Macro

J. D. Salinger: Ο φύλακας στη σίκαλη, Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, Εκδόσεις Πατάκη, 2020

Χρόνια μετά δεν ξέρω τι να γράψω γι’ αυτό το βιβλίο. Να, τώρα το κρατάω στα χέρια μου συγκινημένη και χαζεύω το ασημί του εξώφυλλο. Ασημί! Σαν περιτύλιγμα δώρου, γιατί δώρο ήταν για μένα έτσι κι αλλιώς. Ενα παράθυρο στην εφηβεία, αυτή που πάντα κουβαλάς μέσα σου και κάτι στη ζωή δεν σ’ αφήνει να την ξεχάσεις.

Ο Χόλντεν του J. D. Salinger με έμαθε να αναρωτιέμαι για θέματα πολύ σημαντικά όπως: πού πάνε οι πάπιες όταν παγώνουν οι λίμνες; Δηλαδή να αναζητώ τρόπους διαφυγής όταν πλακώνουν οι μπόρες, όταν τελειώνουν οι ιδέες και οι διέξοδοι.

Να απαντώ στα «γιατί» που με ρωτάνε ακόμη: «Τα γιατί είναι πολύ μπερδεμένη ιστορία». Ομως αυτό που κυρίως έμαθα από το βιβλίο «Ο φύλακας στη σίκαλη» είναι να αναγνωρίζω τους κάλπηδες.

Αρχικά δεν είχα προσδιορίσει με την υπέροχα εύστοχη λέξη «ΚΑΛΠΗΣ» αυτή τη μεγάλη κατηγορία ανθρώπων. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου την πρώτη φορά -το έχω διαβάσει αρκετές μέχρι τώρα- άρχισα να παρατηρώ τους κάλπηδες, να τους προσδιορίζω. Να αναρωτιέμαι εάν κάλπης γίνεσαι στην πορεία της ζωής σου ή γεννιέσαι έτσι. Μετά κατάλαβα ότι πολλοί από μας έχουμε αυτό το χαρακτηριστικό της… καλποσύνης μέσα μας και στην πορεία της ζωής μας το αναπτύσσουμε, το εξελίσσουμε. Ο κάλπης δεν είναι ορατός με την πρώτη ματιά. Πολλοί από τους κάλπηδες έχουν κρύψει βαθιά μέσα τους τη δηθενιά τους, ακόμη και από τους συγγενείς τους, τους δικούς τους ανθρώπους, τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο κάλπης είναι ο άνθρωπος εμπιστοσύνης που δεν πρέπει ποτέ να εμπιστευθείς, αλλά τον εμπιστεύεσαι με όλη σου την καρδιά.

Προσπαθώντας να αναγνωρίσεις τον κάλπη άνθρωπο γίνεσαι πολλές φορές κι εσύ κάλπης. Λες «σας ευχαριστώ πολύ, κύριε», ενώ θέλεις να πεις «άει στο διάολο, ρε μαλάκα», και μετά προβάρεις στον καθρέφτη σου το χαμόγελο που θα συνοδεύει τις κατάλληλες λέξεις.

Σε τι αναφέρεται ο «Φύλακας στη σίκαλη»; Σε ένα εφηβάκι που ψάχνει τα πατήματά του στη ζωή. Οι κάλπηδες γύρω του τον χαρακτηρίζουν απροσάρμοστο ή προβληματικό, αλλά ο Salinger μιλά μέσα από τον ήρωά του και σου λέει την αλήθεια που βαθιά ξέρεις μέσα σου. Η ζωή είναι απλή, δεν είναι περίτεχνη. Ο έρωτας παραφυλάει στις κούνιες μιας παιδικής χαράς, στην μπάρα ενός μπαρ πριν αυτό ανοίξει, στις όχθες ενός ποταμού όταν μπαίνει η άνοιξη.

Ο πρωταγωνιστής διηγείται αυτό που του συμβαίνει κι αυτό που σκέφτεται. Κανένας εντυπωσιασμός, καμία προσπάθεια ωραιοποίησης των λέξεων ή των προθέσεων προς τον αναγνώστη. Δεν θέλει να είναι αρεστός. Το αντίθετο. Και καταφέρνει να κερδίσει το αναγνωστικό κοινό. Το βιβλίο είναι ένας ύμνος στην αυθεντικότητα της εφηβείας.

Διαβάζω ακόμη και τώρα κριτικές για το γνωστότερο έργο του διάσημου συγγραφέα. Οι περισσότερες αναφέρονται στον νεορεαλισμό και τον μοντέρνο για την εποχή του τρόπο γραφής του.

Ο «Φύλακας στη σίκαλη» ωστόσο οριοθετεί για μένα ακόμη και σήμερα την έννοια της αυθεντικότητας, της γνησιότητας και στον αντίποδα της καλποσύνης. Εκφράζει το απόγειο μιας εφηβείας που νιώθει τα συναισθήματα πιο έντονα, τα χρώματα πιο ζωντανά, τον πόθο πιο ολοκληρωτικό. Μια κορύφωση του «χρόνου» των αισθημάτων πριν από την καθοδική πορεία σε μια άχρονη ισορροπία ωριμότητας.

Γι’ αυτό ακόμη και τώρα ξαναγυρνώ με συγκίνηση στον έφηβο Αμερικανό Χόλντεν που λαμβάνει για δώρο πατίνια του χόκεϊ αντί για αγωνιστικά.

Κι αν εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές αναρωτιέσαι τι κοινό μπορεί να έχει ένας Ελληνας μεσήλικας με όλα αυτά, αναρωτήσου αναγνώστη πόσες φορές απογοητεύτηκες από το λάθος «δώρο» που έλαβες, από τους κάλπηδες που γνώρισες, από τις προσμονές που ματαιώθηκαν και ματαιώνονται ακόμη.

Αλλωστε το αγαπημένο βιβλίο και ο συγγραφέας συνδέονται -νομίζω- με την περίοδο που το πρωτοδιάβασες. Τις μέρες που ακόμη ανακάλυπτες τον κόσμο, τον εαυτό σου και περπατούσες στους δρόμους κάνοντας σχέδια.

Στελλίνα Μαργαριτίδου

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ