Macro

Ιωσήφ Σινιγάλιας: Βιομηχανοποίηση ή κλείσιμο, η μέγγενη του αγροτικού τομέα

Πρόσφατη μελέτη του ευρωπαϊκού γραφείου της Greenpeace [1], «Η κρίση των Ευρωπαίων αγροτών», διαπιστώνει ότι οι αγρότες εξωθούνται στην εντατικοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών, υιοθετώντας συχνά βλαπτικές περιβαλλοντικές πρακτικές, ή εξαναγκάζονται να αποχωρήσουν από το επάγγελμα.
 
Η μελέτη υπογραμμίζει ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες (κυρίως μικρές οικογενειακές μονάδες) και των μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων που επωφελούνται από τις μεγαλύτερες επιδοτήσεις και την υψηλή κερδοφορία.
 
Τους πρώτους μήνες του 2024 υπήρξε ένα κύμα από διαμαρτυρίες αγροτών σε όλη την Ευρώπη. Τα περισσότερα από τα ζητήματα που αναδείχθηκαν από τους αγρότες αφορούσαν κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες και χαμηλό εισόδημα. Ισχυρές ομάδες συμφερόντων, συντηρητικοί και ακραίοι δεξιοί πολιτικοί, άρπαξαν την ευκαιρία και μετέτρεψαν τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς της ΕΕ στον αποδιοπομπαίο τράγο αυτών των ζητημάτων. Τους μήνες που ακολούθησαν τις διαμαρτυρίες, οι πολιτικοί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και τις εθνικές κυβερνήσεις κατάφεραν να καταργήσουν τα σχέδια για τη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων, τη βελτίωση της ευζωίας των ζώων, τη βελτίωση των προτύπων προστασίας της φύσης στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), και παραλίγο να καταφέρουν να παγώσουν τα σχέδια της ΕΕ για την αποκατάσταση της φύσης (restoration law). Εν τω μεταξύ, η ΕΕ απέτυχε να υιοθετήσει οποιαδήποτε σημαντική πολιτική στα πλαίσια της βιώσιμης διατροφικής στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιάτο». H πολιτική αυτή απόστρεψε την προσοχή από κρίσιμα ζητήματα που τέθηκαν από τους αγρότες, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης.
 
Η μελέτη αναδεικνύει τις μακροοικονομικές τάσεις στο τοπίο της γεωργίας της ΕΕ, εξετάζοντας τις κατηγορίες αγροκτημάτων ανάλογα με την οικονομική τους απόδοση.
 
Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι το τρέχον αγροδιατροφικό σύστημα αναγκάζει τους αγρότες να βιομηχανοποιηθούν και να αυξήσουν την παραγωγή, προκειμένου να παραμείνουν στο επάγγελμα, εξωθώντας πολλούς αγρότες μικρής κλίμακας να σταματήσουν τη δραστηριότητά τους. Αυτός ο φαύλος κύκλος μειώνει τις ευκαιρίες απασχόλησης και τους βιοτικούς πόρους στην ύπαιθρο, συντηρώντας την άνιση κατανομή των δημόσιων επιδοτήσεων, που απευθύνονται στα μεγάλα αγροκτήματα, και την πολιτική αποτυχία στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων.
 
Η πίεση προς τους αγρότες να βιομηχανοποιηθούν ή να αποσυρθούν δεν ακολουθείται από τη ρύθμιση της αγοραστικής ισχύος των μεγάλων λιανεμπόρων και των εφοδιαστικών εταιρειών τροφίμων, που επιβάλλουν χαμηλές τιμές στους αγρότες για την παραγωγή τους, συντηρώντας την άνιση κατανομή των κερδών.
 
Από το 2007 έως το 2022, ο αριθμός των μεγάλων αγροκτημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (με τζίρο άνω των 250.000 ευρώ ετησίως), αυξήθηκε κατά 56%, ενώ αυτός των μικρών εκμεταλλεύσεων (με τζίρο κάτω των 50.000 ευρώ ετησίως) μειώθηκε κατά 44%. Η απώλεια σχεδόν δύο εκατομμυρίων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και 3,8 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας υποδηλώνει ότι το μοντέλο μικρής, οικογενειακής γεωργίας είναι σε κρίση, παρότι τα 2/3 των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ εξακολουθούν να είναι εκμεταλλεύσεις μικρής κλίμακας. Ταυτόχρονα, μόλις 306.000 περισσότερα άτομα προσλήφθηκαν από μεγάλες εταιρείες, ενώ συνολικά το ποσοστό απασχόλησης στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκε κατά -38%.
 
Από τη μελέτη προκύπτει επίσης ότι, όσον αφορά τις επιδοτήσεις, οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις (οι οποίες αποτελούν μόνο το 8% των πιο παραγωγικών εκμεταλλεύσεων) λαμβάνουν το 37% των επιδοτήσεων της ΚΑΠ, με το μέσο εισόδημά τους να αυξάνεται κατά 84% στα τελευταία 15 χρόνια.
 
Όσον αφορά την Ελλάδα, το βάρος της γεωργίας, κτηνοτροφίας, αλιείας στο ελληνικο ΑΕΠ αναδεικνύει τη συνεχή και σταθερή απομείωσή της: το ποσοστό συμμέτοχης της στη διαμόρφωσή του ΑΕΠ μειώνεται στο μισό, περνώντας από το 7,3% το 1995 στο 3,8% το 2022.
 
Μεταξύ 2007 και 2022, η χώρα μας έχασε το 31% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της. Η μείωση αφορά κυρίως τις εκμεταλλεύσεις μικρής κλίμακας, οι οποίες μειώθηκαν κατά 37%, παραμένοντας, όμως, η ραχοκοκαλιά της ελληνικής γεωργίας, αντιπροσωπεύοντας το 88% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.
 
Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των μεσαίας – μεγάλης κλίμακας γεωργικών εκμεταλλεύσεων (αντιπροσωπεύουν μόνο το 12% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων) λαμβάνει σχεδόν το 34% των άμεσων επιδοτήσεων της ΚΑΠ. Ο αριθμός των μονάδων αυτής της κατηγορίας αυξήθηκε κατά 59% και ο όγκος παραγωγής τους κατά 70%.
 
Η παραγωγή των μικρών επιχειρήσεων, από την άλλη πλευρά, μειώθηκε κατά 42%. Συνολικά στην Ελλάδα το άθροισμα των μονάδων εργασίας ανά έτος στη γεωργία σημείωσε μείωση κατά 34%. Από αυτές τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν, το 53% αφορούσε μικρές επιχειρήσεις.
 
«Τα στοιχεία της έκθεσής μας δείχνουν πως γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διαχειριστείς ένα μικρό αγρόκτημα και να κερδίσεις τα προς το ζην: είτε παράγεις πολύ μεγάλες ποσότητες, είτε οδηγείσαι στη χρεοκοπία», παρατηρεί η Simona Savini, της Greenpeace Ιταλίας. «Οι μικρής κλίμακας γεωργικές εκμεταλλεύσεις κινδυνεύουν να εξαφανιστούν και μαζί τους οι θέσεις εργασίας και τα οφέλη για τις αγροτικές κοινότητες. Από την άλλη, αυξάνεται η πίεση στους γεωργούς να αυξήσουν την παραγωγή, μεταξύ άλλων μέσω πιο εντατικών πρακτικών που επιβαρύνουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, με συνέπειες που συχνά είναι επιβλαβείς για την υγεία των γεωργικών εδαφών και τη διαθεσιμότητα βασικών πόρων όπως το νερό. Αντί να κατηγορούν τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, τα οποία αποτελούν πολύτιμους συμμάχους για την υγιή γεωργία, οι εθνικές κυβερνήσεις και η ΕΕ θα πρέπει να σταματήσουν να χρηματοδοτούν μεγάλες εντατικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις και να στηρίξουν τους αγρότες που αγωνίζονται να επιβιώσουν και θέλουν να συμβάλουν στην αποκατάσταση της φύσης».
 
Σε αυτή την πορεία οι δομικές αναδιατάξεις του κλάδου δεν καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν τη συνολική υποχώρηση. Σε ένα περιβάλλον εφαρμογής φιλελευθέρων πολιτικών παραγωγικής εντατικοποίησης και συγκέντρωσης κεφαλαίου, με καταγεγραμμένες τις βλάβες και τις ζημιές σ’ ένα παραδοσιακό κλάδο, όπου τα παραγόμενα προϊόντα χαρακτηρίζουν η εντοπιότητα των παραγωγών, η αντίληψη του τοπίου, της φύσης και της αγροτικής εργασίας, προστίθενται σοβαρά προβλήματα στην ανασύνταξη του κλάδου.
 
 
Σημείωση:
 
1. www.biomixanopoiisi-i-kleisimo_farming-report%20
 
Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας είναι μηχανολόγος μηχανικός.