Στην τελική τους φάση έχουν περάσει οι διεργασίες μεταξύ των κομμάτων της Κνέσσετ για το σχηματισμό κυβέρνησης και, για πρώτη φορά στην ιστορία, ρυθμιστής των εξελίξεων και “βασιλοποιός” αναδεικνύεται ένα αραβικό κόμμα, η Ενωμένη Αραβική Λίστα, με τον επικεφαλής της, Μανσούρ Αμπάς, να δηλώνει δημόσια ότι, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κόμματα που δείχνουν να έχουν ήδη επιλέξει στρατόπεδο, το κόμμα του παραμένει ανοικτό σε συνεργασία τόσο με το αντι-Μπίμπι μπλοκ, όσο και με τον Δεξιό συνασπισμό του Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
Βέβαια, αυτό δεν είναι και τόσο απλό και εύκολο, ειδικά όταν μιλάμε για ένα σκληρό μεσανατολίτικο παζάρι με επίδικο την κεφαλή του παντοδύναμου πρώην πρωθυπουργού, ο οποίος μόλις χθες έλαβε κλήτευση από δικαστήριο της Ιερουσαλήμ να προσέλθει τη Δευτέρα για να καταθέσει στοιχεία για υποθέσεις διαφθοράς που τον βαρύνουν και, αν δεν καταφέρει να ελέγξει για άλλη μια φορά την Κνέσσετ και την εξουσία, δεν πρόκειται να αποφύγει τη δίκη. Άλλωστε, το Ισραήλ έχει παράδοση στη φυλάκιση πρώην ισχυρών, με τελευταίους συνεχιστές τον πρώην πρόεδρο Μοσέ Κατσάβ και τον πρώην πρωθυπουργό Εχούντ Όλμερτ, που αμφότεροι την προηγούμενη δεκαετία πέρασαν κάμποσα χρόνια σ’ ένα κελί. Και η λαϊκή οργή που έχει συσσωρευτεί για τον αρχηγό του Λικούντ (και ισοδυναμεί με πολιτική πίεση) είναι απείρως μεγαλύτερη.
Κι αν αναρωτιόσαστε πώς είναι δυνατόν να συνυπάρξουν ακροδεξιοί, Άραβες και Ορθόδοξοι όχι μόνο μέσα στην ίδια πρόταση, αλλά και μέσα στην ίδια κυβέρνηση υπό την ομπρέλα του Νετανιάχου, το αξιοσημείωτο είναι πως η δυσκολία σύγκλισης δεν οφείλεται και τόσο στις ιδεολογικές αποκλίσεις. Η πραγματικότητα είναι ότι η τραμπική αντίληψη πως οι σχέσεις Ισραηλινών και Αράβων μπορούν να βελτιωθούν μόνο μέσα από τις “καλές μπίζνες”, αλλά και ο βαθύτατος συντηρητισμός, η πατριαρχία και η αντιLGBT ρητορική είναι ένα ξεκάθαρο κοινό πεδίο μεταξύ των ψηφοφόρων του Λικούντ, των Ορθόδοξων Εβραίων, των Καχανιστών και της Ενωμένης Αραβικής λίστας. Δηλαδή, όλου του σκληροπυρηνικά δεξιού κομματιού της Ισραηλινής κοινωνίας.
Αγκάθια η σύνθεση της κυβέρνησης και η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας
Αντίθετα, ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος του Νετανιάχου είναι άλλος: Ο Μανσούρ Αμπάς γνωρίζει ότι ο αρχηγός του Λικούντ είναι σε αδυναμία και τον έχει ανάγκη για να μην βρεθεί στη φυλακή, και ως εκ τούτου πρόκειται να ζητήσει υπουργεία, θέσεις ευθύνης και μπόλικο χρήμα, ένα σενάριο το οποίο αποτελεί σκληρό ταμπού στη δεξιά μερίδα της Ισραηλινής κοινωνίας και είναι ιστορικά πρωτοφανές. Ακόμα και οι ίδιοι οι βουλευτές και ψηφοφόροι του Λικούντ θεωρείται απίθανο να δεχθούν να βάλουν απλά την υπογραφή τους στο “να πέσουν υπουργεία στα χέρια των Αράβων”, ειδικά όταν γνωρίζουν πως, αν απλά παραμεριστεί ο φθαρμένος Νετανιάχου, τότε η Δεξιά κυβερνητική συμμαχία είναι παραπάνω από προβλέψιμη και εύκολη – και φυσικά χωρίς τη συμμετοχή των Αράβων. Αλλά πως “παραμερίζεις” τον Νετανιάχου; Αυτό κι αν δεν είναι απλό.
Η κατάσταση περιπλέκεται περεταίρω από την επικείμενη εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 9 Ιουνίου. Εδώ, το κλειδί είναι ότι ο ανώτατος πολιτειακός άρχοντας είναι συνταγματικά σε θέση να δώσει “συγχωροχάρτι” στον Νετανιάχου και να τον ξεπλύνει οριστικά από τις περιπέτειές του με τη Δικαιοσύνη. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι ο αρχηγός του Λικούντ θα σχηματίσει κυβέρνηση και θα ορίσει υποψήφιο πρόεδρο της επιλογής του, έχοντας συμφωνήσει με αυτόν ότι μετά την εκλογή του θα απονείμει χάρι στον πρώην πρωθυπουργό. Αλλά ακόμα κι έτσι, η ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου είναι μυστική, οπότε δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Νετανιάχου θα μπορέσει να εξασφαλίσει πως η πλειοψηφία των μελών της Κνέσσετ θα βάλει τη σφραγίδα της σ’ αυτήν την άκομψα προσυμφωνημένη αμνήστευσή του.
Σε δεινή πολιτική θέση
Το ευχάριστο γεγονός, όπως διαμορφώνεται το σκηνικό, είναι ότι, μετά από ένδεκα χρόνια στο θρόνο του, ο (ίσως σύντομα έκπτωτος) “βασιλιάς Μπίμπι” έχει πλέον απέναντί του πολύ περισσότερους εχθρούς παρά συμμάχους. Το Δικαστήριο πλησιάζει. Η επιτυχημένη αντιμετώπιση της πανδημίας δεν τον έσωσε, ούτε και τον αναβάπτισε, όπως έλπιζε. Και τώρα ο Τύπος, οι ορκισμένοι αντίπαλοί του και η πλειοψηφία της κοινής γνώμης τον παρατηρούν με αγωνία για να δουν αν του έχει απομείνει κάποιο τελευταίο εξωφρενικό πολιτικό τρικ, που ξαφνικά θα ανατρέψει το εις βάρος του σκηνικό. Και αυτή δίχως άλλο, είναι μια εξαιρετικά δεινή πολιτική θέση για να βρεθεί κάποιος, που μόλις μέχρι χθες εμφανιζόταν ως εθνοσωτήρας, παντοδύναμος, απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού και αναντικατάστατος.