Macro

Ιωσήφ Σινιγάλιας: Η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μόνο τεχνολογία

Η επικρατούσα αντίληψη θεωρεί ότι η ενεργειακη μετάβαση θα εξυπηρετηθεί κύρια από την τεχνολογία: αν αντικατασταθούν οι σημερινές τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα με τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών (ΑΠΕ) και βελτιωθεί η ενεργειακή απόδοση (π.χ. αντικατάσταση των κεντρικών λεβήτων με αντλίες θερμότητας και αντικατάσταση των κινητήρων εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικούς κ.λπ.) Τα παραπάνω όμως είναι μόνο τεχνολογικές μετατροπές και παραγωγικές προσαρμογές, για να παραμείνει ως έχει το ισχύον παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο.
 
Σε αυτή την «προσαρμοστική υπόθεση» βασίζονται οι προτάσεις και τα σχέδια που περιλαμβάνονται στις επεξεργασίες των θεσμικών φορέων για την ενεργειακη μετάβαση (π.χ. στο νέο ΕΣΕΚ που βρίσκεται σε καθυστερημένη και επιλεκτική διαβούλευση). Προκειμένου να καταστεί δυνατή η απανθρακοποίηση το 2050, προτείνονται πάλι αμφιλεγόμενες και προβληματικές τεχνολογικές λύσεις, όπως η δέσμευση και γεωλογική αποθήκευση (CCS, Carbon Capture and Storage) μέρους του παραγόμενου διοξειδίου του άνθρακα (CO2).
 
 
Η τεχνολογία CCS στοχεύει σε δυο κατευθύνσεις: α) στην αντιμετώπιση, σε ορισμένες βιομηχανικές διεργασίες, της δύσκολης αποφυγής ανθρακούχων εκπομπών β) στη διασφάλιση και τη παραμονή του σημερινού οικονομικού και καταναλωτικού μοντέλου. Η λύση CCS «νομιμοποιεί» τη συνέχιση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων (εξορύξεις, κατανάλωση), μέσω της δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 σε γήινες καταβόθρες!
 
Το πνεύμα που χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό της πράσινης μετάβασης στα κυρίαρχα κέντρα αποφάσεων, είναι η αποκλειστικότητα στη χρήση τεχνολογικών λύσεων, προκειμένου να μην αλλάξει το σημερινό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Ο συνδυασμός CCS και η εγκατάσταση πυρηνικών μονάδων μικρής κλίμακας IV γενιάς βρίσκονται στον πυρήνα του στρατηγικού σχεδιασμού, δηλαδή ενέργεια χωρίς όρια και εκπομπές CO2. Μια μετάβαση χωρίς όρια στην αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας που ενισχύει το μοντέλο της απεριόριστης και διαρκούς αύξησης του ΑΕΠ και την κατασπατάληση των φυσικών πόρων, δηλαδή το οικονομικό και καταναλωτικό μοντέλο που μας οδήγησε στην κλιματική και περιβαλλοντική κρίση.
 
 
Tεχνολογία CCS (δέσμευση και αποθήκευση CO2)
 
Η δέσμευση, αποθήκευση και χρησιμοποίηση του CO2 (CCS – CCUS) συνιστούν τεχνολογίες που αφορούν, κυρίως, βιομηχανικές δραστηριότητες υψηλών εκπομπών, όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με καύση ορυκτών, παραγωγή πλαστικών/τσιμέντου, διυλιστήρια κ.λπ. Οι δεσμευμένες ποσότητες μεταφέρονται σε τοποθεσίες όπου χρησιμοποιούνται για βιομηχανικές διεργασίες ή αποθηκεύονται στη γη.
 
Η τεχνολογία CCS δεν αφαιρεί τον άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Στην καλύτερη περίπτωση, εμποδίζει ορισμένες εκπομπές να διοχετευθούν στην ατμόσφαιρα — υπό την προϋπόθεση ότι τα δεσμευμένα αέρια δεν απελευθερώνονται αργότερα:
 
– Η μεταφορά και αποθήκευση του συμπιεσμένου CO2 περιλαμβάνει ένα δίκτυο αγωγών που συνδέονται με υπόγεια σημεία έγχυσης. Διαρροές και ρήξεις μπορεί να απελευθερώσουν επικίνδυνο αέριο (προκαλεί ασφυξία κ.λπ.), προκαλώντας μόλυνση του πόσιμου νερού και διέγερση πιθανής σεισμικής δραστηριότητας. Αυτοί οι κίνδυνοι ισχύουν για όλες τις τρέχουσες και προτεινόμενες παραλλαγές της τεχνολογίας CCS [«μπλε» ή ανθρακοποιημένο υδρογόνο, βιοενέργεια (BECCS), συστήματα άνθρακα-βιοενέργειας (CBECCS), παραγωγή ενέργειας από απόβλητα (WtE-CCS) και άμεση δέσμευση αέρα (DAC)].
 
– Η CCS δεν συνάδει με τις αρχές της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Οι περιοχές και πληθυσμοί που έχουν επιβαρυνθεί ήδη από την περιβαλλοντική ρύπανση (εξορυκτικά πεδία κ.λπ.), στοχοποιούνται για εγκαταστάσεις. Εγκαταλελειμμένα ορυχεία προορίζονται για χώρους αποθήκευσης/ταφής.
 
– Η τεχνολογία CCS αντί να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα, παρατείνει την εξάρτησή μας από αυτά. Η εφαρμογή τεχνολογίας στις εγκαταστάσεις εκπομπής αερίων θερμοκηπίου επιτρέπει στις εγκαταστάσεις αυτές να συνεχίσουν να λειτουργούν ρυπαίνοντας επ’ αόριστόν. Στην πράξη η CCS, στην καλύτερη περίπτωση, δεσμεύει μόνο ένα κλάσμα των εκπομπών άνθρακα και δεν αντιμετωπίζει άλλη επιβλαβή ρύπανση, όπως τα μικρο-σωματίδια (PM2,5), καθώς και άλλους ρύπους.
 
– Tο μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων CO2 που δεσμεύονται, χρησιμοποιείται για την άντληση περισσότερου πετρελαίου. Σχεδόν όλες oι σημερινές εγκαταστάσεις CCS συνδέονται με τη διαδικασία «ενισχυμένης ανάκτησης πετρελαίου» (EOR – Enhanced Oil Recovery). Στο EOR, το CO2 εκχέεται σε εξαντλημένα υπόγεια κοιτάσματα πετρελαίου, ενισχύοντας έτσι τη συνέχιση των εξορύξεων.
 
– Δεν υπάρχει οικονομική λογική για τη μαζική ανάπτυξη της CCS. Η σύνδεση της τεχνολογίας δέσμευσης άνθρακα σε μια συγκεκριμένη πηγή εκπομπής καθιστά τη λειτουργία της πιο ακριβή αλλά και πιο ενεργοβόρα. Καθώς το κόστος της καθαρής ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, συνεχίζει να μειώνεται κατακόρυφα, οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα γίνονται λιγότερο ανταγωνιστικοί και η προσθήκη σταθμών CCS τους καθιστά ακόμη πιο δαπανηρούς, εκτρέποντας πόρους από μη ρυπογόνες εναλλακτικές λύσεις.
 
– Η τεχνολογία CCS δεν αφαιρεί CO2 από την ατμόσφαιρα, στην καλύτερη περίπτωση, εμποδίζει ορισμένες εκπομπές άνθρακα να εισέλθουν στην ατμόσφαιρα. Τα έργα CCS που έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα είναι πολύ προβληματικά. Για τα πιο γνωστά, τα νορβηγικά υπεράκτια Sleipner και Snøhvit, που λειτουργούν από το 1996 και το 2008 αντίστοιχα, χρειάστηκε να επανεκτιμηθούν προς τα κάτω οι γεωλογικές εκτιμήσεις, μετά την έναρξη των εργασιών, μειώνοντας την πρόβλεψη χωρητικότητας και αυξάνοντάς το κόστος. Ο Grant Hauber της IEFFA σε πρόσφατη μελετη αναρωτιέται εάν «έχει ο κόσμος την τεχνική ικανότητα, την εξουσία της ρυθμιστικής εποπτείας και τη δέσμευση πολλών δεκαετιών κεφαλαίου και πόρων που απαιτούνται για να κρατήσει το CO2 εγκλωβισμένο με ασφάλεια». Οι ισχύοντες κανονισμοί (π.χ. των ΗΠΑ) απαιτούν διάρκεια αποθήκευσης CO2 μόνο για 50 χρόνια, προκειμένου να τύχουν επιδοτήσεων. Αλλά το CO2 παραμένει στην ατμόσφαιρα και το περιβάλλον σε γεωλογική χρονική κλίμακα για εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια. Η αντίληψη ότι το CO2 που εγχέεται υπόγεια ή χρησιμοποιείται στην παραγωγή, θα παραμένει αποθηκευμένο με ασφάλεια στο διηνεκές, είναι μια ανεύθυνη αντίληψη. Έτσι το πρόβλημα κρύβεται κάτω από το χαλί και το κληρονομούν οι επόμενες γενιές…
 
 
Για μια βιώσιμη μετάβαση
 
Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη θεσμοποίηση της εφαρμογής της τεχνολογίας CCS. Τον Απρίλιο του 2022 η ΕΔΕΥΕΠ ορίστηκε ως η αρμόδια αδειοδοτούσα Αρχή για τη γεωλογική αποθήκευση του CO2, καθώς και αλλων αερίων και υγρών, όπως το φυσικό αέριο και το υδρογόνο (N.4920/2022).
 
Σε πρόσφατη μελέτη της ΕΔΕΥ με τον τίτλο «Υπόγεια Γεωλογική Αποθήκευση C02 και Φυσικού Αερίου στην Ελλάδα» παρουσιάζεται μια επισκόπηση αντιπροσωπευτικών λεκανών και λοιπών σχηματισμών για την αποθήκευση CO2 και φυσικού αερίου (UGS), εστιάζοντας στη Μεσοελληνική Αύλακα, τη Λεκάνη Φλώρινας, τη Λεκάνη του Πρίνου, τη Δυτική Θεσσαλονίκη και τις Βασάλτες Βόλου.
 
Αντί η διαδικασία απαλλαγής από τον άνθρακα να επιβραδύνεται, το φυσικό αέριο συνεχίζει να υποστηρίζεται, δικαιολογώντας αυτή την επιλογή με την ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού. Ταυτόχρονα, ορισμένοι φαντασιώνονται η Ελλάδα να γίνει ο ευρωπαϊκός κόμβος (Hub) για το φυσικό αέριο, μέσω αγωγών, μονάδων υγροποίησης και επαναεριοποίησης, πλοίων μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και στη συνέχεια μεταφέρνοντάς το προς βορρά, προς την Ευρώπη. Μια Ευρώπη που προφανώς θα συνεχίσει να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου για τις επόμενες δεκαετίες, διαφορετικά αυτή του κόμβου θα ήταν μια επένδυση ζημιογόνα. Μια Ευρώπη, δηλαδή, στην οποία η Πράσινη Συμφωνία (GreenDeal) θα αποδειχτεί μια παταγώδης αποτυχία, ικανοποιώντας τις μεγάλες πετρελαϊκές πολυεθνικές Oil&Gas οι οποίες πάντα υποστήριζαν την τεχνολογία CCS.
 
Η εξίσωση ενεργειακή μετάβαση = τεχνολογική μετάβαση δεν είναι μόνο λανθασμένη αλλά και κοινωνικά επιβλαβής, επειδή συντηρεί το οικονομικο/καταναλωτικό μοντέλο που προξενεί την περιβαλλοντική καταστροφή και παράγει ανισότητες και κοινωνικές αδικίες.
 
Η τεχνολογική μετάβαση χωρίς κοινωνική μετάβαση δεν επιλύει την κλιματική, περιβαλλοντική και την κοινωνική μετάβαση που ακολουθεί. Η ανάγκη περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της μείωσης στην πίεση αναζήτησης των πρώτων υλών, απαιτεί τον ουσιαστικό μετασχηματισμό των μοντέλων κατανάλωσης και παραγωγής ενέργειας και υλικών αγαθών, επομένως το μετασχηματισμό της κοινωνίας, ατομικά και συλλογικά. Η υλοποίηση θα πρέπει να υποστηρίζεται από διαρκή και στοχευμένη πολιτική δράση, διότι η ενεργειακή μετάβαση είναι κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα.
 
Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας είναι μηχανολόγος μηχανικός.