Στο κείμενό του, που δημοσιεύτηκε προχθές, ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας τόνιζε τη μεγάλη σημασία της πολιτικής ηγεσίας σε δύσκολους καιρούς φέρνοντας ως παράδειγμα τον ρόλο της στη διαμόρφωση μιας λειτουργικής συνεκτικότητας των σύγχρονων χωρών και στη δημιουργία της εθνικής συνείδησης τον 19ο αιώνα.
Ο ίδιος, ήδη από τη δεκαετία του 1980, είχε προτείνει στους συμπατριώτες του Γερμανούς τη διεκδίκηση ενός «συνταγματικού πατριωτισμού», ο οποίος θα επέτρεπε στη χώρα τους να αποκτήσει υπόσταση έθνους που θα καθορίζεται από πολιτικά και όχι εθνοτικά κριτήρια.
Σήμερα η ηγεσία πολλών -και ίσως των ισχυρότερων- χωρών, με αφορμή το μεταναστευτικό, παλινδρομεί σε θέσεις που χαρακτήρισαν τη μεσοπολεμική περίοδο, όταν η εθνική ταυτότητα οριζόταν αρνητικά, δηλαδή μέσω του αποκλεισμού των ξένων ή γενικότερα των «άλλων». Ετσι φούντωσε ο προϋπάρχων αντισημιτισμός και ο Εβραίος στιγματίστηκε σαν «τοκογλύφος», «τραπεζίτης» ή «Εβραιομπολσεβίκος» και πάντως ως φορέας όλων των αρνητικών χαρακτηριστικών της νεωτερικότητας.
Στις μέρες μας, μέσω της ταύτισης της έννοιας του μουσουλμάνου με τη θρησκεία και την ισλαμική τρομοκρατία, η Ακροδεξιά στην Ευρώπη διαμορφώνει ένα παρόμοιο πλαίσιο αποκλεισμού και η ισλαμοφοβία παίρνει τη θέση του αντισημιτισμού, ο οποίος σε όλες τις χώρες φθίνει ιστορικά.
Ο Εντσο Τραβέρσο -ίσως ο σημαντικότερος εν ζωή ιστορικός- στο βιβλίο του (με τη μορφή συνομιλίας με τον Ρεζίς Μεϊράν) «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017) τονίζει ότι όταν η Δεξιά μιλά για «ταυτότητα», στην πραγματικότητα μιλά για «ταυτοποίηση», «δηλαδή για τις πολιτικές κοινωνικού ελέγχου που υιοθετήθηκαν από τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη: έλεγχος της ροής των πληθυσμών και των εσωτερικών μεταναστεύσεων, φακέλωμα των ξένων, των κακοποιών και των ανατρεπτικών στοιχείων». Αυτή η ταυτοποίηση, μας λέει, είναι μια πλευρά «εκείνου που ο Φουκό ονομάζει έλευση της βιοπολιτικής εξουσίας».
Ο Τραβέρσο χαρακτηρίζει τις περισσότερες από τις Ακροδεξιές της Ευρώπης ως «μεταφασισμό», θέλοντας να καταδείξει ένα φαινόμενο σε μετάβαση, το οποίο δεν έχει διαμορφωθεί πλήρως ακόμα. Ωστόσο τόσο σε πολιτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο διαφοροποιούνται σαφώς από τις νεοφασιστικές οργανώσεις, οι οποίες θέλουν ξεκάθαρα να αναβιώσουν τον φασισμό ή τον ναζισμό του Μεσοπολέμου.
Οι «μεταφασίστες», για να πετύχουν τον στόχο τους, παρουσιάζουν μεταλλάξεις τόσο στη γλώσσα όσο και στην πολιτική και την επικοινωνία τους και προσαρμόζονται έτσι ώστε να καλύψουν το κενό που άφησαν οι αριστερές ουτοπίες του 20ού αιώνα. Ως παράδειγμα ο Τραβέρσο φέρνει τη Μαρίν Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας.
Το βιβλίο αυτό θα πρέπει να το διαβάσουμε σε συνδυασμό με εκείνο του δημοσιογράφου Ραφαέλ Γκλικσμάν, «Εναντίον της αντιδραστικής σκέψης» (εκδόσεις Πόλις, 2018), στο οποίο αναλύει τη γενεαλογία της μετάλλαξης των δεξιών και αντιδραστικών ιδεών.
Η παλιά γενιά των διανοουμένων, όπως ο θαρραλέος Χάμπερμας, εξαντλεί την ανάλυσή της στη νοσταλγία μιας ιδανικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία χάθηκε για πάντα στα παγωμένα νερά του νεοφιλελευθερισμού. Η νέα γενιά, όπως ο Τραβέρσο και ο Γκλικσμάν, ψηλαφούν τους νέους δρόμους που πρέπει να ακολουθήσουν οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις απέναντι σε μια μεταλλαγμένη Δεξιά-Ακροδεξιά, άκρως επικίνδυνη για την Ευρώπη και τον κόσμο.
Μένει στην Αριστερά να κάνει την αυτοκριτική της και να αναλάβει την πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση ενός νέου οράματος για τον 21ο αιώνα. Μπορεί;
Τάσος Τσακίρογλου
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών