Ο Λέοναρντ Φάιφ, διάσημος ντοκιμαντερίστας, που εγκατέλειψε την Αμερική για τον Καναδά, ενώ ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαινόταν και η επιστράτευση κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη για χιλιάδες νεαρούς συμπατριώτες του, διάγει τις τελευταίες μέρες της ζωής του σε μια μάχη με τον καρκίνο κιόλας χαμένη. Ο άλλοτε μαθητής του, ο Μάλκολμ Μακλίοντ, μαζί με το συνεργείο του θα βρεθούν στο σπίτι του Φάιφ για να καταγράψουν υλικό για ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή του δημιουργού. Εχουν ετοιμάσει τις ερωτήσεις εκείνες που θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του ντοκιμαντέρ, που θα κατευθύνουν τον Φάιφ στα μέρη εκείνα του παρελθόντος που επιθυμούν. Ωστόσο τα πράγματα δεν θα λειτουργήσουν σύμφωνα με το σχέδιο και την επιθυμία του σκηνοθέτη.
Ο Φάιφ, που απαιτεί από τη σύζυγό του να είναι διαρκώς παρούσα, μόλις απομείνει μόνο το φως του προβολέα να τον φωτίζει, θα πιάσει το νήμα της ανάμνησης αποφεύγοντας την όποια κατευθυντήρια οδηγία, τονίζοντας ξανά και ξανά πως αυτή η κινηματογράφηση είναι η τελευταία του ευκαιρία να πει στην Εμα όσα ποτέ δεν της είπε, όσα κατά μόνας ένα ζευγάρι πάντοτε αποφεύγει να αποκαλύψει, ωθούμενο από ένα άθροισμα επιθυμιών, να μην πληγώσει, να μην απογοητεύσει ή να μη σκαλίσει πράγματα που συνέβησαν κάποτε και παρέμειναν ερμητικά κλειστά στο χρονοντούλαπο.
Αλλά, η απόκρυψη, πρώτα και κύρια, γίνεται από τον ίδιο μας τον εαυτό, έχοντας με το πέρας του χρόνου προσαρμόσει τις αναμνήσεις και τα γεγονότα σχηματίζοντας ένα αναπαυτικό μαξιλάρι πάνω στο οποίο καθόμαστε, αρνούμενοι να ξεβολευτούμε, επιμένοντας πως κανένα νόημα κάτι τέτοιο δεν έχει.
Ο Μπανκς, στο προτελευταίο του βιβλίο, με μαεστρία υλοποιεί τη σχετικά πρωτότυπη ιδέα του, πρωτότυπη ως ιστορία που περνάει στο χαρτί και στα εδάφη της μυθοπλασίας, και όχι ως πρακτική, την (αυτο)βιογραφία, δηλαδή, με την υπογραφή ενός τρίτου.
Εδώ, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας λέει την ιστορία του Φάιφ, μέσω ενός τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή, κατέχει οργανική θέση, πάνω του είναι χτισμένο όλο το οικοδόμημα, τα περιεχόμενα της αφήγησης θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, ο μηχανισμός όχι. Το καταρρακωμένο σώμα, το ασταθές πνεύμα, τα παραμορφωτικά φάρμακα και η επίπλαστη μνήμη, αποτέλεσμα μάχης χρόνων με τη λήθη, κατευθύνουν αλλά και συσκοτίζουν την αφήγηση του Φάιφ. Ο προβολέας, η κάμερα και το μικρόφωνο του προσφέρουν έναν τελευταίο δεσμό με την ύπαρξη, μια ευκαιρία να κλείσει κάποιους από τους ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν.
Το εύρημα της αντιστροφής, ο άνθρωπος πίσω από την κάμερα που πριν το τέλος κάθεται μπροστά της, ο ντοκιμαντερίστας που πρόκειται να γίνει ο ίδιος ντοκιμαντέρ, προσφέρει αρκετές δυνατότητες που ο Μπανκς τις εκμεταλλεύεται.
Μεταξύ αυτών και η γνώση του μέσου, οι δυνατότητες παρέμβασης και χειραγώγησης, οι τεχνικές να φέρει ο δημιουργός στα μέτρα και στις επιδιώξεις του ένα αρχικά και φαινομενικά απροσδόκητο πρωτογενές υλικό. Ξέρει τι παιχνίδι παίζει ο άλλοτε μαθητής του, έστω και υποσυνείδητα, έστω και κάτω από τα πέπλα της πνευματικής σύγχυσης.
Μια ρέουσα αφήγηση, παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα των επεισοδίων, που καθηλώνει τον αναγνώστη έτσι όπως πραγματεύεται την τελική ανασκόπηση μιας ζωής, ανάμεσα σε εκείνα που οι άλλοι προσμένουν και σε εκείνα που ο Φάιφ επιθυμεί να πει. Ο Μπανκς με οξυδέρκεια, χωρίς διάθεση για εντυπωσιασμό, διδακτισμό ή συναισθηματική καθοδήγηση, με την εμπειρία χρόνων και την ησυχία που εκείνη προσφέρει υπογράφει ένα περίφημο βιβλίο, βαθιά ανθρώπινο, που κινείται στο όριο της διάβασης της μοναδικής φιλοσοφικής βεβαιότητας, εκείνης του θανάτου, έχοντας επίγνωση πως η ζωή άλλο δεν είναι παρά ένα άθροισμα από τι θα συνέβαινε αν.
Στη φροντισμένη έκδοση πληροφορούμαστε πως επίκειται η έκδοση του στερνού μυθιστορήματος του σπουδαίου αυτού γραφιά, το «The Magic Kingdom”». Το «Oh, Canada», που συνομιλεί με το κύκνειο άσμα του Πολ Οστερ, Μπαουμγκάρτνερ, είναι ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς.
Γιάννης Καλογερόπουλος
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις