Macro

Keeanga-Yamahtta Taylor: Πρέπει να καταργήσουμε τώρα τη χρηματοδότηση της αστυνομίας

Οι περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες που θα μπορούσαν να μετριάσουν τη φτώχεια και να προωθήσουν την κοινωνική κινητικότητα, έχουν γίνει μια διαρκής δικαιολογία για περισσότερη αστυνόμευση.

Η εξέγερση αυτού του καλοκαιριού, μας ανάγκασε, στις ΗΠΑ, να αναμετρηθούμε με το βαθύ αποτύπωμα του ρατσισμού στην κοινωνία μας. Το δημόσιο λιντσάρισμα του George Floyd διέρρηξε τα πέπλα του φυλετικού διαχωρισμού που παραδοσιακά καλύπτουν τις πραγματικότητες στις οποίες ζουν εκατομμύρια Αφροαμερικανοί –στενάζοντας κάτω από το αυξανόμενο βάρος των Μαύρων θανάτων. Οι δεκάδες χιλιάδες Αφροαμερικανοί που σκοτώθηκαν από τη ραγδαία εξάπλωση του covid-19, η μαγνητοσκοπημένη εκτέλεση του Ahmaud Arbery από δύο λευκούς στην πολιτεία της Τζώρτζια, οι αναφορές για τη βάναυση δολοφονία της Breonna Taylor από την αστυνομία του Λούισβιλ και στη συνέχεια η τρομακτική δολοφονία του Floyd στη Μινεάπολη, αποκάλυψαν σε ένα ευρύτερο κοινό το αστυνομικό κράτος που επικρατεί στη Μαύρη Αμερική.

Μέχρι τον Ιούνιο, η επιμονή και η διάρκεια των διαμαρτυριών προκάλεσαν ιστορικές αλλαγές στις αντιλήψεις των λευκών. Μια εθνική δημοσκόπηση κατέγραψε μια πρωτοφανή αλλαγή της κοινής γνώμης: εβδομήντα ένα τοις εκατό των λευκών απάντησε ότι θεωρεί τον ρατσισμό και τις διακρίσεις ένα «μεγάλο πρόβλημα» στις Ηνωμένες Πολιτείες, και το πενήντα πέντε τοις εκατό είπε ότι ο θυμός των διαδηλωτών ήταν απολύτως δικαιολογημένος. Σε διαφορετική δημοσκό-πηση, το εξήντα τοις εκατό εξέφρασε την υποστήριξή του στο κίνημα Black Lives Matter. Αυτή η τεράστια αλλαγή απόψεων αποτυπώθηκε σε ένα κύμα δημόσιων χειρονομιών φυλετικής συμφιλίωσης, όπως η παραδοχή –αν όχι η ειλικρινής ανάληψη ευθύνης– , από πλευράς μεγάλου αριθμού εταιρικών στελεχών, του ρόλου τους στη διατήρηση καθεστώτων φυλετικής ανισότητας.

Η εταιρεία Nascar αρνήθηκε να φέρει πλέον τη σημαία της Συνομοσπονδίας στις εκδηλώσεις της. Η Juneteenth (19η Ιουνίου), μια ανεπίσημη ημέρα εορτασμών εδώ και πολλά χρόνια μεταξύ ορισμένων Αφροαμερικανών, θεσπίστηκε ξαφνικά ως αργία. Ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Μπους καταδίκασε τον «συστημικό ρατσισμό». Ως έναν βαθμό, η ξαφνική, αυθόρμητη επιλογή να προσφερθεί συμβολική αναγνώριση του ρατσισμού ήταν αναμενόμενη. Κανένα άλλο κράτος δεν επιδεικνύει την απέραντη μηδαμινότητα της ψεύτικης συγγνώμης τόσο συχνά όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στην περίπτωση των Μαύρων Αμερικανών, αυτό είναι πιο αναγνωρίσιμο με τη μορφή μιας βαρύγδουπης νομοθεσίας για τα κοινωνικά δικαιώματα, η οποία τελικά, όπως έγραψε ο ιστορικός Leon Litwack, έχει ήδη «συμβιβαστεί, ανασταλεί και αναιρεθεί».

Είναι ξεκάθαρα μια υποκριτική χειρονομία όταν εταιρείες πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων ισχυρίζονται πως «οι μαύρες ζωές έχουν σημασία», ακόμη και όταν αρνούνται να πληρώσουν στους μαύρους εργαζόμενους βαρέα και ανθυγιεινά, την κανονική τους άδεια ή έναν βιώσιμο μισθό. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι ελίτ επιζητούν άφεση για το αμάρτημα του «συστηματικού ρατσισμού» επιβεβαιώνει ότι ο ρατσισμός δεν αφορά μόνο φλεγόμενους σταυρούς και τη λέξη από Ν[1]: είναι επίσης παρών στην αγορά στέγης, σε ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης, στην αγορά εργασίας, και βέβαια στην αστυνόμευση και στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Σε αυτή τη δεδομένη στιγμή, όταν τόσο η πανδημία του κορονοϊού, όσο και η εξέγερση, αποκαλύπτουν δομικά ελαττώματα της κοινωνίας των ΗΠΑ, επανέρχεται και η συζήτηση για τη δομική αντιμετώπισή τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το «να καταργήσουμε τη χρηματοδότηση της αστυνομίας» – ένα αίτημα που μόνο μια περιθωριακή ομάδα ανθρώπων τολμούσε να διατυπώσει πριν από λίγους μήνες – έχει γίνει κεντρικό σύνθημα του επανεμφανιζόμενου κινήματος Black lives matter.

Οι απόηχοι των αγώνων για ελευθερία, της δεκαετίας του ’60, είναι εύκολα ορατοί. Τότε, όπως και τώρα, οι Μαύροι επανα-στάτες, συμπεριλαμβανομένου του Martin Luther King, Jr., αντιμετώπισαν τους ρατσιστικούς ισχυρισμούς ότι η φτώχεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση ήταν τα αποτελέσματα ενδο-οικογενειακής δυσλειτουργίας ειδικά για τις Μαύρες οικογέ-νειες. Με αυτόν τον τρόπο, δημιούργησαν χώρο για βαθύτερη διερεύνηση της κατάστασης των Μαύρων στις Ηνωμένες Πολι-τείες. Τότε, όπως και τώρα, οι ριζοσπάστες μπήκαν σε αυτόν τον χώρο και συνέδεσαν τη φτώχεια των Μαύρων με τη διά-χυση των φυλετικών διακρίσεων από τα δημόσια σχολεία μέχρι τις ευκαιρίες απασχόλησης και την προσφορά αξιοπρεπούς στέγασης. Έδειξαν επίσης ότι υπήρχαν οικονομικά συμφέροντα που επωφελήθηκαν από τη διατήρηση της Μαύρης ανισό-τητας. Οι Μαύροι ριζοσπάστες περιέγραψαν την οικονομική κατάσταση των απλών Μαύρων ως απόδειξη ότι οι διαχωρι-σμένες κοινότητές τους ήταν «αποικίες» στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η «Εσωτερική αποικιοκρατία», όπως περιγράφουν κάποιοι τις ιδιαίτερα καταπιεστικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι Μαύροι, εμφανίζεται σε λευκούς ιδιοκτήτες που χρεώνουν υπερβολικά ενοίκια για διαμερίσματα μολυσμένα από αρουραίους και σε καταστήματα αγοράς ενοικίου που απαιτούν παράλογα επιτόκια, μόνο και μόνο επειδή οι Αφρο-αμερικανοί ήταν μια αιχμαλωτισμένη αγορά, απομονωμένη εξαιτίας ενός αμείλικτου οικιστικού διαχωρισμού.

Σε απάντηση αυτής της οργανωμένης κλοπής, οι Μαύροι ριζοσπάστες Stokely Carmichael και Charles V. Hamilton, επινόησαν τον όρο «θεσμικός ρατσισμός» στο επιδραστικό βιβλίο τους Black Power, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1967. Οι Carmichael και Hamilton διαχώρισαν τις «ατομικές» πράξεις ρατσισμού από την νηφάλια «θεσμική» έκφρασή του, στην οποία οι συμπεριφορές των δραστών ήταν λιγότερο σημαντι-κές από τις επιπτώσεις στις ζωές των απλών Μαύρων. Περιγρά-φουν τον θεσμικό ρατσισμό ως «λιγότερο εμφανή, πολύ πιο διακριτικό, όχι τόσο αναγνωρίσιμο όσο θα ήταν οι πράξεις μεμονωμένων ατόμων. Όμως όχι λιγότερο καταστροφικό για την ανθρώπινη ζωή». Οι Carmichael and Hamilton συνέχισαν περιγράφοντας πώς ο θεσμικός ρατσισμός κράτησε τους «μαύρους ανθρώπους εγκλωβισμένους σε ερειπωμένες παραγκουπόλεις, θύματα καθημερινής εκμετάλλευσης από ιδιοκτήτες, εμπόρους, τοκογλύφους και προκατειλημμένους κτηματομεσίτες. Η κοινωνία είτε προσποιείται ότι δεν γνωρίζει αυτήν την κατάσταση, είτε είναι στην πραγματικότητα ανίκανη να κάνει κάτι ουσιαστικό για την αντιμετώπισή της.»

Η αναγνώριση του θεσμικού ρατσισμού ως καθοριστικού παράγοντα για τη Μαύρη ανισότητα, αντί για κάποια ολέθρια «κουλτούρα φτώχειας», επισήμανε την ανάγκη για θεσμικές λύσεις. Αυτό ήταν το υπόβαθρο για την τεράστια ανάπτυξη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της προεδρίας Johnson. Από το 1963 έως το 1968, το Κογκρέσο, μετά από παρότρυνση του Προέδρου, ψήφισε σχεδόν διακόσιες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου στο πλαίσιο των κοινωνικών προγραμμάτων ”War on Poverty” και ”Great Society”. Αυτά τα προγράμματα, από το “Department of Housing and Urban Development” έως το “Head Start”, τα δελτία τροφίμων και το “Medicare”, δημιούργησαν ένα βασικό επίπεδο κάτω από το οποίο δε μπορούσε να πέσει ο μέσος πολίτης. Οι δαπάνες για προγράμματα κατά της φτώχειας αυξήθηκαν κατά δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, μειώνοντας δραματικά τον αριθμό των ανθρώπων που ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας σε ολόκληρη τη χώρα. Στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, το ποσοστό φτώχειας είχε μειωθεί στο έντεκα τοις εκατό, από το υψηλό του είκοσι δύο τα εκατό το 1959, τότε δηλαδή που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση άρχισε να το παρακολουθεί.

Οι μεγάλες δαπάνες της εποχής δεν περιορίστηκαν μόνο στην εξάλειψη της φτώχειας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, τα ποσοστά εγκληματικότητας είχαν αρχίσει να αυξάνονται για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου καταμέτρησης και αναφοράς του εγκλήματος. Οι εξεγέρσεις των Μαύρων ενάντια στο ρατσισμό και την αστυνομική βαρβαρότητα συνέβαλαν στην αύξηση των ποσοστών, όπως και η συνεχιζόμενη μετανάστευση των Μαύρων σε πόλεις που δεν προσέφεραν σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης. Το αυξανόμενο ποσοστό εγκληματικότητας σήμαινε επίσης εντονότερη παρουσία της αστυνομίας, αυξά-νοντας τις πιθανότητες αστυνομικής βίας και κακοποίησης. Μέχρι το 1964, παρά το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί γιόρταζαν την ψήφιση του Νόμου περί Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1964 (Civil Rights Act) και την κατάργηση των ρατσιστικών νόμων Jim Crow στον Νότο, η οργή από τις διαψεύσεις στα επίκεντρα της Μαύρης ζωής στον Βορρά είχε ξεχειλίσει. Εκείνο το καλο-καίρι, στο Χάρλεμ και τη Φιλαδέλφεια ξέσπασαν εξεγέρσεις κατά της ανεργίας, της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, της έλλειψης στέγης και της διαρκώς παρούσας αστυνομικής βαρβαρότητας. Σημειώθηκαν εκατοντάδες συλλήψεις και ζημιές εκατομμυρίων σε περιουσιακά στοιχεία, αναγγέλλοντας ένα νέο στάδιο στο κίνημα για τα δικαιώματα των Μαύρων εντός και εκτός του Νότου. Καθώς οι εξεγέρσεις κατά των συνθηκών ζωής στα αστικά κέντρα επιταχύνθηκαν, ο Πρόεδρος Τζόνσον στράφηκε στην επιβολή του νόμου για να ανακτήσει τον έλεγχο των υπό κατάρρευση πόλεων. Τόσο για τους Δημοκρατικούς όσο και για τους Ρεπουμπλικάνους η περισσότερη και καλύτερα εκπαιδευμένη αστυνομία ήταν η λύση.

Στις 8 Μαρτίου 1965, την επομένη της ιστορικής πορείας της «Ματωμένης Κυριακής» (Bloody Sunday) στη Σέλμα της Αλαμπάμα, με επικεφαλής τον αείμνηστο John Lewis, ο Johnson εισήγαγε νέα νομοθεσία που είχε ως στόχο την αξιοποίηση ομοσπονδιακού χρήματος για την ενίσχυση της επιβολής του νόμου σε ολόκληρη τη χώρα. Παρά την τηλεοπτική προβολή, από κανάλια εθνικής εμβέλειας, της βίαιης καταστολής των ακτιβιστών υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων από κρατικούς στρατιώτες της Αλαμπάμα μια μέρα νωρίτερα, στη γέφυρα Edmund Pettus, ο Τζόνσον εστίασε τα σχόλιά του στο έγκλημα στις πόλεις: «Κανένα δικαίωμα δεν είναι πιο στοιχειώδες για την κοινωνία μας από το δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια και κανένα δικαίωμα δεν χρειάζεται πιο επείγουσα προστασία», είπε.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του εξήντα, η Διοίκηση του Τζόνσον και εκείνη του Νίξον που τη διαδέχτηκε, συνέκλιναν σε μια απεικόνιση των αστικών εξεγέρσεων των Μαύρων ως Μαύρης ανομίας που θα απαιτούσε μια πιο επαγγελματική αστυνομία και μεγαλύτερη ένταση στην επιβολή του νόμου.

Όπως επεσήμανε η ιστορικός Ελίζαμπεθ Χίντον στο βιβλίο της του 2016, From the War on Poverty to the War on Crime (Από τον πόλεμο κατά της φτώχειας στον πόλεμο κατά του εγκλήματος), ακόμη και όταν οι φιλελεύθεροι τοπικοί και εθνικοί ηγέτες στηλίτευαν τις βαθύτερες αιτίες του εγκλήματος, την ίδια στιγμή στηρίζονταν στις διευρυμένες εξουσίες επιβολής του νόμου για να καταστείλουν τις διαμαρτυρίες που ξέσπασαν ως απάντηση στην έλλειψη ουσιαστικών ευκαιριών στις πόλεις. Ακόμη και η Επιτροπή Kerner -η οποία υποστήριξε μια τεράστια επέκταση των κυβερνητικών προγραμμάτων προκειμένου να αντιμετωπίσει τη φυλετική ανισότητα που πυροδότησε τις εξεγέρσεις, σε μια έκθεση που ήταν η πεμπτουσία του φιλελευθερισμού της κυρίαρχης ομοσπονδιακής κυβέρνησης- ζήτησε την εκθετική αύξηση των αστυνομικών δυνάμεων στις αστικές περιοχές, προειδοποιώντας ότι οι Μαύροι νέοι ήταν η πηγή ενός αναμενόμενου κύματος εγκληματικότητας και προτείνοντας μεθόδους ελέγχου των ταραχών.

Οι διακηρύξεις περί «Νόμου και Τάξης», ως επιθετική απάντηση του λευκού Νότου στο σύνθημα «Ελευθερία Τώρα», έγιναν η καθεστωτική απάντηση στη «Μαύρη Δύναμη». Αλλά, το σημαντικότερο ήταν πως ο Νίξον κατήγγειλε γοερά τις ταραχές ως γέννημα του προγράμματος “Great Society” και βαθύτερη αιτία της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης. Στην ομιλία του το 1968 για την αποδοχή της υποψηφιότητας του για το προεδρικό χρίσμα από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα συνέθεσε τις διαφορετικές πτυχές του αφηγήματός του. «Απόψε, ήρθε η ώρα για μια ειλικρινή συζήτηση για το πρόβλημα της τάξης στις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε. «Ας αφήσουμε αυτούς που έχουν την ευθύνη να επιβάλλουν τους νόμους μας, και τους δικαστές μας που έχουν την ευθύνη να τους ερμηνεύουν, να αφοσιωθούν στις μεγάλες αρχές των πολιτικών δικαιωμάτων. Αλλά ας τους αφήσουμε επίσης να αναγνωρίσουν ότι το πρώτο πολιτικό δικαίωμα κάθε Αμερικανού είναι να είναι απαλλαγμένος από την εγχώρια βία και ότι αυτό το δικαίωμα πρέπει να διασφαλιστεί σε αυτήν τη χώρα». Και συνέχισε: «Έχουμε κατακλυστεί από κυβερνητικά προγράμματα για τους ανέργους, προγράμματα για τις πόλεις, προγράμματα για τους φτωχούς. Και μόνο άσχημους καρπούς δρέψαμε από αυτά τα προγράμματα: απογοήτευση, βία και αποτυχία σε ολόκληρη τη χώρα».

Οι περιγραφές του Τζόνσον και στη συνέχεια του Νίξον για την εξέγερση των Μαύρων ως παράνομη αναταραχή απομάκρυναν τα βλέμματα σε όλο το έθνος από τον συστημικό ρατσισμό και τα έστρεψαν προς την κατεύθυνση τους εγκλήματος. Όπως επεσήμανε η πολιτική επιστήμονας Naomi Murakawa, «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιμετώπισαν το έγκλημα ως πρόβλημα που φυλετικοποιήθηκε. Αντιμετώπισαν τη φυλή ως πρόβλημα που ποινικοποιήθηκε». Το έγκλημα χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό εργαλείο για να εκτρέψει την προσοχή από τις αιτίες των ταραχών. Την ίδια στιγμή όμως, ήταν μια πραγματικότητα στη ζωή της Μαύρης εργατικής τάξης. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, η μακρά μεταπολεμική οικονομική άνθηση έδωσε τη θέση της σε μια οικονομική ύφεση, προκαλώντας περισσότερα βάσανα και απόγνωση. Από το 1972 έως το 1975, η ανεργία των Μαύρων αυξήθηκε από 10% σε σχεδόν 15%. Κατά την ίδια σύντομη περίοδο, οι ομοσπονδιακές στατιστικές υποδεικνύουν ότι υπήρξαν σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια περισσότερα βίαια εγκλήματα, τα οποία οδήγησαν στη χειροπιαστή επιθυμία των Μαύρων κοινοτήτων να γίνουν περισσότερα πράγματα –συμπεριλαμβανομένης και της μεγαλύτερης αστυνόμευσης, όπως εξήγησε ο καθηγητής Νομικής James Forman, Jr.

Τα κεφάλαια που μεταφέρθηκαν από τη συρρίκνωση του προ-γράμματος Great Society θα μπορούσαν να μετριάσουν τις χειρότερες πτυχές της ύφεσης, που διήρκεσε από το 1973 έως το 1975, συμπεριλαμβανομένων των αυξανόμενων ποσοστών εγκληματικότητας. Πολλές δημοσκοπήσεις που πραγματοποιή-θηκαν μετά τις ταραχές έδειξαν ότι η πλειοψηφία πίστευε πως οι καλύτερες θέσεις εργασίας, η στέγαση και οι ευκαιρίες ήταν μια θεραπεία για την ανισότητα – και ότι το έγκλημα ήταν μια από τις βασικές εκφράσεις της. Ωστόσο, καθώς η ευημερία της δεκαετίας του ’60 μετατράπηκε σε ύφεση και στασιμότητα στη δεκαετία του ’70, η πολιτική της φυλετικής μνησικακίας απέκτησε νέα δημοφιλία και καθόρισε λύσεις στην υπό εξέλιξη κοινωνική κρίση.

Η στροφή στην τιμωρητική πολιτική δεν ήταν ένα πολιτικό τέχνασμα που θα άλλαζε με την αλλαγή ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Αποτέλεσε το σημείο μετάβασης όλης της πολιτικής των ΗΠΑ. Αυτή η στροφή θα μπορούσε να αξιολογηθεί με βάση την αυξανόμενη απροθυμία των Δημοκρατικών να υποστηρίξουν την κοινωνική πρόνοια και να ερμηνεύσουν την εγκληματικότητα με βάση τις κοινωνικές αιτίες. Θα μπορούσε επίσης να αξιολογηθεί με βάση την αλλαγή του σχεδιασμού δαπανών σε ολόκληρο το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.

Από το 1977 έως το 2017, οι κρατικές και τοπικές δαπάνες για την αστυνομία αυξήθηκαν από σαράντα δύο δισεκατομμύρια δολάρια σε εκατόν δεκαπέντε δισεκατομμύρια δολάρια, προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό. Αυτή η τρομακτική αύξηση συνεχίστηκε ακόμα και όταν τα ποσοστά εγκληματικότητας άρχισαν να μειώνονται στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Σήμερα, το “Center for Popular Democracy” (Κέντρο για τη Λαϊκή Δημοκρατία) σημειώνει ότι το Σικάγο, το Όουκλαντ, το Χιούστον, η Μινεάπολη, το Ορλάντο και το Ντιτρόιτ ξοδεύουν τουλάχιστον το 30% του γενικού ή του διαθέσιμου αποθεματικού τους, για τα αστυνομικά τους τμήματα. Τα στοιχεία για τις αστυνομικές δαπάνες δεν περιλαμβάνουν τις εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια που πληρώθηκαν από δήμους σε ολόκληρη τη χώρα για τη διευθέτηση νομικών αγωγών που συνδέονται με την αστυνομική βία. Το ABC News ανέφερε ότι, μόνο τον τελευταίο χρόνο, οι αγωγές εναντίον της αστυνομίας κόστισαν στο κοινό περισσότερα από τριακόσια εκατομμύρια δολάρια. Για πολλούς δημάρχους έγινε δυστυχώς το τίμημα για να μπορούν να συνεχίσουν τη δουλειά τους.

Το Δημοκρατικό Κόμμα εδώ και σαράντα χρόνια κυβερνά με το φόβο της κατηγορίας ότι είναι «μαλθακό» στην αντιμετώπιση του εγκλήματος. Ως αποτέλεσμα, τόσο στην εθνική όσο και στην τοπική πολιτική σκηνή, το κόμμα υπερασπίστηκε «σκληρές πολιτικές κατά του εγκλήματος» που δίνουν προτεραιότητα στους προϋπολογισμούς της αστυνομίας εις βάρος άλλων προγραμμάτων που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση της φυλετικής δικαιοσύνης. Δεν είναι τυχαίο ότι η Φιλαδέλφεια, η οποία έχει το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη πόλη των ΗΠΑ, δεν έχει κανένα δημόσιο νοσοκομείο από το 1977. Εν τω μεταξύ, η πόλη ξοδεύει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως για την αστυνομική της δύναμη, παρότι η εγκληματικότητα έχει μειωθεί.

Τις ημέρες μετά την εξέγερση στους δρόμους της Φιλαδέλφειας, ο δήμαρχος Jim Kenney είχε προγραμματίσει την αύξηση της χρηματοδότησης στο αστυνομικό τμήμα κατά ενενήντα εκατομμύρια δολάρια, παρά το γεγονός ότι σχεδίαζε επίσης να πραγματοποιήσει περικοπές ύψους τριακοσίων εβδομήντα εκατομμυρίων δολαρίων στον προϋπολογισμό της πόλης. Οι προ-τεινόμενες περικοπές του Kenney περιλάμβαναν μείωση είκοσι ένα τοις εκατό στις πρωτοβουλίες κατά της βίας και περικοπή δεκαοκτώ τοις εκατό στην Συμβουλευτική Επιτροπή της Αστυνομίας, η οποία επιτηρεί τις καταγγελίες για αστυνομική βία. Σχεδίαζε επίσης να κόψει περισσότερα εκατομμύρια από προγράμματα οικονομικής στέγασης, παρότι ο covid-19 δημιούργησε τεράστια ανασφάλεια στην αγορά κατοικίας για τους φτωχούς και εργαζόμενους Μαύρους, ενοικιαστές και ιδιοκτήτες. Ωστόσο, η εξέγερση στη Φιλαδέλφεια εμπόδισε τη διοίκηση Kenney να προχωρήσει. Στις 6 Ιουνίου, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι μπλόκαραν τη Λεωφόρο Benjamin Franklin, στο κέντρο της πόλης, σε μια αυθόρμητα οργανωμένη διαδήλωση ενάντια στον προϋπολογισμό, κάτω από τα πανό του κινήματος Black Lives Matter. Η μεγαλύτερη διαμαρτυρία στη Φιλαδέλφεια εδώ και χρόνια, ανάγκασε τον δήμαρχο να ανακαλέσει την αύξηση του προϋπολογισμού της αστυνομίας και να αποκαταστήσει κάποιες περικοπές στα προγράμματα για τη νεολαία. Αλλά ακόμη και με αυτές τις αλλαγές, η αστυνομία της Φιλαδέλφειας τη γλίτωσε, κρατώντας επτακόσια είκοσι επτά εκατομμύρια δολάρια, το μεγαλύτερο κονδύλι στον δημοτικό προϋπολογισμό και χωρίς απολύσεις, ακόμη και όταν εκατοντάδες υπάλληλοι της πόλης έχασαν τη δουλειά τους λόγω της πανδημίας. Ο Kenney ισχυρίστηκε ότι ήταν αλληλέγγυος και υποστηρικτικός προς τους διαδηλωτές, αλλά στους προϋπολογισμούς των πόλεων μπορεί κανείς πραγματικά να δει εάν οι «Μαύρες Ζωές έχουν σημασία» για τους ανθρώπους που τις κυβερνούν.

Οι εξεγέρσεις για τον Floyd δημιούργησαν νέο επείγοντα χαρακτήρα στον αγώνα για πραγματική ασφάλεια στις εργατικές γειτονιές των Μαύρων, επισημαίνοντας την ανάγκη για ουσιαστική χρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών, πολλές και καλές θέσεις εργασίας, ασφαλή και αξιοπρεπή στέγαση χωρίς την απειλητική παρουσία της αστυνομίας. Ωστόσο η δημιουργία αυτού του διαφορετικού κόσμου περιπλέκεται από την υπαρκτή πραγματικότητα της εγκληματικότητας και της βίας. Καθώς κλιμακώθηκε η εξέγερση, ακολούθησε μια δραματική αύξηση της βίας με όπλα σε Μαύρες κοινότητες σε όλη τη χώρα. Στη Φιλαδέλφεια, οι πυροβολισμοί αυξήθηκαν σχεδόν τριάντα τοις εκατό από τον προηγούμενο χρόνο. Είκοσι τρία άτομα πυροβολήθηκαν κατά τη διάρκεια εικοσιτεσσάρων ωρών μέσα στο Σαββατοκύριακο της 4ης Ιουλίου. Στην Ατλάντα το ίδιο Σαββατοκύριακο, τριανταένας άνθρωποι πυροβολήθηκαν σε έντεκα διαφορετικά περιστατικά, αφήνοντας πέντε νεκρούς. Στη Νέα Υόρκη, υπήρξαν εξήντα τέσσερις πυροβολισμοί κατά τη διάρκεια της γιορτής της Ημέρας της Ανεξαρτησίας και δέκα θάνατοι. Στο Σικάγο, οι πυροβολισμοί ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα με την εξέγερση κατά της βίας στους δρόμους. Έξι ημέρες μετά τη δολοφονία του George Floyd, στις 31 Μαΐου, δεκαοκτώ άνθρωποι δολοφονήθηκαν στο Σικάγο, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Μαύροι. Ποτέ πριν, στα εξήντα χρόνια που καταγράφονται τέτοιου είδους στατιστικά στοιχεία, δεν ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώθηκαν από ένοπλη βία μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες.

Οι Μαύροι του Σικάγο και οι Αφροαμερικανοί σε άλλες περιοχές, που υποφέρουν περισσότερο εξαιτίας της ένοπλης βίας, διαδηλώνουν, οργανώνονται και μιλούν ανοιχτά κατά της εγκληματικότητας που απειλεί να κατασπαράξει τις γειτονιές τους. Οι προσπάθειές τους συνήθως αγνοούνται, επειδή δεν συμβαδίζουν με την κοινή αντίληψη περί «νόμου και τάξης». Αντιθέτως, ο Donald Trump και ένα πλήθος δεξιών φανατικών έχουν μετατρέψει την κλιμάκωση των Μαύρων θανάτων στο Σικάγο σε μια φυλετική συκοφαντία. Για αυτούς, ο πόνος στις κοινότητες των Μαύρων από την απερίσκεπτη ένοπλη βία είναι δευτερεύον θέμα, εάν κιόλας καταγράφεται. Ο Trump και η κουστωδία του στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τη ζωή και το θάνατο των Μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες – αυτό είναι προφανές εδώ και πολλά χρόνια. Ο Trump κάποτε περιέγραψε τη Βαλτιμόρη ως «αηδιαστικό χάος, μολυσμένο από αρουραίους και τρωκτικά», όπου «κανένας άνθρωπος δεν θα ήθελε να ζήσει». Το ύφος αυτής της δήλωσης κατέστησε σαφές ότι οποιαδήποτε πόλη με έναν αρκετά μεγάλο πληθυσμό Μαύρων θα μπορούσε να μπει στη θέση της Βαλτιμόρης.

Για περισσότερα από πενήντα χρόνια, οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν οι πρωταθλητές των πολιτικών που μεγάλωναν τα βάσανα που έγιναν συνώνυμα με τις ζωές των Μαύρων. Αλλά οι περισσότεροι Αφροαμερικανοί το γνωρίζουν – για τον λόγο αυτό, όταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κάνει κήρυγμα στη Μαύρη Αμερική με τη δυσωδία της λευκής υπεροχής στην ανάσα του, ο λόγος του απευθύνεται κυρίως σε αυτιά που κωφεύουν. Πέρα από την εκμετάλλευση των Μαύρων θανάτων για φτηνό πολιτικό κέρδος από τη Δεξιά, η ρητορική της «εγκληματικότητας μεταξύ Μαύρων» κρύβει τη σημαντική διάκριση μεταξύ της διαπροσωπικής βίας και της βίας που είναι εγκεκριμένη από το κράτος. Το να διευκρινιστεί αυτή η διαφορά δεν υποβαθμίζει τη βαθιά απελπισία και την απώλεια που συνοδεύουν τις παράλογες δολοφονίες που προκαλούν φόβο στις γειτονιές των Μαύρων στο Σικάγο και σε άλλες πόλεις. Αντίθετα, εφιστώντας την προσοχή στην παρουσία και τη συμπεριφορά της αστυνομίας σε αυτές τις κοινότητες υπογραμμίζουμε τη βία και τον εκφοβισμό που τις διαπερνά από κάθε άποψη.

Η αστυνομική βαρβαρότητα υπήρξε το πιο σημαντικό πολιτικό σύνθημα που συσπείρωνε τις κοινότητες των Μαύρων για δεκαετίες, επειδή είναι η πιο ενστικτώδης απόδειξη του γεγονότος ότι οι φτωχοί Αφροαμερικανοί της εργατικής τάξης είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Όταν η αστυνομία μπορεί να σε σταματήσει και να σε ανακρίνει, να προβεί σε σωματική έρευνα και να σε χτυπήσει, ενδεχομένως να σε συλλάβει και σε κάποιες περιπτώσεις να σε δολοφονήσει, τότε δεν είσαι πολίτης με ίσα δικαιώματα. Οι συνέπειες της εμπλοκής των Μαύρων με την αστυνομία και με το ευρύτερο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης μπορούν να αλλάξουν και συχνά να καταστρέψουν τη ζωή τους. Φυσικά, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου από την ένοπλη βία είναι επίσης καταστροφική, αλλά δεν αποτελεί στοιχείο που να αφορά συγκεκριμένα την κρατική βία: την κατάργηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Αυτό δεν είναι υπερβολή: είναι η ζωντανή εμπειρία των απλών Μαύρων που κατοικούν στο Σικάγο, μεταξύ άλλων. Το αστυνομικό τμήμα του Σικάγο φημίζεται στην Αφρο-αμερικανική κοινότητα της πόλης για το διαβόητο παρελθόν του, από τη συμμετοχή του στη δολοφονία του Μαύρου Πάνθηρα Fred Hampton, το 1969, έως το διαρκές σκάνδαλο βασανιστηρίων της αστυνομίας από τη δεκαετία του ’70 έως τη δεκαετία του ’90, για το οποίο αξιωματούχοι της πόλης ανέλαβαν τελικά την ευθύνη το 2016, όταν καταβλήθηκαν αποζημιώσεις στους ανθρώπους που επέζησαν. Η κληρονομιά του ρατσισμού και της βαρβαρότητας συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ας δούμε την έκθεση της Ειδικής Ομάδας για την Ευθύνη της Αστυνομίας του Σικάγο, από το 2016, που συγκροτήθηκε από τον δήμαρχο εκείνης της περιόδου, Rahm Emanuel, μετά τη δολοφονία ενός δεκαεπτάχρονου που λεγόταν Laquan McDonald. Σύμφωνα με την ειδική ομάδα, ο θάνατος του McDonald:

αποκάλυψε βαθιά και μακροχρόνια ρήγματα ανάμεσα στις κοινότητες των Μαύρων και των Λατίνων από τη μία πλευρά και της αστυνομίας από την άλλη, που ξεκινούν σίγουρα από τους πυροβολισμούς της αστυνομίας, αλλά και εξαιτίας καθημερινών παραβάσεων που εμποδίζουν ανθρώπους κάθε ηλικίας, φυλής, εθνικότητας και φύλου στο Σικάγο να έχουν στοιχειώδη ελευθερία κινήσεων στις γειτονιές τους. Τους σταματούν χωρίς δικαιολογία, τους κακοποιούν λεκτικά και σωματικά, και σε ορισμένες περιπτώσεις τους συλλαμβάνουν, και τους θέτουν υπό κράτηση χωρίς παρουσία συνηγόρου – Αυτά είναι τα γεγονότα που μαθαίνουμε ξανά και ξανά.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο παρακάτω εντυπωσιακό συμπέρασμα: «Τα δεδομένα της ίδιας της Αστυνομίας του Σικάγο επικυρώνουν την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η αστυνομία δεν δείχνει τον παραμικρό σεβασμό στην ιερότητα της ζωής όταν πρόκειται για έγχρωμους».

Έχει γίνει εύκολο για εκείνους που βρίσκονται στα δεξιά, και για πολλούς από τους ηγέτες του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο, να υποβαθμίζουν τα ζητήματα της εγκληματικότητας και της βίας ανάγοντάς τα σε ζητήματα κακών ανθρώπινων συμπεριφορών, ακόμη κι όταν σε αυτές περιλαμβάνεται η δράση κάποιου αστυνομικού. Είναι πολύ πιο δύσκολο να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι οι Μαύρες κοινότητες έχουν στραγγαλιστεί από το φυλετικό διαχωρισμό, τις διακρίσεις στη στέγαση και άλλες εκμεταλλευτικές πρακτικές στην αγορά ακινήτων για περισσότερα από εκατό χρόνια. Από τη μία διοίκηση στην άλλη, η δημοτική αρχή του Σικάγο δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να επιδεινώνει μια ήδη άσχημη κατάσταση. Από το κλείσιμο δημόσιων σχολείων έως την ανατίναξη δημόσιων κατοικιών και το κλείσιμο κλινικών ψυχικής υγείας, οι ηγέτες της πόλης έχουν εγκαταλείψει τους φτωχούς Μαύρους και τους Μαύρους της εργατικής τάξης. Περίπου το τριάντα δύο τοις εκατό των Μαύρων του Σικάγο ζουν κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας – ένας αριθμός που σχεδόν δεν έχει αλλάξει για περισσότερα από πενήντα χρόνια, και ο οποίος είναι έξι μονάδες ψηλότερος από το εθνικό ποσοστό φτώχειας για τους Μαύρους. Το Σικάγο είναι μια πλούσια πόλη, αλλά οι πόροι του δεν πηγαίνουν σε εκείνους που τους χρειάζονται περισσότερο. Η πόλη δαπανά περισσότερα κατά κεφαλήν για την αστυνομία σήμερα από ό,τι πριν από πενήντα χρόνια, αλλά το Μαύρο Σικάγο δεν είναι ασφαλέστερο – και το τίμημα της διαπροσωπικής και κρατικής βίας διαπιστώνεται με την κρίση ψυχικής υγείας. Μια μικρή μελέτη του 2017 διαπίστωσε ότι είκοσι εννέα τοις εκατό των Μαύρων γυναικών σε μια γειτονιά της Νότιας Πλευράς υπέφεραν από μετατραυματική αγχώδη διαταραχή, ενώ ένα άλλο επτά τοις εκατό βρέθηκε να έχει πολλά από τα συμπτώματά της. Μια πιο πρόσφατη μελέτη στο Σικάγο έδειξε ότι τα αλληλεπικαλυπτόμενα αποτελέσματα της αστυνομικής και της κοινοτικής βίας αυξάνουν την κοινωνική απομόνωση, τη μοναξιά και την υπερεπαγρύπνηση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, χωρίς θεραπεία, μαζί με το άγχος και τις ανθυ-γιεινές συνθήκες ζωής, έχουν κάνει τους Αφροαμερικανούς ευάλωτους στις χειρότερες επιπτώσεις του covid-19. Εν τω μεταξύ, οι αυτοκτονίες Μαύρων στο Σικάγο το 2020 έχουν ήδη ξεπεράσει τον συνολικό αριθμό τέτοιων περιπτώσεων του 2019. Αντί της αστυνόμευσης, αυτές οι κοινότητες χρειάζονται θεραπεία και φροντίδα και τους απαραίτητους πόρους για να ανακάμψουν από δεκαετίες ρατσισμού και θεσμικής εγκατάλειψης.

Οι διαδοχικές διοικήσεις της πόλης έχουν κάνει ελάχιστα για να γίνει το Σικάγο πιο βιώσιμο για τους απλούς Μαύρους, και αντ’ αυτού κάθε νέα διοίκηση προσθέτει τη δική της παραλλαγή στην παλιά φόρμουλα της επένδυσης στην αστυνομία αντί για τις γειτονιές που τη χρειάζονται. Η αποτυχία αντιμετώπισης της απελπιστικής ανάγκης στην οποία βρίσκονται οι κοινότητες των Μαύρων της εργατικής τάξης του Σικάγο ώθησε τους ανθρώπους να φύγουν. Μεταξύ 2000 και 2016, περισσότεροι από διακόσιες χιλιάδες Μαύροι του Σικάγο εγκατέλειψαν κατά βάση την πόλη. Ενάντια στην κοινή αντίληψη ότι προσπαθούν να ξεφύγουν από την «εγκληματικότητα μεταξύ Μαύρων» ας αναλογιστούμε ότι, από τους Μαύρους που έφυγαν μεταξύ του 2012 και του 2016, το εξήντα τοις εκατό δεν είχαν δουλειά.

Η πανδημία του κορονοϊού φανέρωσε, και η εξέγερση για τη δολοφονία του Floyd επιβεβαίωσε, ότι οι μεγάλες, δομικές παρεμβάσεις είναι απολύτως αναγκαίες για να αποκτήσουν οι ζωές των Μαύρων σημασία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κάλεσμα για κατάργηση της χρηματοδότησης της αστυνομίας καταγράφει τόσο το μέγεθος της κρίσης όσο και την ανάγκη για αντίστοιχου μεγέθους απάντηση. Εφιστά την προσοχή στη συνεχόμενη χρηματοδότηση της αστυνομίας, ακόμη και όταν άλλοι τομείς του δημόσιου τομέα υποχρηματοδοτούνται. Πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα αποτελούν ζωντανή απόδειξη για αυτό, με την ιδιωτικοποίηση και άλλες προσανατολισμένες στην αγορά λύσεις να καλούνται να καλύψουν τα κενά. Η δημόσια στέγαση αντικαταστάθηκε από κερδοσκοπική στέγαση, δημόσια σχολεία και νοσοκομεία έκλεισαν και στη συνέχεια μετατράπηκαν σε πολυκατοικίες. Οι ώρες της βιβλιοθήκης μειώθηκαν στο ελάχιστο. Τα προγράμματα για τη νεολαία και την εργασία αποτελούν μακρινό παρελθόν. Και, την ίδια στιγμή, τα αστυνομικά τμήματα παραμένουν απρόσβλητα από τις απολύσεις και τη λιτότητα που υφίστανται όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα. Στην πραγματικότητα, οι περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες που θα μπορούσαν να μετριάσουν τη φτώχεια και να προωθήσουν την κοινωνική κινητικότητα γίνονται μια διαρκής δικαιολογία για περισσότερη αστυνόμευση.

Η πρόσφατη δήλωση της εκπροσώπου του Κονγκρέσου Alexandria Ocasio-Cortez ότι το ξέσπασμα εγκληματικότητας στη Νέα Υόρκη μπορεί να έχει να κάνει με την οικονομική πίεση λόγω της πανδημίας, είχε μεγάλη απήχηση. Συνεχίζοντας ανέφερε: «Ίσως αυτό να έχει σχέση με το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν πληρώνουν το ενοίκιο τους και φοβούνται να πληρώσουν το ενοίκιο τους, και έτσι βγαίνουν έξω και πρέπει να ταΐσουν το παιδί τους και δεν έχουν χρήματα, έτσι φτάνουν στο σημείο να νιώθουν πως αν δεν κλέψουν ψωμί θα πεινάσουν το βράδυ». Συνέχισε λέγοντας ότι «η ιδέα ότι το βίαιο έγκλημα είναι κατά κάποιο τρόπο ανεπηρέαστο ή εντελώς ανεξάρτητο από την οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, πιστεύω πως είναι λανθασμένη». Και μετά: «Είναι αλήθεια, η απόγνωση, ακόμα κι αν δεν μιλάμε για μικροκλοπές – υπάρχει μία κλιμάκωση μέχρι το βίαιο έγκλημα απόλυτα συνδεδεμένη με την οικονομική κατάσταση μιας συγκεκριμένης κοινότητας».

Φυσικά, οι παρατηρήσεις της Ocasio-Cortez προκάλεσαν φρενίτιδα στη Δεξιά. Ο Λευκός Οίκος άδραξε την ευκαιρία για να καταγγείλει το αίτημα «της διακοπής της χρηματοδότησης της αστυνομίας», αποκαλώντας ταυτόχρονα την Ocasio-Cortez «εξωφρενική». Ο εκπρόσωπος του Κονγκρέσου Ted Yoho, από τη Φλόριντα, επιτέθηκε στην Ocasio-Cortez στα σκαλιά του Καπιτωλίου, ισχυριζόμενος ότι «είχε χάσει εντελώς το μυαλό της» για να συσχετίζει τη φτώχεια με το έγκλημα. Καθώς απομακρυνόταν την αποκάλεσε «γαμημένη σκύλα», εκδηλώνοντας τον μισογυνισμό που, κατά κανόνα, έχει στενούς δεσμούς με το μίσος για τη φτώχεια. Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο η δεξιά πτέρυγα. Ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Andrew Cuomo, παρενέβη επίσης, λέγοντας ότι θα «ήταν πραγματικά αδύνατο» να αποδώσουμε το κύμα εγκληματικότητας στην πόλη, στο φόβο των εξώσεων. Ο Cuomo φάνηκε να πιστεύει ότι επειδή υπάρχει μορατόριουμ για τις εξώσεις στη Νέα Υόρκη, οι φτωχοί άνθρωποι δεν ανησυχούν πλέον για το πώς θα πληρώσουν το ενοίκιο τους.

Κάνοντας τα πράγματα σαφώς χειρότερα, πολλές συνέπειες της φτώχειας έχουν μετατραπεί σε εγκλήματα, όπως ο ύπνος σε αυτοκίνητα ή δημόσιους χώρους, η επαιτεία για χρήματα ή φαγητό, η δημόσια ούρηση, η κλοπή από κατάστημα και πολλά άλλα πράγματα που κάνουν οι φτωχοί όταν στερούνται την ιδιωτικότητα και τη διακριτικότητα της δικής τους στέγης. Η ποινικοποίηση της φτώχειας βαθαίνει το αναπόδραστο της κατάστασής της φέρνοντας τους φτωχούς άμεσα αντιμέτωπους με την αστυνομία.

Αυτές οι εξελίξεις έχουν πολύ μεγάλες επιπτώσεις στους Αφροαμερικανούς, που έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να είναι φτωχοί από ότι οι λευκοί. Τα αρχεία συλλήψεων και οι καταδίκες για κακουργήματα εγκλωβίζουν ειδικά τους Αφροα-μερικανούς σε έναν ασφυκτικό κλοιό χαμηλών μισθών ή παράνομης εργασίας, υπογραμμίζοντας μια αίσθηση ματαιότητας που διαπερνά τη γενιά του Black Lives Matter.Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Men We Reaped (Οι άντρες που θερίσαμε), η Jesmyn Ward, περιγράφει τις άκαρπες προσπάθειες του μικρότερου αδελφού της, να φτιάξει τη ζωή του στον Κόλπο του Μισισιπή, ως έναν «κύκλο ματαιότητας». Η Ward γράφει,

Ποτέ δεν απέκτησε μια νόμιμη δουλειά, ίσως αποθαρρημένος από τις εμπειρίες των νέων στη γειτονιά, οι περισσότεροι από τους οποίους εργάστηκαν μέχρι να απολυθούν ή να παραιτηθούν επειδή ο ελάχιστος μισθός ερχόταν πολύ αργά και εξαφανιζόταν πολύ γρήγορα. Πουλούσαν ναρκωτικά ανάμεσα σε δουλειές μέχρι να μπορέσουν να βρουν καλύτερη δουλειά ως υπάλληλοι σε κάποιο κατάστημα ή επιστάτες ή κηπουροί.

Ο αδερφός της σκοτώθηκε από έναν μεθυσμένο οδηγό στα δεκαεννέα του. Η Ward καταλήγει, «Δεν είδε κανένα αμερικανικό όνειρο, κανένα παραμυθένιο τέλος, καμία ελπίδα».

Το βιβλίο της Ward ακολουθεί τη ζωή και τον θάνατο του αδελφού της και τεσσάρων άλλων νεαρών Μαύρων, όλων παγιδευμένων σε παρόμοιους κύκλους ματαιότητας που τελικά οδήγησαν στον πρόωρο θάνατό τους. Όταν αυτή η θεμελιώδης απελπισία παίζει ρόλο στον πρόωρο θάνατο λευκών ανθρώπων, αντιμετωπίζεται από όλους με μεγαλύτερη ευαισθησία. Όταν προσπαθούσαν να κατανοήσουν τα φαινόμενα που οδήγησαν στην πρόσφατη μείωση του προσδόκιμου ζωής των λευκών, άνδρων και γυναίκων, οι κοινωνικοί επιστήμονες επινόησαν τον όρο «θάνατοι απόγνωσης». Αυτοί οι θάνατοι, που προκαλούνται πιο συχνά από τον εθισμό στα οπιοειδή, τον αλκοολισμό και την αυτοκτονία, θεωρείται πλέον ότι σχετίζονται με το βάθεμα της προσωπικής αστάθειας και της ανασφάλειας εν μέσω κοινωνικής κρίσης. Σε σύγκριση με μια παλαιότερη εποχή χρήσης και εθισμού στην κοκαΐνη, ο εθισμός στα οπιοειδή σήμερα είναι πιο πιθανό να θεωρηθεί ως πρόβλημα δημόσιας υγείας και η δημόσια συζήτηση σχετικά με τον εθισμό συχνά δίνει έμφαση στη θεραπεία μέσω φυλάκισης.

Ορισμένοι εκλεγμένοι αξιωματούχοι παρερμηνεύουν την ανάγκη μεταφοράς κεφαλαίων από την αστυνομία, λέγοντας ότι οι πόροι πρέπει να ανακατευθυνθούν προς τις κοινωνικές υπηρεσίες επειδή η αστυνομία καλείται να αντιμετωπίσει εγκλήματα που προέρχονται από κατάχρηση ναρκωτικών, έλλειψη στέγης και ψυχικές ασθένειες. Η Δημοκρατική εκπρόσωπος του Κονγκρέσου Karen Bass, από το Λος Άντζελες, και πρόεδρος της ομάδας Black Caucus, που χαρακτήρισε το σύνθημα για την κατάργηση της χρηματοδότησης της αστυνομίας ως «πιθανώς ένα από τα χειρότερα συνθήματα που έχουν υπάρξει», έθεσε πρόσφατα το ρητορικό ερώτημα, γιατί «οι αστυνομικοί πρέπει να καθαρίσουν τα προβλήματα της κοινωνίας;». Και συνέχισε: «Γιατί μια πόλη δεν ασχολείται με τα κοινωνικά της προβλήματα, ώστε να μη χρειαστούν τόσα πολλά χρήματα για την επιβολή του νόμου;» Όμως είναι απλά αναληθές ότι οι αστυνομικοί έχουν γίνει φροντιστές, ειδικοί ψυχικής υγείας και κοινωνικοί λειτουργοί. Ένας τέτοιος ισχυρισμός υποβαθμίζει αυτά τα επαγγέλματα, τα οποία απαιτούν χρόνια σπουδών και κατάρτισης με σκοπό τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Η παρερμηνεία της Bass δημιουργεί επίσης σύγχυση σχετικά με το τι κάνει γενικώς η αστυνομία σε τέτοιες περιπτώσεις – το οποίο είναι να συλλαμβάνει ανθρώπους που βρίσκονται σε κρίση ή είναι απλά φτωχοί. Δεν παρεμβαίνουν για να μειώσουν τη ζημιά.

Ταυτόχρονα, η απελπισία που στοιχειώνει τις ζωές των απλών Μαύρων περιφρονείται ή παθολογικοποιείται. Η δεύτερη κύρια αιτία θανάτου για Μαύρα παιδιά και έφηβους ηλικίας δέκα έως δεκαεννέα ετών είναι η αυτοκτονία. Το ποσοστό αυτοκτονίας τους αυξάνεται ταχύτερα από οποιασδήποτε άλλης φυλετικής ή εθνοτικής ομάδας στις ΗΠΑ. Από το 1991 έως το 2017, οι απόπειρες αυτοκτονίας αυξήθηκαν κατά εβδομήντα τρία τοις εκατό για Μαύρους εφήβους και των δύο φύλων. Οι Μαύροι έχουν ποσοστά κατάχρησης ναρκωτικών και αλκοολισμού σχεδόν ισοδύναμα με τους λευκούς Αμερικανούς, αν και η αποξένωση που, κατά κανόνα, αποτελεί το υπόβαθρο για τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, σπάνια σκιαγραφείται με τη συμπόνοια που προσφέρεται στη λευκή Αμερική. Ακόμα και στην ασθένεια και τη θλίψη, οι Μαύροι αντιμετωπίζονται διαφορετικά.

Αντί να διερευνήσουμε τις υποκείμενες αιτίες της απότομης αύξησης των πυροβολισμών που επηρεάζει συντριπτικά τους νέους Μαύρους, επιστρέφουμε σε απλοϊκές και τελικά ρατσιστικές εξηγήσεις που εστιάζουν στα προβληματικά Μαύρα άτομα. Με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνία μας καθιστά πολλούς νέους Μαύρους, άνδρες και γυναίκες αόρατους και τελικά αναλώσιμους. Δεν υπάρχει ενσυναίσθηση, μόνο αστυνόμευση και τιμωρία.

Η πολιτική συγχώνευση φυλής και εγκλήματος διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην κατασκευή ρατσιστικής ιδεολογίας στις ΗΠΑ και διεθνώς. Η υπερβολική παρουσία της αστυνομίας σε υποτιθέμενους Μαύρους χώρους – από τυπικές αστυνομικές περιπολίες στις γειτονιές έως τον απειλητικό και εκφοβιστικό ρόλο των αξιωματικών στα δημόσια σχολεία έως τα γραφεία τους στη δημόσια στέγαση – στοχοποιεί αυτά τα μέρη ως εστίες αναταραχής οδηγώντας στην ανάγκη να παρέμβει το σκληρό χέρι του νόμου. Αυτή η υπερ-επιτήρηση των Μαύρων κοινοτήτων στη συνέχεια παράγει έναν δυσανάλογο αριθμό συλλήψεων, οι οποίες νομιμοποιούν τις εκκλήσεις για ακόμη πιο επιθετική αστυνόμευση και περισσότερη τιμωρία. Αυτές είναι καθημερινές πρακτικές αστυνόμευσης που συγχέουν φυλή και εγκληματικότητα, ποινικοποιώντας έτσι τους Αφροαμερικανούς. Είναι αυτές που καθιστούν την αστυνομία θεσμικά ρατσιστική στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το 1960, ο James Baldwin έγραψε ότι «ο μόνος τρόπος αστυνόμευσης ενός γκέτο είναι η καταπίεση». Συνέχισε γράφοντας, αναφορικά με τους αστυνομικούς,

…η ίδια η παρουσία τους είναι προσβλητική, και θα ήταν, ακόμη και αν περνούσαν όλη τους τη μέρα ταΐζοντας ζελεδάκια τα παιδιά. Αντιπροσωπεύουν τη δύναμη του λευκού κόσμου, και τις πραγματικές προθέσεις του, που είναι, απλά, για το εγκληματικό κέρδος και την ευκολία αυτού του κόσμου, να κρατήσουν τον μαύρο μαντρωμένο, στον τόπο του. Το σήμα, το πιστόλι στη θήκη και το κλομπ που αιωρείται επιδεικτικά, κάνουν ολοφάνερο  αυτό που θα του συμβεί αν αποφασίσει να εξεγερθεί.

Η πρακτική του εκφοβισμού έχει διαποτίσει ως το μεδούλι την αμερικανική αστυνομία, τόσο που υφίσταται είτε ο διοικητής ή αξιωματικός είναι Μαύρος είτε λευκός. Ίσως η πιο σημαντική αλλαγή στην αστυνομία στις ΗΠΑ από την εποχή της μεταρρύθμισης της δεκαετίας του 1960 ήταν η πρόσληψη και η εκπαίδευση χιλιάδων Μαύρων αξιωματικών σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, ο πολυφυλετικός χαρακτήρας της αστυνόμευσης μετά την καθιέρωση πολιτικών δικαιωμάτων δεν σήμαινε λιγότερο ρατσισμό, βιαιότητα ή συλλήψεις. Αντίθετα, συνέπεσε με την αύξηση των μαζικών φυλακίσεων και την έκρηξη του Black Lives Matter.

Τα εκπαιδευτικά προγράμματα κατά των εγγενών προκαταλήψεων και για άλλες μορφές «πολιτισμικής επάρκειας» απέτυχαν πλήρως να σταματήσουν τον ανεξέλεγκτο αστυνομικό ρατσισμό και την προσήλωση στον κοινωνικό έλεγχο. Όλη η εκπαίδευση του κόσμου δεν θα άλλαζε την αυξημένη παρουσία της αστυνομίας σε ορισμένες γειτονιές σε σχέση με άλλες. Δεν μπορεί να μεταμορφώσει τις πολιτισμικές προκαταλήψεις για το ποιος διαπράττει ένα έγκλημα. Προηγούμενες εμπλοκές με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης έτσι κι αλλιώς έχουν ήδη σημαδέψει τους ανθρώπους με τρόπους που τους καθιστούν ευάλωτους σε ακόμη περισσότερες εμπλοκές με την αστυνομία.

Στο βιβλίο της The New Jim Crow, η Michelle Alexander δηλώνει ότι, στο Σικάγο, «ένα εντυπωσιακό 80% του ενήλικου μαύρου ανδρικού εργατικού δυναμικού» έχει ιστορικό κακουργήματος. Είναι σαν μόνο οι Μαύροι να διαπράττουν εγκλήματα. Ωστόσο, παρουσιάζεται έτσι μόνο επειδή η αστυνομία επιχειρεί σε ορισμένες γειτονιές για να παρακολουθεί άτομα που ταιριάζουν στο προφίλ ενός εγκληματία. Αυτές οι συλλήψεις, και τελικά οι διώξεις, συγκροτούν αυτό που εννοεί η Alexander με τη φράση «New Jim Crow» – εκτεταμένος κοινωνικός θάνατος, καθώς νομιμοποιείται ο συνολικός αποκλεισμός των πρώην φυλακισμένων. Η «κατάργηση της χρηματοδότησης της αστυνομίας», ακόμη και το κάλεσμα για την κατάργηση της ίδιας της αστυνομίας, φαίνονται λογικές προτάσεις όταν ο θεσμός εμφανίζεται απρόσβλητος από οποιαδήποτε μετριοπαθέστερη μεταρρύθμιση. Όμως, αμέσως μετά την εξέγερση για τη δολοφονία του Floyd, νευρικοί φιλελεύθεροι και αυτάρεσκοι συντηρητικοί συμφώνησαν ότι το αίτημα «να καταργήσουμε τη χρηματοδότηση της αστυνομίας» για τους περισσότερους Αμερικανούς ξεπερνάει τα όρια. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Επιχειρήσεων επισήμανε δημοσκοπήσεις που δηλώνουν ότι το αίτημα δεν είναι δημοφιλές, συγκεκριμένα μια δημοσκόπηση στην οποία το εξήντα ένα τοις εκατό των μαύρων ψηφοφόρων είπε ότι αντιτάχθηκαν στην «κατάργηση της χρηματοδότησης» της αστυνομίας, παρόλο που το μόνο ερώτημα της δημοσκόπησης με το ίδιο ποσοστό απόκρισης αφορούσε την κατάργηση και αντικατάσταση των αστυνομικών τμημάτων. Ωστόσο, στην ίδια δημοσκόπηση, το εξήντα δύο τοις εκατό των μαύρων και το τριάντα επτά τοις εκατό των λευκών απάντησαν ότι θα προτιμούσαν «τη μείωση της χρηματοδότησης από τα αστυνομικά τμήματα στην κοινότητά σας και τη μεταφορά τους σε κοινωνικές υπηρεσίες». Αυτό αντικατοπτρίζει τις αντιφατικές απόψεις των Αφροαμερικανών, συγκεκριμένα, καθώς και το γεγονός ότι η επανάκαμψη του κινήματος Black Lives Matter είναι σχετικά καινούρια. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας μας έχουν σπαταλήσει τον περισσότερο χρόνο προσπαθώντας να πείσουν το κοινό ότι η μεγαλύτερη απειλή για τη ζωή τους είναι η πιθανότητα να γίνουν θύματα βίαιου εγκλήματος. Αυτές οι ιδέες δεν θα εξαφανιστούν μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες.

Η σημασία των κοινωνικών κινημάτων είναι ότι αναγκάζουν τους ανθρώπους να ασχοληθούν πιο ουσιαστικά με θέματα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα το έκαναν. Στην περίπτωση της αστυνομικής βαρβαρότητας, η πανταχού παρουσία και η διάρκεια των πρόσφατων διαδηλώσεων ανάγκασαν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα να αναμετρηθούν με τα ζητήματα που κινητοποιούν τους Μαύρους για περισσότερα από εκατό χρόνια. Ας εξετάσουμε τη μεταστροφή της κοινής γνώμης σχετικά με το κίνημα Black Lives Matter γενικότερα. Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά τη δημιουργία του του, βιώνει επιτέλους ευρεία δημόσια υποστήριξη. Τώρα που εκατομμύρια λευκοί αντιλαμβάνονται τη δριμύτητα της αστυνομικής βίας εναντίον των Μαύρων, η πιθανότητα να δουν το τέλος της αστυνόμευσης ως λύση δεν είναι ουτοπική, ειδικά καθώς καθημερινά έρχονται στο φως περισσότερα απτά στοιχεία για τον ρατσισμό και τη βαρβαρότητα της αστυνομίας στις ΗΠΑ.

Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή. Κανείς δεν πρέπει να περιμένει ότι αυτό θα έχει ευρεία αποδοχή εν μία νυκτί. Ωστόσο, κανείς δεν πρέπει και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι ανεδαφικό να μην ξαναχρηματοδοτήσουμε και εν τέλει να εγκαταλείψουμε ένα ένοπλο στρώμα πρακτόρων που στοχεύουν στη διατήρηση μιας κοινωνικής τάξης βαθιά ρατσιστικής, άνισης, που στερεί βίαια από απλούς ανθρώπους, ειδικά Μαύρους, βασικές ανάγκες της ζωής.

Η κατάργηση της χρηματοδότησης της αστυνομίας είναι το πρώτο βήμα σε μια πιο μακρά διαδικασία που μπορεί να ολοκληρωθεί με το τέλος της αστυνόμευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες μιας πραγματικής και ουσιαστικής μεταρρύθμισης μας έφεραν στο σημείο όπου έννοιες όπως «αποχρηματοδότηση» και «κατάργηση» έχουν εισχωρήσει στον καθημερινό λόγο. Το αίτημά τους δεν σημαίνει ότι οι ακτιβιστές αδιαφορούν για τη βία και την εγκληματικότητα που υπάρχουν στις εργατικές κοινότητες. Αντίθετα, το επιχείρημα για την κατάργηση της χρηματοδότησης της αστυνομίας ξεκινά με την αναγνώριση της σύνδεσης μεταξύ της ισχυρής χρηματοδότησής της και της συνακόλουθης έλλειψης επαρκούς χρηματοδότησης για τα προγράμματα και τα ιδρύματα που θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των φτωχών Μαύρων και των Μαύρων της εργατικής τάξης. Σε αυτήν την περίπτωση, «παίρνοντάς τα από τη μία τσέπη και βάζοντας τα στην άλλη» μπορεί να μειώσει την εγκληματικότητα, να μειώσει τη βία, και να μειώσει τη ζημιά που προκαλείται. Η απότομη μείωση των προϋπολογισμών της αστυνομίας δεν θα δημιουργήσει, από μόνη της, τους απαραίτητους πόρους για να χτίσουμε τις κοινότητες από την αρχή. Ωστόσο, θα μετατόπιζε το βάρος, από τον προσανατολισμό, για πολλές δεκαετίες, στον νόμο και την τάξη προς τη θεραπεία και τη φροντίδα. Η κατάργηση της αστυνόμευσης μπορεί να φαίνεται σε κάποιους εξωφρενική, όμως στην πραγματικότητα, το ρατσιστικό μίγμα της αστυνομίας έχει ήδη ψηθεί. Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω τώρα και να αποφασίσουμε να βγάλουμε αυτό ή εκείνο το συστατικό. Πρέπει να πετάξουμε ολόκληρο το γλυκό, κάνοντας την αρχή από το πιο άθλιο συστατικό του – την προκατάληψη για την εγκληματικότητα και την ενοχή των Μαύρων. Ο επαναπροσδιορισμός μιας δίκαιης κοινωνίας έχει έρθει αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τη ρατσιστική βαρβαρότητα της αμερικανικής αστυνομίας. Πρέπει να αρχίσουμε ξανά.

Η Keeanga-Yamahtta Taylor είναι επίκουρη καθηγήτρια Αφροαμερικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον

Μετάφραση: Ανδρέας Μαράτος, Ελευθερία Αγγέλη

Πηγή: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς από The New Yorker