Η χλεύη είναι εύκολη. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν λόγια ή πράξεις που την προκαλούν ανενδοίαστα. Και φαίνεται πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης επειδή ζει (όλη του τη ζωή) σε ένα απολύτως αρραγές ιδιωτικό σύμπαν, όπου δεν έφτασε ποτέ (και ούτε πρόκειται να φτάσει) ούτε καν ο απόηχος, η ελάχιστη οσμή, ο παραμικρός κραδασμός της πραγματικής ζωής, αδυνατεί να αντιληφθεί συναισθηματικά και λογικά τη χλεύη που μπορεί να προκαλέσει. Ζώντας αποκλειστικά σε ένα αποστειρωμένο από κοινωνικούς ιούς περιβάλλον δεν απέκτησε ποτέ τα αντισώματα της απαντοχής, της καρτερίας, της επιείκειας, της αγωνίας, της παρηγορίας. Ζώντας σε ένα περιβάλλον που αποτελείται από αρπακτικά του αποχαλινωμένου πλούτου, χειροκροτητές με φιλοδοξία παρακοιμώμενου, υπηρέτες και λειχόμενους για ψίχουλα από το τραπέζι της εξουσίας, πρόθυμους για απάτες, ευεπίφορους στην προδοσία, σιωπηλούς μάρτυρες οικονομικών, δικαστικών και πολλών άλλων εγκλημάτων, αδυνατεί να νιώσει τι θα πει χλεύη, ακριβώς επειδή αδυνατεί να νιώσει τι συνιστά ύβρι.
Θα ήταν λοιπόν εύκολο να χλευάσεις αυτό το σχεδόν αφύσικο δημιούργημα πολλαπλών επιστρώσεων στρέβλωσης. Αυτό το ηχείο ανερμάτιστων εκφωνήσεων που πολλές φορές αλληλοαναιρούνται ή αυτοδιαψεύδονται κατά την πρόοδο του χρόνου. «Κατά τον ρουν των γεγονότων» που θα έλεγε και ο μακαρίτης ο Μίμης Φωτόπουλος. Κατά τον ρουν των γεγονότων λοιπόν, ο κύριος Μητσοτάκης δεν συναισθάνεται ότι προκαλεί χλεύη, ούτε, συνακόλουθα, την ανάγκη να αναγνωρίσει το λάθος, ή το ατόπημα, ή και το ψεύδος στο οποίο (ας δεχτούμε ότι) άλλοι τον παρέσυραν. Ίσως επειδή θεωρεί πως η άσκηση εξουσίας είναι μια τεχνική και μόνο. Μια τεχνική που περιορίζεται στο να γίνεται αποδεκτή από την πλειοψηφία «η ασήμαντη επιφάνεια των πραγμάτων».
Λες και το να ζει κανείς, να ζει επαναλαμβάνω, να βρίσκεται στο μεγαλείο της ανθρώπινης κατάστασης που μια φορά σου δίνεται, είναι απλώς θέμα τεχνικής. Ότι η ζωή δηλαδή είναι μια τεχνική κατάσταση. Τη διαχείριση της οποίας αναθέτεις σ’ εκείνους οι οποίοι «ξέρουν». Γιατί «είναι άριστοι» και έχουν «καλές σπουδές». Είναι οι «εκλεκτοί» που αξίζουν να διαχειρίζονται τη ζωή των άλλων. Τη ζωή στο σύνολό της, εννοείται, κρατώντας βέβαια (όχι ως πληρωμή, αλλά επειδή μπορούν, απλώς επειδή μπορούν) για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέοντος.
Αν αυτό δεν είναι ύβρις, τότε τι άλλο είναι; Αν αυτό δεν αποτελεί την αρχέκακο αιτία που προκαλεί τη χλεύη, τότε τι άλλο θα μπορούσε να την προκαλέσει;
Θα ήταν λοιπόν πολύ εύκολο να χλευάσεις τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι, βλέπεις, τόση η ευκολία με την οποία ευτελίζει το κορυφαίο αξίωμά του ή καλύτερα τη χρήση της κορυφαίας εντολής που έλαβε από τον ελληνικό λαό, συμπεριφερόμενος σαν να την έλαβε από άλλους δια του ελληνικού λαού, ώστε η χλεύη να συνιστά συναισθηματική άμυνα στα όσα λέει και προπαντός στα όσα πράττει.
Ακόμα και η σιωπή του, όταν συλλαμβάνεται ψευδόμενος, τη χλεύη προκαλεί. Ας θυμηθούμε την καρτουνίστικη οργή από τη θέση του πρωθυπουργού, όταν ως άλλος Κρεμμυδοσουπόν υ Τυρόν με σταυρωμένα χέρια («θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να σκάσω» από το «Ο Αστερίξ στην Ισπανία») αποκαλούσε ψεύτη τον Αλέξη Τσίπρα, σχετικά με τις δηλώσεις Πέτσα, κραυγάζοντας «σας περιμένω, κύριε Τσίπρα». Και όταν ο Αλέξης Τσίπρας απέδειξε των λόγων του το αληθές, ο πρωθυπουργός δεν ζήτησε συγγνώμη από τη θέση του πρωθυπουργού, αλλά το αντιπαρήλθε από… θέσιν ιχθύος.
Αλλ’ όμως, ω του θαύματος: μετ’ ολίγας ημέρας, ο πολλάκις αποδειχθείς ιχθύς μετετράπη σε Καισαρίσκο απαντώντας στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που μάλλον του βγάζει τον χειρότερο εαυτό του, αν βέβαια υποτεθεί ότι υπάρχει και καλύτερος): «Δεν θα σας ακολουθήσω στις ύβρεις, κύριε Τσίπρα, έχω μια χώρα να κυβερνήσω».
Ε, ναι. Είναι πολύ εύκολο να χλευάσεις τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του «σιωπηλού μάρτυρα» που μετατρέπεται σε Κρεμμυδοσουπόν υ Τυρόν και αμέσως μετά σε Καισαρίσκο. Εύκολο και επικίνδυνο.
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι η χλεύη της έπαρσης «έχω μια χώρα να κυβερνήσω». Το πρόβλημα είναι ότι κυβερνάει. Άρα το πρόβλημα βρίσκεται στο πώς κυβερνάει. Αυτό χρειάζεται να δούμε καθαρά για να καταλάβουμε και το «ποιος κυβερνάει αυτή τη χώρα». Δεν είναι μυστήριο. Δεν είναι αναπάντητο ερώτημα, ούτε σιβυλλικό τάχα μου, όπως τα δυσλεξικά παρόμοια του εθνάρχου (τους).
Ένα ερώτημα που ξεκίνησε με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, συνεχίστηκε με πολιτικά και οικονομικά όργια, κορυφώθηκε με την τραγωδία της Χούντας και της Κύπρου και επιστρέφει με πολλαπλασιασμένη λύσσα ορδής, έχει ήδη απαντηθεί και δεν αντιμετωπίζεται με χλεύη.
Γιατί στο μεταξύ η Ελλάδα «κυβερνάται».
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή