβολή των παραπάνω πλαφόν για «ορισμένες ομάδες καταναλωτών». Πρακτικά, η «τεχνοκρατική» μέχρι χθες εισήγηση, διά στόματος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει γίνει η επίσημη πολιτική πρόταση της Κομισιόν.
Ωστόσο, οι τεχνοκράτες της Επιτροπής προσθέτουν κρίσιμες λεπτομέρειες που η πρόεδρός της αποφεύγει να αναφέρει για ευνόητους λόγους. Οπως ότι «η θέσπιση ανώτατων ορίων στις χονδρικές τιμές δεν θα ήταν συμβατή με παράλληλη φορολόγηση υπερκερδών, που θα έπρεπε να καταργηθεί». Γιατί άραγε, τη στιγμή που τα ουρανοκατέβατα κέρδη ζαλίζουν και προκαλούν; Γιατί υπάρχει κίνδυνος «μελλοντικά να απαιτηθεί δημόσια στήριξη στις εταιρείες», λένε οι τεχνοκράτες. Επίσης, αποδοκιμάζουν οποιαδήποτε «ρυθμιστική παρέμβαση στη λιανική ρεύματος», γιατί «υπερβαίνουν την ισχύουσα οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια» και ενέχουν «τον κίνδυνο να στρεβλώσουν τις απελευθερωμένες αγορές». Γι’ αυτό προκρίνουν τις εισοδηματικές ενισχύσεις-επιδοτήσεις.
Με τα ίδια κριτήρια υπεράσπισης των «απελευθερωμένων αγορών», οι τεχνοκράτες απορρίπτουν τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί από κράτη-μέλη και φορείς. Συγκεκριμένα:
– Η πλήρης αναστολή της αγοράς χονδρικής, δηλαδή των χρηματιστηρίων ενέργειας, «αποθαρρύνεται έντονα, γιατί εγκυμονεί πολύ σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια του εφοδιασμού και σταματά εντελώς την εσωτερική αγορά ενέργειας».
– Τα πλαφόν στη χονδρική όλων των τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής –δηλαδή και στις μονάδες αερίου– «ενέχουν υψηλό κίνδυνο οι παραγωγοί να αποσύρουν δυναμικότητα από την αγορά και να προκαλέσουν διακοπές ηλεκτροδότησης».
– Το ιβηρικό μοντέλο, που επιδοτεί την ηλεκτροπαραγωγή από ορυκτά καύσιμα, «οδηγεί σε φθηνότερες τιμές, μπορεί να αυξήσει την παραγωγή ρεύματος στην Ε.Ε. κατά 25ΤWh, θα κόστιζε περί τα 200 δισ., αλλά δεν συνιστάται, γιατί οδηγεί σε αύξηση της χρήσης αερίου».
– Το ελληνικό μοντέλο –αποζημίωση ηλεκτροπαραγωγών με βάση πλαφόν ανά τεχνολογία παραγωγής– δεν μειώνει τις τιμές χονδρικής και «δεν συνιστάται, γιατί εξαλείφει πλήρως τον ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών τεχνολογιών και επιβραβεύει αναποτελεσματικές δομές παραγωγής».
– Η επιδότηση βάσει κόστους ETS (σύστημα εμπορίας ρύπων). Και αυτή η λύση δεν συνιστάται, γιατί αν και μειώνει τις χονδρικές τιμές ρεύματος «θα αυξήσει τη ζήτηση, θα κοστίσει περίπου 69 δισ. και θα αυξήσει τη χρήση ορυκτών καυσίμων».
– Διατίμηση για συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών. Απορρίπτεται κι αυτή γιατί «θα αυξήσει τη ζήτηση, θα οδηγήσει τους διαχειριστές των συστημάτων σε δύσκολες επιλογές και θα έχει επιπτώσεις στον ανταγωνισμό».
Γιάννης Κιμπουρόπουλος