Macro

Ιωσήφ Σινιγάλιας: Το νέο ΕΣΕΚ σε άλλο περιβάλλον και άλλο κλίμα

Η δεξιά στροφή που διαφαινόταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών, καταγράφηκε αρχικά σαν καθυστέρηση και αναβολή εφαρμογής συγκεκριμένων περιβαλλοντικών προγραμμάτων (restoration nature – green houses κ.λπ.), καθώς και λεκτικές αρχικά, και αργότερα ουσιαστικά, μετακινήσεις πόρων από την πράσινη μετάβαση στην αντίστοιχη των πολεμικών εξοπλισμών.
 
Η σύνθεση της νέας Κομισιόν με τη μαγική μπαγκέτα του ανείδωτου Ντράγκι των μεταβατικών εποχών, καλείται να προσδώσει στο green deal την επιβαλλομένη εκ των νέων πολιτικών ισορροπιών, «ανταγωνιστική και βιομηχανική» διάσταση, σε βάρος, της οποίας κοινωνικά δίκαιης μετάβασης, που ως γνωστόν, η ανταγωνιστικότητα δεν είναι απαραίτητα το κύριο χαρακτηριστικό της…
 
 
Σε αυτό το νέο σενάριο, ήταν αναμενόμενο οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών να χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία των καθυστερήσεων των ΕΣΕΚ για να προσαρμόσουν τους νέους στόχους και πρακτικές σε ένα νέο περιβάλλον που οι προτεραιότητες προσαρμόσθηκαν στις νέες στρατηγικές: από την κλιματοκεντρικότητα στην ενεργειακή ασφάλεια και επιλεκτική εξάρτηση/απεξάρτηση.
 
Μόνο τέσσερις από τις 27 κυβερνήσεις της ΕΕ τήρησαν την προθεσμία (Ιούνιος) για να υποβάλουν τα ΕΣΕΚ μείωσης των εκπομπών ΑτΘ 2030-2050. Η Ελλάδα θα καταθέσει το αναθεωρημένο σχέδιο τον επόμενο μήνα.
 
Η καθυστέρηση είναι το δεύτερο συνεχόμενο «ολίσθημα» στη διαδικασία έγκρισης. Τα προσχέδια που είχαν υποβληθεί στα τέλη της περασμένης χρονιάς επεστράφησαν για «διορθώσεις», σε όλες τις χώρες, γιατί κρίθηκαν ανεπαρκή προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης, τουλάχιστον, στο 55% το 2030 των εκπομπών της ΕΕ, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 (οι εκπομπές ΑτΘ στην ΕΕ μειωθήκαν κατά -38,7% την περίοδο 1990-2022).
 
Στα όσα καθυστερημένα σχέδια έχουν μέχρι σήμερα υποβληθεί, επικρέμαται η βάσιμη απειλή, οι νέες δεξιόστροφες κυβερνήσεις να ακυρώσουν ή να μεταβάλουν προς το δυσμενέστερο, τις κλιματικές δεσμεύσεις.
 
Οι συνεχιζόμενες καθυστερήσεις και οι ανεπάρκειες των σχεδίων, προειδοποιούν οι ακτιβιστές για το κλίμα, θέτουν σε κίνδυνο την Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ – και τη δυνατότητα των διεθνών κλιματικών δεσμεύσεων της ΕΕ.
 
Τα ΕΣΕΚ έχουν ως βασικό στόχο να επιβάλουν τη νομοθεσία της ΕΕ για το κλίμα σε εθνικό επίπεδο, διασφαλίζοντας την υλοποίηση των πρόσφατα εγκριθέντων στόχων, όπως ποσοστό 42,5% διείσδυσης ΑΠΕ και τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 11,7% έως το 2030. Από τα προσχέδια προκύπτει ότι ο πρώτος στόχος δεν ξεπερνά το 39% και ο δεύτερος το 8,8%…
 
 
Το ελληνικό αναθεωρημένο ΕΣΕΚ
 
 
Ο σχολιασμός του τελευταίου αναθεωρημένου και σε επεξεργασία ΕΣΕΚ θα πρέπει να συνεκτιμηθεί τόσο με τις προγενέστερές εκδόσεις (Φεβρουάριος και Νοέμβριος του 2023), όσο με τον υποβληθέντα στην Κομισιόν, από το 2020, οδικό χάρτη για την επίτευξη του στόχου μηδενισμού των εκπομπών ΑτΘ το 2050 (Long Term Strategy 2050).
 
Ο οδικός χάρτης βασίζεται σε δυο εναλλακτικά σενάρια: α) δραστική εξοικονόμηση της ενέργειας – Energy Efficiency EE (τελική κατανάλωση ΚΤΕ 123,3 ΤWh το 2050, ΑΠΕ 39 GW για την παραγωγή 95,8 TWh εκ των οποιων 72,1 TWh στην ηλεκτροπαραγωγή) και β) New Energy Carriers ΝC βασισμένο στη σημαντική αύξηση των ΑΠΕ (71 GW για παραγωγή 169,6 TWh πέραν της κάλυψης για τις ανάγκες της ηλεκτροπαραγωγής 67,4 TWh).
 
Προκύπτει ότι όλες οι εκδόσεις ΕΣΕΚ τείνουν να συμπλεύσουν με τη στρατηγική του σεναρίου β, δηλαδή έμφαση όχι τόσο στην εξοικονόμηση ενέργειας, προς χάρη της πολύ μεγαλύτερης εγκατάστασης ΑΠΕ.
 
Κατά τον καθηγητή Δ. Λάλλα[1] «επιλέχτηκε στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ η μείωση της εξοικονόμησης αλλά και των ΑΠΕ, μειώνοντας έτσι πιθανά περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη».
 
Αναλυτικότερα, ο στόχος της συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας καθορίζεται στο επίπεδο του 44%. Αντίστοιχα, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή σχεδιάζεται να φτάσει στο 78% (στο αρχικό ΕΣΕΚ στις αρχές του έτους, η συμμετοχή των ΑΠΕ προβλεπόταν να είναι στο 45% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας και στο 80% στην ηλεκτροπαραγωγή).
 
Όσον αφορά τα φωτοβολταϊκά που θα βρίσκονται σε λειτουργία στο τέλος της δεκαετίας αυτός καθορίζεται στα 13,4 GW από 13,1 GW τον Ιανουάριο. Αυξημένη αντίθετα είναι η φιλοδοξία για τα χερσαία αιολικά, με την εγκατεστημένη ισχύ τους να καθορίζεται στα 7,6 GW (από 7 GW).
 
Μειωμένος είναι επίσης ο στόχος για τα offshore αιολικά, καθώς προβλέπεται ότι το 2030 η εγκατεστημένη ισχύς τους θα είναι 1,9 GW (από 2,7 GW). Oι πρώτες Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων (ΠΟΑΥΑΠ), στις οποίες θα εγκατασταθούν τα πρώτα πάρκα, θα καθοριστούν με Προεδρικό Διάταγμα ως το τέλος 2024.
 
Η ισχύς των υπόλοιπων τεχνολογιών ΑΠΕ παραμένει σταθερή, στα 800 Μεγαβάτ. Ως συνέπεια, το «πράσινο» χαρτοφυλάκιο αναμένεται να ανέρχεται στα 13,5 GW (από 14,7 GW που προέβλεπε η παρουσίαση του Ιανουαρίου). Επίσης, η εγκατεστημένη ισχύς υδροηλεκτρικών το 2030 τοποθετείται στα 3,8 GW (από 4 GW τον Ιανουάριο), αυξημένη κατά 700 Μεγαβάτ. Προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο στόχος είναι, καταρχάς, η ολοκλήρωση κατασκευής και θέση σε λειτουργία του υδροηλεκτρικού Μεσοχώρια (160 MW) και της μονάδας στο Μετσοβίτικο (29 MW). Τα 700 Μεγαβάτ νέας υδροηλεκτρικής ισχύος θα συμπληρωθούν από την κατασκευή και θέση σε λειτουργία άλλων μεγάλων μονάδων, όπως του υδροηλεκτρικού Αυλακίου, εγκατεστημένης ισχύος 83,6 – 100 MW, και άλλων μικρότερων υδροηλεκτρικών έργων, η εγκατεστημένη ισχύς των οποίων εκτιμάται στα 513 Μεγαβάτ.
 
Τροποποιήσεις έχουν γίνει στο νέο ΕΣΕΚ και σε ό,τι αφορά στη διείσδυση της αποθήκευσης ενέργειας, καθώς προβλέπεται ότι μέχρι το 2030 θα βρίσκεται σε λειτουργία ένα χαρτοφυλάκιο συνολικής ισχύος 5,3 GW, από 8,1 GW τον Ιανουάριο.
 
Μείωση καταγράφεται και στην εγκαταστημένη ισχύ των μπαταριών, η ισχύς των οποίων για το 2030 καθορίζεται στα 3,1 GW (από 5,6 GW).
 
Αναπροσαρμογή προς τα κάτω γίνεται και στις μονάδες αντλησιοταμίευσης, που καθορίζονται στα 2,2 GW το 2030 (από 2,5 GW).
 
Διαφορετική αντιμετώπιση γίνεται στις μονάδες φυσικού αέριου. Στα 7,7 GW ανακαθορίζεται η συνολική εγκατεστημένη ισχύς στο τέλος της 10ετίας (από 7 GW), με τις λιγνιτικές μονάδες να έχουν αποσυρθεί στο σύνολό τους, μέχρι το 2030 και την «Πτολεμαΐδα 5» να αποσύρεται δύο χρόνια νωρίτερα. Δύο νέες μονάδες φυσικού αερίου προβλέπει το νέο ΕΣΕΚ, προκαλώντας ερωτηματικά σε ό,τι αφορά την οικονομική βιωσιμότητα τους.
 
 
Εξορύξεις και πυρηνική ενέργεια
 
 
Κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης έγιναν 366 παρεμβάσεις και πρέπει να υπογραμμιστεί η υπενθύμιση/εμμονή τμήματος των εμπλεκομένων φορέων στο θέμα των εγχωρίων εξορύξεων ορυκτών καυσίμων, για τις οποίες, ενώ από το κείμενο διαφαίνεται η αντίληψη ότι συνιστούν άξονα της ενεργειακής πολιτικής για την επόμενη περίοδο, το ΙΕΝΕ[2] διαμαρτύρεται ότι «δεν διευκρινίζεται πώς ακριβώς αποτελεί ενεργειακό άξονα αφού δεν αναλύεται καθόλου αλλά και πώς τελικά ενσωματώνεται στο ευρύτερο πλαίσιο αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πηγών».
 
Αντίστοιχη θέση έχει ο ίδιος φορέας (ΙΕΝΕ) για την πυρηνική ενέργεια: «Δεν γίνεται κάποια αναφορά για επανεκτίμηση αυτής της τόσο σημαντικής πηγής ηλεκτρισμού. Η τεχνολογία των μικρών αρθρωτών πυρηνικών αντιδραστήρων (Small Modular Reactors – SMRs) προωθείται επίσημα από την ΕΕ, ενώ δεν είναι λίγες οι χώρες στην περιοχή μας που σκέφτονται να επενδύσουν…», αποσιωπώντας ότι το κόστος της κιλοβατώρας αυτής της πηγής είναι μεγαλύτερο από τις ΑΠΕ!
 
 
Συμπέρασμα
 
 
Από τα αναλυτικά στοιχεία του ΕΣΕΚ24 προκύπτει ότι το 2050 η χώρα δεν θα μπορέσει να είναι κλιματικά ουδέτερη! Η απόκλιση από τον διακηρυγμένο στόχο μείωσής κατά 100% το 2050, στο ΣΕΚΛ23 πέρασε στο 99,2% (απόκλιση 0,8%) με μεταβολή στο αναθεωρημένο σημερινό 97.5% (απόκλιση 2.5).
 
Επιπροσθέτως η Ευρωπαϊκή Επιστημονική Συμβουλευτική Επιτροπή πρότεινε τη θέσπιση για το 2040, ενδιάμεσου στόχου μείωσης των εκπομπών κατά 90-95%. Το ΕΣΕΚ24 στοχεύσει μόνο κατά 80%, χειροτερεύοντας στις αντίστοιχες προβλέψεις του προγενέστερου ΕΣΕΚ23!
 
 
Σημειώσεις:
 
1. Επιστημονικός Συνεργάτης ΕΑΑ
 
2. ΙΕΝΕ: Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης
 
Ιωσήφ Σινιγάλιας