Macro

Κάποιος δεν έχει διαβάσει τον Λοκ του!

Και όμως· η πρόταση περί φυσικής θεμελίωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, διατυπωμένη, εντούτοις, από κάποιον ο οποίος απέκτησε -και δεν κατέκτησε- τη θέση του εντός της ελίτ φαίνεται να χαρακτηρίζεται από ικανή λογική και ιδεολογική συνέπεια. Φαίνεται λογικά συνεπής διότι το επιχείρημα αναπτύσσεται ομαλότατα και νομιμότατα: οι ανισότητες είναι φυσικές, οι κοινωνικές ανισότητες είναι κι αυτές φυσικές – άρα, η κοινωνική ισότητα είναι αφύσικη.

Και φαίνεται ιδεολογικά συνεπής διότι η κυριολεκτική επίκληση μιας συγκεκριμένα προσδιορισμένης φυσικής πραγματικότητας έχει πρόθεση νομιμοποιητική των κοινωνικών ανισοτήτων και απονομιμοποιητική των επιδιώξεων για κοινωνική ισότητα. Βεβαίως, για να ισχύει ως λογικά έγκυρη η πρόταση, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να θεωρήσουμε ως έγκυρο και νόμιμο το πρώτο βήμα της.

Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι φυσικές και οι κοινωνικές ανισότητες είναι της ίδιας φύσης, δηλαδή ότι οι δεύτερες είναι κι αυτές φυσικές.

Εδώ δεν έχουμε μια αναγωγή του κοινωνικού στο φυσικό, μια υπό όρους νόμιμη και αναγκαία κίνηση, αλλά την προβολή ενός αποκλειστικά κοινωνικού φαινομένου σε ένα υποτιθέμενο φυσικό αντίστοιχo ή πρότυπο. Μπορεί ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης να νομιμοποιούσαν την ανισότητα της σχέσης κυρίου και δούλου με βάση την ψυχοσωματική μειονεξία των -προορισμένων για- δούλων, συγχρόνως όμως οι σοφιστές αντέτασσαν ότι το φύσει είναι δεν συμπίπτει πάντοτε με το νόμω είναι.

Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και ουδείς πλέον επικαλείται μια φυσική πραγματικότητα ανισοτήτων, πρώτον διότι αυτού του είδους οι ιδέες έχουν δικαίως ταυτιστεί με τις σκοτεινότερες πλευρές του δυτικού πολιτισμού και δεύτερον γιατί η ίδια η επιστήμη έχει αμετάκλητα αποφανθεί για την απουσία ανισοτήτων εντός του ανθρώπινου είδους.

Βεβαίως, ειδικά μετά τον Δαρβίνο, η πολιτική σκέψη δεν μπορεί να μη λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν της τις ανακαλύψεις και τα συμπεράσματα των θετικών επιστημών του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να μιλάμε ωσάν ο άνθρωπος να μην είναι καθοριστικά προσδιορισμένος από τα ειδολογικά χαρακτηριστικά του. Κανείς, παρ’ όλα αυτά, δεν διανοείται να ψάξει στη βιολογική χαρακτηροδομή του ανθρώπου για ένστικτα και ορμέμφυτα που μπορεί να θεωρηθούν πηγές ή πρόξενοι ανισοτήτων.

Μπορούμε να ανιχνεύσουμε ένστικτα εγωισμού, αυτοπροστασίας και κυριάρχησης τα οποία ίσως να μπορούν να εξηγήσουν, εν μέρει, κοινωνικά φαινόμενα όπως ο πόλεμος ή η προσκόλληση στην ιδιοκτησία, τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να είναι παράγοντες ανισότητας. Ομως, αυτή η «δευτερογενής» παραγωγή δυσάρεστων συνεπειών διόλου δεν θεωρείται «φυσική», δηλαδή αμετάβλητη.

Ο πατέρας της κοινωνιοβιολογίας Εντουαρντ Γουίλσον προσβλέπει σε μια σταδιακή αλλαγή της ανθρώπινης φύσης, ο Ντόκινς μάς καλεί να επαναστατήσουμε ενάντια στην τυραννική εξουσία των εγωιστικών γονιδίων και ο Πίτερ Σίνγκερ προτρέπει την Αριστερά, για την αποτελεσματικότερη προώθηση των κοινωνικών και οικονομικών στόχων της, να αφουγκραστεί καλύτερα τις ανακαλύψεις της βιολογίας για την ανθρώπινη φύση.

Ο ελαφρόγνωμος πρόεδρος, επιπλέον, δεν φυσικοποιεί απλώς το βασικό επιχείρημα των θεωριών του ολοκληρωτισμού, που προκρίνει οποιαδήποτε απόπειρα ριζικού μετασχηματισμού ως ολοκληρωτική εκτροπή. Δίχως προφανώς να το αντιλαμβάνεται, έρχεται σε σύγκρουση με τα θεμελιώδη δόγματα της δικής του παράδοσης.

Διότι, όταν οι θεμελιωτές του φιλελευθερισμού επικαλούνταν τη φυσική κατάσταση, φανταστική ή πραγματική, ως θεωρητική θεμελίωση της πολιτικής κοινωνίας και του χαρακτήρα της, προσδιόριζαν σαφώς τους ανθρώπους στην κατάσταση αυτή ως ελεύθερους και ίσους. Φυσικά, αυτή η αφετηριακή κατάσταση ισότητας στη συνέχεια έσπαγε, καθώς τα άτομα διαχωρίζονταν με βάση τις ικανότητές τους.

Οι σχέσεις ανισότητας της αστικής κοινωνίας έβρισκαν τη θεωρητική νομιμοποίησή τους στα διαφορετικά φορτία ικανοτήτων και δυνατοτήτων που κατέτασσαν τα άτομα υψηλότερα ή χαμηλότερα. Εδώ βρίσκεται η νομιμοποιητική βάση των περιορισμών στο εκλογικό δικαίωμα με βάση τα περιουσιακά στοιχεία, εδώ βασίζεται ο κοινωνικός ρατσισμός της αστικής κοινωνίας που έβλεπε στο πρόσωπο των λαϊκών τάξεων μια μειονεκτούσα και εν πολλοίς κατώτερη και σίγουρα διαφορετική ράτσα ανθρώπων.

Είναι, όμως, σε αυτήν την αφετηριακή παραδοχή της ελευθερίας και της ισότητας που ο κοινωνικός φιλελευθερισμός βάσισε τις εξισωτικές πολιτικές του και είναι στην παραδοχή τής καταρχήν συνθήκης ισότητας και στην παραδοχή της δυνατότητας μιας κοινωνίας δίχως ανισότητες που δομήθηκε ο ίδιος ο νεωτερικός πολιτισμός.

Το να αρνούμαστε τη δυνατότητα ισότητας δεν σημαίνει απλώς ότι παίζουμε με τη -ρατσιστική- φωτιά ή ότι παραβλέπουμε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που μας παρέχει η επιστήμη (ή ότι κατά κύριο λόγο φρίττουμε με την προοπτική της οικονομικής ισότητας)· σημαίνει ότι στερούμε από τον άνθρωπο τη βασικότερη των κινητήριων επιδιώξεών του: το να αισθάνεται και να θεωρείται ίσος μεταξύ των συνανθρώπων του.

 Ο Κώστας Γαλανόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών