Το μέσο της κανονικής κυβερνητικής θητείας αποτελεί διαχρονικά ένα ορόσημο. Σε επίπεδο ουσίας, τα δύο χρόνια αποτελούν επαρκή χρόνο για να κριθεί μια κυβέρνηση. Σε επίπεδο συμβολισμού, η παρέλευση της διετίας σηματοδοτεί την έναρξη της αντίστροφης μέτρησης για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η παράδοση στη χώρα μας: από το 1974 μέχρι και το 2019, ο μέσος χρόνος ζωής κάθε κυβέρνησης ήταν οι 32 μήνες, ενώ, με την εξαίρεση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1985-1989, καμία άλλη δεν εξάντλησε την τετραετία (κοντά έφτασε επίσης η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 2000-2004 και του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2015-2019).
Με την έννοια αυτή, η πρόσφατη επέτειος των δύο χρόνων από την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη απασχόλησε εύλογα την επικαιρότητα, αν και όχι πάντοτε με δόκιμο επιστημονικά τρόπο. Από την πλευρά μας, έχοντας πρόσφατα συνυπογράψει τις Εκλογικές Τάσεις #8, την περιοδική ανάλυση των δημοσκοπικών ευρημάτων που δημοσιεύει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς από τον Οκτώβριο του 2019, θα σταθούμε στο ορόσημο αυτό, αξιοποιώντας τα ευρήματα της μελέτης μας, προκειμένου να αποτιμήσουμε το πολιτικό αποτύπωμα της διετούς διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και να μοιραστούμε ορισμένες σκέψεις για τις δυνατότητες που ανοίγονται για την Αριστερά στην «επόμενη μέρα» και με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές – χωρίς να μπούμε όμως επ’ ουδενί στην εκλογολογία.
Δύο χρόνια πανδημία
Πρώτα απ’ όλα, πώς βρίσκει την κυβέρνηση και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας η συμπλήρωση των δύο χρόνων στη διακυβέρνηση;
Αυτό που πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε είναι ότι τα δύο αυτά χρόνια καλύπτονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την περίοδο της πανδημίας. Όπως σε κάθε περίπτωση που η κοινωνία αντιμετωπίζει μια εξωτερική απειλή, η ανασφάλεια την οδήγησε σε συσπείρωση γύρω από την ηγεσία και στη χώρα μας και διεθνώς. Παράλληλα, η κοινωνική αποστασιοποίηση ανέστειλε σε μεγάλο βαθμό κάθε κοινωνική και πολύ περισσότερο κινηματική διεργασία, περιορίζοντας το πεδίο έκφρασης του προβληματισμού ή της κριτικής σχεδόν αποκλειστικά στα social media, με δεδομένη και τη μονοφωνία στα παραδοσιακά ΜΜΕ. Έτσι, δεν έχει νόημα κανείς να κάνει συγκρίσεις με άλλες κυβερνήσεις, καθώς η πανδημία, εν μέρει τουλάχιστον, «πάγωσε» τον χρόνο και έδωσε πολύ μεγαλύτερη περίοδο χάριτος στη σημερινή κυβέρνηση από το σύνηθες, αναστέλλοντας και εν μέρει αντιστρέφοντας τη φθορά που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τα τέλη του 2019 (βλ. Εκλογικές Τάσεις #2, Δεκέμβριος 2019).
Η Ν.Δ. έχασε 1 στους 7 ψηφοφόρους
Παρ’ όλα αυτά, με αμιγώς ποσοτικούς όρους, βάσει της μέσης πρόθεσης ψήφου, η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να έχει χάσει τη στήριξη περίπου του ενός στους επτά ψηφοφόρους της του Ιουλίου του 2019. Σημαντικότερο ακόμα στοιχείο είναι ότι επί πολλά διαδοχικά «κύματα» της μελέτης μας καταγράφουμε μια, άλλοτε μικρότερη και άλλοτε μεγαλύτερη, επιδείνωση των περισσότερων δεικτών που αφορούν το κυβερνών κόμμα και τον πρωθυπουργό προσωπικά. Χαρακτηριστικότερο πρόσφατο παράδειγμα, η μείωση της ικανοποίησης από την κυβέρνηση που καταγράφηκε για τέταρτη συνεχόμενη φορά στη μελέτη μας από τον Μάιο του 2020 μέχρι σήμερα. Μάλιστα, η δυσαρέσκεια που εκφράζεται είναι πλέον οριζόντια, για το σύνολο σχεδόν των τομέων της κυβερνητικής δράσης, αφορά δε και μέχρι πρότινος ευνοϊκά πεδία για τη Ν.Δ., όπως η ασφάλεια και η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας.
Στο πεδίο της διαχείρισης της πανδημίας, η κόπωση από ένα από τα σκληρότερα και μεγαλύτερα σε διάρκεια λοκντάουν στην Ευρώπη έδωσε πρόσκαιρα τη θέση της στην προσδοκία επιστροφής στην «κανονικότητα» στις αρχές του καλοκαιριού, πολύ σύντομα όμως ο φόβος μιας νέας δύσκολης χρονιάς επανήλθε, με την εκ νέου άνοδο των κρουσμάτων. Τα αντιφατικά ή και ελλιπή μέτρα και, κυρίως, οι καθυστερήσεις στην πρόοδο του εμβολιασμού επιτείνουν το αίσθημα δυσπιστίας προς την κυβέρνηση.
Πολιτική πρόκληση οι εμβολιασμοί
Ειδικά το ζήτημα των εμβολιασμών αναδεικνύεται σε μεγάλη πρόκληση και πολιτικά. Η κυβέρνηση επένδυσε σχεδόν αποκλειστικά στην έλευση του εμβολίου ήδη από το φθινόπωρο, αγνοώντας όσους ζητούσαν τη λήψη και άλλων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, εξήγγειλε χρονοδιαγράμματα για τους εμβολιασμούς που διαψεύδονται διαρκώς, τήρησε απαράδεκτη στάση στις προτάσεις για άρση της πατέντας των εμβολίων, ενώ έστειλε τελείως λάθος μηνύματα σε ό,τι αφορά ενδεχόμενες παρενέργειες, ιδίως σε σχέση με τις νεότερες ηλικίες. Πανικόβλητη δε μπροστά στα αποτελέσματα των δικών της χειρισμών, η κυβέρνηση επέλεξε έναν λόγο διχαστικό και τιμωρητικό, τον οποίο οι πολίτες δεν επικροτούν -ακόμα και αν υποστηρίζουν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών, όπως οι υγειονομικοί- και τον θεωρούν απόδειξη κυβερνητικής αποτυχίας.
Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα αναμένεται να αποδειχθεί για την κυβέρνηση η διαχείριση της οικονομίας. Η ανεργία επανήλθε πλέον στην πρώτη θέση των σημαντικότερων προβλημάτων της χώρας, σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες, ενώ το γεγονός ότι αντιμετώπισε την πανδημία ως «ευκαιρία», με υπολειτουργούσα τη Βουλή και τους πολίτες υποχρεωτικά κλεισμένους στο σπίτι τους, για να προωθήσει μερικές από τις πλέον νεοφιλελεύθερες πολιτικές της στα πεδία της εργασίας, της ασφάλισης, της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους και αλλού, τη φέρνει σε ρήξη με μεγάλα κοινωνικά ακροατήρια και κυρίως με τη λαϊκή της βάση. Οι διακηρύξεις περί «μεσαίας τάξης», στη σκόπιμη ασάφειά τους, υπήρξαν εξαιρετικά επωφελείς εκλογικά για τη Ν.Δ. το 2019. Ωστόσο, η πραγματικότητα της κρίσης και κυρίως οι θεμελιώδεις κυβερνητικές επιλογές, όπως αποτυπώνονται λόγου χάρη στο ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, έχει αρχίσει να δοκιμάζει, αν όχι να διαρρηγνύει, τη συμμαχία της Ν.Δ. με τα στρώματα αυτά.
Συνολικά, φαίνεται ότι η εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς την κυβέρνηση εμφανίζει ρωγμές σε όλα τα μέτωπα, ενώ γενικεύεται η αίσθηση ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεν ακούει τους πολίτες. Πρόκειται για ένα στοιχείο που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό, ειδικά σε μια περίοδο πολλαπλής κρίσης, όπου αναζητείται αξιόπιστη και έντιμη ηγεσία.
Το “αλλά” της αντιπολίτευσης
Απέναντι σε όλα αυτά συχνά διατυπώνεται ένα μεγάλο «αλλά», που αφορά το κατά πόσο εισπράττει η αντιπολίτευση, και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, την κοινωνική δυσαρέσκεια και την κυβερνητική φθορά.
Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι οι μεταβολές στις κομματικές προτιμήσεις δεν είναι στιγμιαίες και ευθύγραμμες. Ακόμα και υπό το καθεστώς του «σκληρού» προ του 2010 δικομματισμού, το εκλογικό σώμα δεν ήταν ποτέ ένα μπαλάκι που μετακινούνταν αυτόματα από το γήπεδο του ενός κόμματος στο γήπεδο του άλλου. Αυτό ισχύει ακόμη πιο ξεκάθαρα σήμερα, σε συνθήκες περισσότερο ενός διπολισμού. Με μια, κατά κάποιον τρόπο, αντίστροφη λογική όσων μαθαίνουμε από τη διαλεκτική, απαιτείται η συσσώρευση πολλών «ποιοτικών» μεταβολών -στην αξιολόγηση της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, στα συναισθήματα, στις προσδοκίες, στις προτεραιότητες- πριν αυτές μεταφραστούν σε ποσοτική ανατροπή, πριν αποτυπωθούν στην πρόθεση ψήφου.
Η αντιπολίτευση είχε, ούτως ή άλλως, το διάστημα που πέρασε, ένα δύσκολο καθήκον: να συνεχίσει να ασκεί τον ρόλο της, τον έλεγχο δηλαδή της κυβέρνησης, σε συνθήκες μη ομαλής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και των κοινωνικών διεργασιών, καθώς και να αναδείξει την πολιτική πλευρά των ζητημάτων που προέκυπταν, στηρίζοντας, την ίδια στιγμή, την προσπάθεια υπέρβασης μιας πρωτόγνωρης κρίσης.
Επιπρόσθετα, ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. χρειάστηκε να αναμετρηθεί με το δικό του κυβερνητικό παρελθόν, να το αξιολογήσει κριτικά, να το αξιοποιήσει δημιουργικά, να το υπερασπιστεί, με δυο λόγια να κρατήσει τα πολλά θετικά και να αναθεωρήσει με προωθητικό τρόπο ενδεχόμενα λάθη ή αρρυθμίες της δικής του διακυβέρνησης. Επρόκειτο για μια διαδικασία απαραίτητη, προκειμένου να δείξει στην κοινωνία ότι έχει κατανοήσει τα μηνύματα της κάλπης του 2019 και ότι είναι πλέον ωριμότερος, εμπειρότερος και πιο αποφασισμένος να αναλάβει ξανά τη διακυβέρνηση της χώρας, σε διαφορετικές αυτή τη φορά συνθήκες, να ανακτήσει δηλαδή την εμπιστοσύνη της.
Τρία δεδομένα για τον ΣΥΡΙΖΑ
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τη δεδομένη στιγμή, για τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. νομίζουμε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής δεδομένα: Το πρώτο είναι η πολύ σημαντική προσπάθεια που έκανε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο προγραμματικό επίπεδο, μέσα από την πρόσφατη Συνδιάσκεψή του, αλλά και τις επιμέρους παρεμβάσεις του προέδρου του για την οικονομία, την εργασία, το περιβάλλον, την υγεία κ.λπ. Στη διαδικασία αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. συνομίλησε με την κοινωνία των πολιτών, με την επιστήμη και κυρίως συζήτησε συλλογικά, αποσαφηνίζοντας και εμβαθύνοντας τις θέσεις και το σχέδιό του. Η παρακαταθήκη αυτή μπορεί να γίνει η βάση στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ., ως σύγχρονη Αριστερά, θα δημιουργήσει σταθερές πολιτικές σχέσεις και ταυτίσεις με την εκλογική του βάση, σταθεροποιώντας την και διευρύνοντάς την. Η πολιτική αντιπαράθεση έχει πάψει πλέον να είναι μονοθεματική, περιστρεφόμενη γύρω από την πανδημία, και η εκκίνηση από έναν σύγχρονο, συνεκτικό και καλά επεξεργασμένο προγραμματικό λόγο είναι αυτή που μπορεί να δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. το προβάδισμα, ειδικά συγκρινόμενη με τους αναχρονισμούς που προωθεί η Ν.Δ. σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Το δεύτερο δεδομένο είναι η διαχρονικά προνομιακή σύνδεση και επικοινωνία του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. και γενικότερα της Αριστεράς με τα τμήματα εκείνα της κοινωνίας που σήμερα δίνουν τον τόνο στην κοινωνική κινητικότητα και διαμαρτυρία. Η νεολαία αποτελεί για τη Ν.Δ. μια μεγάλη ανοιχτή πληγή, την οποία προσπαθεί να κλείσει με σπασμωδικές κινήσεις που φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως λ.χ. το voucher των 150 ευρώ, τη στιγμή που στα μεγάλα και ουσιαστικά (ιδίως στην Παιδεία και στην εργασία) εξαπολύει μια άνευ προηγουμένου επίθεση. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. έχει τον χώρο και τις προϋποθέσεις να διευρύνει ακόμα περισσότερο την απήχησή του στη νέα γενιά, κάτι που ήδη έχει επιτύχει επιλέγοντας σωστά «να πάρει επάνω του» το θέμα της υπεράσπισης της δημόσιας Παιδείας. Αντίστοιχης σπουδαιότητας είναι η κοινωνική κινητικότητα που υπάρχει γύρω από τα έμφυλα ζητήματα. Ο αντιφεμινισμός, η επίθεση στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος, η ομοφοβία είναι κοινά χαρακτηριστικά ακραία συντηρητικών τάσεων σε όλο τον κόσμο. Με την έννοια αυτή, η συζήτηση και η αντιπαράθεση στη χώρα μας γύρω από τις γυναικοκτονίες, την έμφυλη βία, τον βιασμό και τη σεξουαλική παρενόχληση, αλλά και το δικαίωμα της επιλογής στην αναπαραγωγή, είναι ένα σημαντικό πεδίο αγώνα για την ανάσχεση μιας ακραία συντηρητικής στροφής που επιχειρείται και, ταυτόχρονα, αναδεικνύουν μια τεράστια κοινωνική δυναμική με προοδευτικά χαρακτηριστικά.
Το τρίτο και τελευταίο δεδομένο, το οποίο θα αναδειχθεί περισσότερο καθαρά όσο θα πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές, έχει να κάνει με την εκλογική στρατηγική των κομμάτων. Η απλή αναλογική είναι μια παράμετρος που θα επηρεάσει σημαντικά τις προτεραιότητες των κομμάτων και των ψηφοφόρων τους μπροστά στην κάλπη. Το «να καεί» η απλή αναλογική φαίνεται να είναι ένα όλο και δυσκολότερο εγχείρημα για τη Ν.Δ., που κινδυνεύει να παγιδευτεί στον σχεδιασμό των διπλών εκλογών, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. όχι απλώς θα ζητάει την πρωτιά έστω και με μία ψήφο για να εξασφαλίσει μια προοδευτική κυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές, αλλά θα έχει ήδη περιγράψει και τις προγραμματικές προϋποθέσεις και τις κοινωνικές συμμαχίες στις οποίες αυτή θα στηριχθεί, σύμφωνα με όσα αναφέραμε.
Ανακτά την υποστήριξη ο Τσίπρας
Σε αυτά τα τρία στοιχεία πρέπει, τέλος, να προστεθεί η προσωπική διάσταση. Η προσπάθεια να οικοδομηθεί επικοινωνιακά ένα ηγετικό προφίλ για τον Κυριάκο Μητσοτάκη συναντά πλέον τα όριά της. Αυτό αποτυπώνεται και στους δείκτες δημοφιλίας και καταλληλότερου πρωθυπουργού – με τον τελευταίο να καταγράφει σημαντική μείωση της διαφοράς μεταξύ του νυν πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως αναφέραμε στις πρόσφατες εκλογικές τάσεις. Πιθανότατα δε η προσωπική απήχηση του Κ. Μητσοτάκη να πληγεί ακόμη περισσότερο το επόμενο διάστημα, τόσο λόγω θεμάτων που τον βαρύνουν προσωπικά, όπως λ.χ. τα ερωτηματικά γύρω από το πόθεν έσχες του, όσο και εξαιτίας τού ότι θα χρειαστεί να ξοδεύει όλο και περισσότερο προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο για να διορθώνει τις αρρυθμίες και τις αστοχίες της κυβέρνησής του, η οποία έχει δομηθεί εξολοκλήρου γύρω από το πρόσωπό του στο όνομα ενός «επιτελικού κράτους». Αντίθετα, ο Αλέξης Τσίπρας, με τις προτάσεις που καταθέτει, τα θέματα που αναδεικνύει, τη σταθερή του επαφή με την κοινωνία, αλλά και με το γεγονός ότι συνδέεται επιτυχώς με τις πλέον σύγχρονες προοδευτικές πολιτικές τάσεις διεθνώς, όπως φάνηκε λ.χ. στο θέμα της πατέντας των εμβολίων, δείχνει να ανακτά την υποστήριξη προς το πρόσωπό του.
Όλα τα παραπάνω, φυσικά, αποτελούν μια ανάλυση της θέσης στην οποία βρίσκονται οι βασικοί πυλώνες του πολιτικού συστήματος σήμερα και της δυναμικής που φαίνεται ότι μπορούν να αναπτύξουν. Ωστόσο, η πανδημία παραμένει δυστυχώς σε εξέλιξη και οι συνέπειές της πολλαπλασιάζονται, εισάγοντας έναν ακόμη άγνωστο και σε μεγάλο βαθμό αστάθμητο παράγοντα στην εκλογική εξίσωση. Η έξοδος από τη νέα αυτή πολυεπίπεδη κρίση αποδεικνύεται ένας αγώνας αντοχής για την κοινωνία και, μαζί με αυτήν, και για τις πολιτικές δυνάμεις. Με την έννοια αυτή, στο τέλος του δρόμου θα κριθούν και αυτές για την ωριμότητα, την ψυχραιμία, την ειλικρίνεια της προσπάθειάς τους και την ικανότητά τους να χτίζουν δεσμούς εμπιστοσύνης με τους πολίτες.
Η ανάλυση βασίζεται στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκδοση «Εκλογικές Τάσεις #8» του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Όλη η σειρά των «Εκλογικών Τάσεων» βρίσκεται εδώ
Η Δανάη Κολτσίδα είναι πολιτική επιστήμονας, μέλος ΚΕΑ ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ., διευθύντρια ΙΝΠ
Ο Κώστας Πουλάκης είναι μαθηματικός, μέλος ΚΕΑ ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ., πρώην γ.γ. ΥΠΕΣ
Πηγή: Η Αυγή