ιωσήφ

Ιωσήφ Σινιγάλιας: Η πράσινη μετάβαση στην παγίδα της ανταγωνιστικότητας

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επιδείξει σημαντική ικανότητα στο να δίνει εσπευσμένες απαντήσεις και να ικανοποίει τα αιτήματα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά προέρχονται από τις ισχυρές επιχειρησιακές ενώσεις και ικανοποιούν γεωπολιτικές επιλογές και δεσμεύσεις.
 
Μέσα σε λίγες ημέρες εντόπισε πόρους και ανακοίνωσε ένα φαραωνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα πολεμικών εξοπλισμών «ReArmEu» ύψους 800 δισ., αφού λίγες ημέρες νωρίτερα «νέρωσε» την πράσινη συμφωνία (Green Deal), προσφέροντας οικονομική στήριξη ύψους 100 δισ. στους μεγαλύτερους ρυπαντές της Ευρώπης, τη χημική βιομηχανία, που ζητούσαν επίμονα ενισχύσεις για να βελτιώσουν την «ανταγωνιστικότητα» τους, δηλαδή την «εξαγορά» της συνέχισης των ρυπαντικών πρακτικών με παραπέτασμα πρασινίσματος (greenwashing).
 
Αυτές τις μέρες στις Βρυξέλλες οι ανακοινώσεις ακολουθούν η μία την άλλη. Μετά το «ReArmEu», ακολούθησε η συμφωνία για μια «καθαρή» βιομηχανική πολιτική (CleanIndustrialDeal) που παρουσίασαν πριν από λίγες ημέρες οι αρμόδιοι επίτροποι, με στόχο την υλοποίηση της Πράσινης Συμφωνίας με τη στήριξη των επιχειρήσεων, ιδίως των ενεργοβόρων και των εξειδικευμένων στην «καθαρή τεχνολογία», με ad hoc κίνητρα και μείωση λογαριασμών ενέργειας.
 
Και τα δυο είναι προγράμματα που περιλαμβάνουν τεράστιες δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες και επενδύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για το ίδιο ποσό, 800 δισ. ευρώ, τόσο για το πρόγραμμα RearmEu όσο και για το πρόγραμμα διασφάλισης μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, όπως προβλέπεται στην έκθεση Ντράγκι.
 
Το σχέδιο ReArmEu στηρίζεται σε τρεις άξονες συγκρότησης μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, η οποία είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον απλό επανεξοπλισμό 27 εθνικών στρατών:
 
– αναστολή ισχύος του Συμφώνου Σταθερότητας για τις αμυντικές δαπάνες, σε εθνικό επίπεδο (με μέση αύξηση 1,5% των δαπανών, θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος 650 δισ. ευρώ για την αγορά όπλων).
 
– δάνεια για αμυντικές δαπάνες που θα χρηματοδοτηθεί με κεφάλαια από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, εγγυημένα από την ΕΕ, ύψους 150 δισ.
 
– διάθεση πόρων από τα Ταμεία Συνοχής για στρατιωτικές δαπάνες.
 
Να σημειωθεί ότι οι δαπάνες για εξοπλισμούς έχουν εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια και ότι, αντίθετα με ό,τι λέγεται, οι χώρες της ΕΕ δαπανούν μεγάλα ποσά με άσχημο τρόπο. Πριν δεσμευτούν τεράστιοι πόροι θα πρέπει να αξιολογηθεί αναλυτικά το τι πραγματικά χρειάζεται, αντι να το επιβάλει η ισχυρή πολεμική βιομηχανία.
 
«Ανταγωνισμός» για την Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία
 
Ανάλογη «βιασύνη» άμεσης δράσης για την εξασφάλιση πόρων, που θα αντληθούν από τη χρηματαγορά με εγγύηση «Made in EU», για τον περιορισμό των πολιτικών που στοχεύουν στη μείωση των περιφερικών ανισοτήτων, δεν συναντάμε στην περίπτωση της Καθαρής Βιομηχανικής Συμφωνίας (CleanIndustrialDeal), για την οποία προβλέπεται η δημιουργία ταμείου 100 δισ., χωρίς όμως να αναζητείται κανένα κοινό χρηματοδοτικό μέσο ικανό να αυξήσει τον περιορισμένο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, ο οποίος αντιπροσωπεύει μόλις το 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, για τη διευκόλυνση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων στη διττή πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
 
Τα 100 δισ. ευρώ για τη στήριξη της βιομηχανικής απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές και του κόστους εξηλεκτρισμού είναι, ως επί το πλείστον, υφιστάμενοι πόροι: το Ταμείο Καινοτομίας (περίπου 20 δισ. ευρώ), εθελοντικές συνεισφορές από τα κράτη μέλη (30 δισ. ευρώ), πρόσθετα έσοδα από τμήματα του ΣΕΔΕ[1] (33 δισ. ευρώ) και η ανακατεύθυνση πόρων του InvestEU (2,5 δισ. ευρώ).
 
Η Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία και το Σχέδιο Δράσης για Προσιτή Ενέργεια δημοσιεύθηκαν την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου μαζί με το λεγόμενο Omnibus1, και αναμένονταν με ανυπομονησία τόσο από τις ενώσεις των βιομήχανων, όσο και όσων επιδιώκουν να διαλύσουν την Πράσινη Συμφωνία, με την ψευδαίσθηση ότι, επιμένοντας στα ορυκτά καύσιμα, μπορούν να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί, καθώς και από τους βιομηχανικούς παραγωγούς που έχουν ήδη επενδύσει στην πράσινη μετάβαση.
 
Η Επιτροπή προτείνει την ανάληψη δράσης βάσει έξι παραγόντων που «επιτρέπουν» μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα:
 
α) μείωση των τιμών της ενέργειας, β) αύξηση της ζήτησης για πράσινα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Ευρώπη, γ) κυκλική οικονομία, δ) επανεξέταση των δημόσιων συμβάσεων, ε) νέο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων, στ) σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων. Μια θετική πτυχή της Συμφωνίας είναι ότι δίνει προτεραιότητα κυρίως σε επενδύσεις σε υφιστάμενες καθαρές τεχνολογίες, ιδίως ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και στην ενεργειακή απόδοση, και όχι σε εκείνες που θα επιβραδύνουν πραγματικά τη μετάβαση, επειδή δεν θα είναι διαθέσιμες και αποδοτικές για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. «καθαρή» πυρηνική ενέργεια, CCUS[2] ή υδρογόνο χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών).
 
Διαφοροποιήσεις στη στρατηγική
 
Πολλές κυβερνήσεις κρατών – μελών και πολιτικές παρατάξεις στο ευρωκοινοβούλιο έχουν διακριτές και έντονα διαφοροποιημένες θέσεις για την πορεία της πράσινης μετάβασης. Η μεταξύ τους αντιπαράθεση έχει να κάνει με το τι θα πρέπει να θεωρηθεί στρατηγικό για το μέλλον και ποιες βιομηχανίες θα πρέπει να βοηθηθούν περισσότερο στη μετάβασή τους και σε βάρος ποιου. Στην αντιπαράθεση σκοπίμως συγχέεται η σημασία ήδη δοκιμασμένων, λειτουργικών τεχνολογικών λύσεων όπως οι ΑΠΕ, οι αντλίες θερμότητας, τα δίκτυα και οι τεχνολογίες για την ενεργειακή απόδοση, με άλλες αμφίβολης απόδοσης, περιβαλλοντικά προβληματικών και υψηλού κόστους (αν φτάσουν ποτέ σε εμπορική κλίμακα), όπως η τεχνολογία CCS, το υδρογόνο χαμηλών εκπομπών άνθρακα ή η πυρηνική ενέργεια.
 
Επιπλέον, η πρόταση της Επιτροπής δεν θίγει το ζήτημα της αποσύνδεσης της τιμής του φυσικού αερίου από την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας: θεωρεί ότι είναι κυρίως ευθύνη των κρατών – μελών να ενεργούν για τη διαμόρφωση των τιμών, ιδίως μέσω του φορολογικού μηχανισμού και των επιδοτήσεων, ανοίγοντας τον δρόμο για μια μεταρρύθμιση των κρατικών ενισχύσεων που θα μπορούσε να αποτελέσει περαιτέρω ώθηση στην εθνικοποίηση των βιομηχανικών πολιτικών, ενισχύοντας τις ανισορροπίες μεταξύ των κρατών που μπορούν να στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους και εκείνων που δεν έχουν τον δημοσιονομικό χώρο για να το πράξουν.
 
Το θέμα της ρύπανσης και της απώλειας βιοποικιλότητας απουσιάζουν παντελώς στη Συμφωνία και η κυκλικότητα παραμένει ξεχωριστός τομέας, αποσυνδεδεμένος από την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές. Πάνω απ’ όλα, υπάρχει πλήρης έλλειψη ενός πλαισίου συμμετοχικής διακυβέρνησης για αυτό το «επιχειρηματικό σχέδιο μετασχηματισμού» που θα βοηθούσε στη διασφάλιση μιας κοινωνικά δίκαιης και ισότιμης μετάβασης.
 
Διάλογος με τη μία πλευρά…
 
Ο διάλογος που υποσχέθηκε η πρόεδρος της Επιτροπής στην αρχή της θητείας της, έχει, μέχρι στιγμής, πραγματοποιηθεί μόνο με ενεργοβόρες εταιρείες και με τους κλάδους που εξαρτώνται περισσότερο από τα ορυκτά καύσιμα, όπως τα χημικά. Η φον ντερ Λάιεν έσπευσε να μιλήσει με 450 διευθύνοντες συμβούλους που συγκεντρώθηκαν στην Αμβέρσα την ίδια ημέρα με την παρουσίαση του σχεδίου, αλλά στα πέντε χρόνια της θητείας δεν έχει δεχτεί ποτέ περιβαλλοντικές ΜΚΟ. Το ίδιο συμβαίνει και με το σχέδιο για την αυτοκινητοβιομηχανία και τον χάλυβα, για το οποίο ζητήθηκε, μόνο η γνώμη των εταιρειών.
 
Το ποιο ανησυχητικο είναι ότι, μαζί με την Καθαρή Βιομηχανική Συμφωνία και την επαναλαμβανόμενη πίστη στους στόχους της κλιματικής ουδετερότητας, η Επιτροπή παρουσίασε επίσης τη λεγόμενη Omnibus 1, μια πρόταση για την απλούστευση διαδικασιών και τελικά, την αποδόμηση της οδηγίας για απολογιστική αναφορά των περιβαλλοντικών δράσεων, καθώς και της οδηγίας περί «οφειλόμενης επιμέλειας» (due diligence), που έχουν ήδη εγκριθεί και εν μέρει τεθεί σε ισχύ, για τις οποίες καταγράφεται ριψοκίνδυνη οπισθοδρόμηση.
 
Δεδομένων των νέων πλειοψηφιών στο ευρωκοινοβούλιο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα επιχειρηθεί να αναδυναμωθεί περαιτέρω το περιεχόμενο της Συμφωνίας. Με δεδομένο ότι η Επιτροπή έχει ήδη υποσχεθεί ένα «διευκολυντικό» για την βιομηχανία Omnibus 2 και 3, είναι σαφές ότι αυτός ο κίνδυνος επικρέμεται και για άλλους σημαντικούς κανονισμούς, που έχουν ήδη εγκριθεί, αρχής γενομένης από εκείνους που αφορούν την ενεργειακή απόδοση.
 
Αλλά μακράν το πιο επείγον ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή σχεδιάζει να επιτύχει αυτούς τους στόχους (μαζί με το RearmEu), αποφεύγοντας την ανάληψη ευθύνης για την πρόταση ένος ευρωπαϊκου σχέδιου χρηματοδότησης και αύξησης του προϋπολογισμού, μαζί με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις διακυβέρνησης, σε εφαρμογή πολιτικών για μεγαλύτερη συνοχή των κρατών – μελών. Προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής αυτονομίας, που ηχηρά διατυμπανίζεται στις μεγαλόστομες διακηρύξεις των τελευταίων ημερών.
 
Σημειώσεις:
 
1. Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών ΕΕ
 
2. Carbon Capture Utilization and Storage (Σύλληψη Εκπομπών, Χρήση και Αποθήκευση)