Macro

Ιωσήφ Σινιγάλιας: Η αθόρυβη επέλαση των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων

Την περασμένη εβδομάδα στις ήδη προβληματικές σχέσεις μεταξύ των ισχυρών βιομηχανιών τροφίμων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προστέθηκε ένα νέο επεισόδιο.

Τρεις γενετικώς τροποποιημένες (ΓΤ) ποικιλίες αραβοσίτου έτυχαν έγκρισης για χρήση ως τρόφιμα και ζωοτροφές, όχι για καλλιέργεια, ενώ ανανεώθηκε η έγκριση μίας ακόμη ΓΤ ποικιλίας αραβοσίτου.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), ο αρμόδιος φορέας, ανακοίνωσε ότι της έγκρισης των νέων ποικιλιών προηγήθηκε διεξοδική και αυστηρή διαδικασία ελέγχου, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία της υγείας των ανθρώπων, των ζώων και του περιβάλλοντος.
Επειδή τα κράτη μέλη δεν κατέληξαν στην απαιτούμενη ειδική πλειοψηφία, ούτε υπέρ ούτε κατά της έγκρισης, εναπόκειται στην Επιτροπή η έκδοση της απόφασης (οι άδειες ισχύουν για 10 χρόνια, ενώ οι αυστηροί κανόνες αναγνωρισημότητας και ιχνηλασιμότητας σπανίως τηρούνται).
Οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (ΓΤΟ) συχνά παρουσιάζονται σαν λύση για την αντιμετώπιση της πείνας και την επισιτιστική ασφάλεια, αλλά μέχρι στιγμής αυτές οι υποσχέσεις δεν έχουν τηρηθεί. Αντίθετα, η ανάπτυξη και η παραγωγή τους, αντί να συμβάλλουν στη διατροφή ενός αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού, ευνοούν τα οικονομικά συμφέροντα των πολυεθνικών και την εδραίωση του ελέγχου των μεγάλων εταιρικών ομίλων στην παραγωγική αλυσίδα. Με αυτό τον τρόπο δεν προστατεύεται, ούτε διασφαλίζεται το εισόδημα των μικρών αγροτών και η ελευθερία τους να επιλέγουν τι θα καλλιεργήσουν. Οι ΓΤΟ τείνουν να καθιερώσουν ένα μοντέλο γεωργίας που βασίζεται στη μονοκαλλιέργεια και τη συστηματική χρήση φυτοφαρμάκων, μια προσέγγιση που θέτει σε κίνδυνο τη βιοποικιλότητα του πλανήτη και την υγεία των αγροτών.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι εγκρίσεις για την παραγωγή ΓΤΟ είναι σπάνιες. Η εισαγωγή διαγονιδιακού σιταριού και σόγιας που θα χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφές για εκτροφή σε εδάφη της ΕΕ, καθώς και η ανάπτυξη νέων τεχνικών επεξεργασίας γονιδιώματος (η βάση των λεγόμενων «νέων» ΓΤΟ) είναι σύνθετα προβλήματα, για τα οποία η πλειονότητα των παγκοσμίων οργανώσεων προστασίας του περιβάλλοντος και ποιοτικής και υγιεινής διατροφής έχει εκφραστεί αρνητικά, με σειρά τεκμηριωμένων και αναλυτικών μελετών (WWF, SlowFood κλπ.), υποστηρίζοντας την ανάγκη για τρόφιμα και ζωοτροφές χωρίς τη χρήση ΓΤΟ και φυτοφαρμάκων, για ένα μέλλον απαλλαγμένο και από τα δύο.
Τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές γενικά προέρχονται από φυτά και ζώα που καλλιεργούνται και εκτρέφονται από τον άνθρωπο για αρκετές χιλιάδες χρόνια. Φυτά και ζώα με τα πιο επιθυμητά χαρακτηριστικά (αντοχή σε ασθένειες και περιβαλλοντικές πιέσεις ή με αυξημένη παραγωγικότητα) επιλέχθηκαν για την αναπαραγωγή των επόμενων γενεών τροφίμων και ζωοτροφών. Πρόσφατα, έχει καταστεί δυνατή η τροποποίηση της γενετικής σύνθεσης ζωντανών κυττάρων και οργανισμών, χρησιμοποιώντας τεχνικές της σύγχρονης βιοτεχνολογίας (γονιδιακή τεχνολογία). Το γενετικό υλικό τροποποιείται τεχνητά, για να αποκτήσει μια νέα ιδιότητα (π.χ. αντοχή ενός σε ασθένεια, προστασία από έντομα ή την ξηρασία, ανοχή σε ζιζανιοκτόνια, βελτίωση της ποιότητας ή της θρεπτικής αξίας, αυξημένη απόδοση κλπ.). Οι οργανισμοί αυτοί ονομάζονται «γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί». Τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές που περιέχουν ή αποτελούνται από τέτοιους ΓΤΟ, ή παράγονται από ΓΤΟ, ονομάζονται «γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα ή ζωοτροφές».
Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες αγροτικών επιχειρήσεων και βιοτεχνολογίας εξασκούν διαρκείς πιέσεις (lobbing), για να υπονομεύσουν τους αυστηρούς κανονισμούς της ΕΕ για τους ΓΤΟ, προκειμένου να αφαιρούνται από τη λίστα ποικιλιών ΓΤΟ που προβλέπει την υποχρέωση ιχνηλασιμότητας, ταυτοποίησης και αξιολόγησης κινδύνου για τα προϊόντα γενετικής μηχανικής.
Οι πολυεθνικές βιοτεχνολογίας ισχυρίζονται ότι η επεξεργασία γονιδίων είναι ασφαλής, επειδή μιμείται τους φυσικούς μηχανισμούς γενετικής εξέλιξης και αναπαραγωγής της φύσης (συμπεριλαμβανομένων των σπόρων, των φυτών, των μικροοργανισμών και των ζώων), με μόνη διαφορά ότι εφαρμόζει μηχανισμούς επιτάχυνσης των φυσικών διαδικασιών.
Ωστόσο, η επεξεργασία γονιδίων δεν είναι τόσο ασφαλής ή βιώσιμη όσο ισχυρίζεται η βιομηχανία: η όλη διαδικασία θα μπορούσε να προκαλέσει ανεπιθύμητες μεταλλάξεις σε όλο το γονιδίωμα του φυτού, επηρεάζοντας τις γονιδιακές λειτουργίες με άγνωστες συνέπειες.
Ο αποκλεισμός αυτών των προϊόντων από τους κανονισμούς για την ιχνηλασιμότητα, την αναγνωρισημότητα (ετικέτα) και η έλλειψη ανεξάρτητης έρευνας σχετικά με την ασφάλεια της υγείας, αφήνει τους καταναλωτές και τους αγρότες στο σκοτάδι σχετικά με το είδος των ΓΤΟ που δημιουργούνται, τους κινδύνους που συνδέονται με την εξάπλωσή τους και την οικολογική ζημία που μπορούν να προκαλέσουν, παραβιάζοντας την αρχή της προφύλαξης και της προστασίας των δικαιωμάτων των αγροτών, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος.
Η έλλειψη διαφάνειας υπονομεύει και ακυρώνει τις τοπικές καλλιεργητικές ιδιαιτερότητες (επισιτιστική κυριαρχία). Οι ετικέτες «βιολογικό» και «χωρίς ΓΤΟ» είναι πιθανό να δώσουν τη θέση τους σε πιο γενικές ετικέτες, όπως «υγιεινό» ή «βιώσιμο». Η απορρύθμιση της βιοτεχνολογίας επεξεργασίας γονιδίων ανοίγει τεράστιες δυνατότητες κέρδους για τους μεγαλύτερους παίκτες της παγκόσμιας βιομηχανοποιημένης γεωργίας, με τις εταιρείες να καταθέτουν εκατοντάδες διπλώματα ευρεσιτεχνίας για να ενισχύσουν τον έλεγχο των συστημάτων τροφίμων (το 75% της αγοράς σπορών αραβοσίτου στην ΕΕ ελέγχεται από 5 εταιρίες: Bayer – Monsanto, Vilmorin, Syngenta, KWS, Pioneer).
Είναι κοινό και μόνιμο αίτημα όλων των οργανώσεων προστασίας των καταναλωτών και του περιβάλλοντος η διασφάλιση της αναγνωσιμότητας, της ιχνηλασιμότητας των ΓΤΟ (μέσω ειδικής ετικέτας επι του προϊόντος), η ανεξάρτητη αξιολόγηση της διαδικασίας εγκρίσεων ακαταλληλότητας και ο έλεγχος της διαδικασίας, παραγωγής και διανομής.
Οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί αποτελούν απειλή για την επισιτιστική κυριαρχία, τα εισοδήματα των αγροτών, το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα του πλανήτη.

Ιωσήφ Σινιγάλιας

Η ΕΠΟΧΗ