Το κίνημα Navdanya από την Ινδία έλαβε ενεργό μερος στην COP29 και κατέθεσε πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις και εκτιμήσεις για τον τρέχοντα αναποτελεσματικό συστημικό τρόπο αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής κρίσης, αναδεικνύοντας την κυριαρχία των σπόρων και των τροφίμων και των μικρών αγροτικών κοινοτήτων, ως απάντηση στην κρίση της διάβρωσης της ρυπογόνου βιομηχανοποιημένης γεωργικής παραγωγής. Αγωνίζεται κατά της βιοπειρατείας και της κατοχύρωσης αυτόχθονης γνώσης από ιδιοτελείς, αρπακτικές πολυεθνικές εταιρείες.
Παραθέτουμε αποσπάσματα από την έκθεση που κατέθεσε στην COP29[1].
Οι COP αποτυγχάνουν γιατί επιμένουν σε ένα ξεπερασμένο υπόδειγμα δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, υιοθετώντας προσεγγίσεις που στηρίζονται στην εμπορευματοποίηση της Φύσης, επιδοτώντας λύσεις συμβατές με βιομηχανο-τεχνολογικές προσεγγίσεις που καθυστερούν ή και ανακόπτουν την πράσινη μετάβαση.
Η επικέντρωση της COP29 σε λύσεις που καθοδηγούνται από την αγορά διαιωνίζει και νομιμοποιεί τις ίδιες δομές εξουσίας που δημιούργησαν την τρέχουσα κρίση. Η φύση δεν μπορεί να περιοριστεί σε αναποτελεσματικές πολιτικές εμπορίας του άνθρακα ή ψηφιακούς αλγόριθμους, ούτε μπορεί η οικολογική κατάρρευση να «επιλυθεί» με χρηματοπιστωτικά μέσα.
Οι καθαρές μηδενικές εκπομπές, ακρογωνιαίος λίθος των παγκόσμιων δεσμεύσεων για το κλίμα, υπόσχονται να εξισορροπήσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου με απορροφήσεις ή αντισταθμίσεις. Ωστόσο, αυτή η έννοια είναι θεμελιωδώς ελαττωματική. Επικεντρώνεται αποκλειστικά στις ροές εκπομπών, αγνοώντας τη σωρευτική φύση του άνθρακα, ο οποίος παραμένει στην ατμόσφαιρα για αιώνες. Οι αντισταθμίσεις, ένα βασικό συστατικό των στρατηγικών καθαρού μηδενικού ισοζυγίου, αποτυγχάνουν να μειώσουν το ατμοσφαιρικό CO₂ και είναι συχνά κερδοσκοπικές ή αναποτελεσματικές, όπως οι φυτείες δέντρων μονοκαλλιέργειας.
Τα συστήματα καθαρού μηδενικού ισοζυγίου επιτρέπουν στις ρυπογόνες εταιρείες να συνεχίζουν την δραστηριότητα τους ως συνήθως, ενώ ισχυρίζονται ότι «απομονώνουν» τον άνθρακα αλλού. Αυτές οι πρακτικές συχνά προκαλούν αρπαγή γης, εκτοπίζουν κοινότητες, παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και υπονομεύουν τη βιοποικιλότητα. Αντί να αντιμετωπίσει τις συστημικές ρίζες του κλιματικού χάους, το καθαρό μηδέν, υπό το πρόσχημα της βιωσιμότητας, λειτουργεί ως ένας περίπλοκος μηχανισμός πράσινου ξεπλύματος που επιδεινώνει την οικολογική καταστροφή επισκιάζοντας ευρύτερες οικολογικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης της αποσταθεροποίησης του κύκλου του νερού, της υγείας του εδάφους και της βιοποικιλότητας.
Οι λύσεις που βασίζονται στη φύση διατείνονται ότι αντιμετωπίζουν τις κλιματικές κρίσεις και τις κρίσεις βιοποικιλότητας χρησιμοποιώντας τη φύση για να αντισταθμίσουν τις εκπομπές. Ωστόσο, αυτές οι λύσεις συχνά συγκαλύπτουν τις πρακτικές εκμετάλλευσης ως οικολογικές λύσεις, αντιμετωπίζοντάς τα οικοσυστήματα ως πόρους συναλλαγών και όχι ως ζωντανά συστήματα με εγγενή αξία.
Τα έργα αντιστάθμισης άνθρακα και η αναδυόμενη πιστωτική αγορά βιοποικιλότητας αποτελούν παραδείγματα αυτής της εμπορευματοποίησης. Αυτά τα σχέδια εκτοπίζουν τους αυτόχθονες πληθυσμούς και τις τοπικές κοινότητες, διαιωνίζοντας τις νεοαποικιακές αρπαγές γης.
«Η βιοποικιλότητα είναι ζωή, όχι μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων: Απομυθοποίηση των πιστώσεων βιοποικιλότητας, το επόμενο κύμα του βιο-ιμπεριαλισμού», αποτιμώντας νομισματικά τα οικοσυστήματα, η χρηματιστικοποίηση ενισχύει μια συναλλακτική σχέση με τη φύση, διαβρώνοντας την κυριαρχία των αγροτικών κοινοτήτων πάνω στη διατήρηση και την αναγέννηση της βιοποικιλότητας.
Μια μελέτη των The Guardian, Die Zeit και SourceMaterial διαπίστωσε ότι πάνω από το 90% των αντισταθμίσεων άνθρακα των τροπικών δασών που πιστοποιήθηκαν από τη Verra –τον κορυφαίο πιστοποιητή προτύπων άνθρακα στον κόσμο– ήταν πιθανώς «φανταστικές πιστώσεις» χωρίς μετρήσιμο περιβαλλοντικό όφελος.
Χρησιμοποιώντας τη φύση ως πόρο που μπορεί να αποτιμηθεί οικονομικά, η χρηματιστικοποίηση διαγράφει τις πολιτιστικές, πνευματικές και οικολογικές διαστάσεις της βιοποικιλότητας, υπονομεύει την κουλτούρα φροντίδας και ανθεκτικότητας που έχουν τις ρίζες τους στην αμοιβαιότητα και τη διαχείριση, αντικαθιστώντας τις με συναλλακτικές λογικές που δίνουν προτεραιότητα στο κέρδος έναντι της ζωής.
Η υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η αλυσίδα συστοιχιών (blockchain) από την COP29, αντικατοπτρίζουν περαιτέρω τη μηχανιστική αντίληψη, που καθοδηγεί αυτές τις διαπραγματεύσεις.
Οι απαντήσεις βρίσκονται στις αναγεννητικές πρακτικές των τοπικών κοινοτήτων και οικοσυστημάτων. Η αγροοικολογία, η αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και η αναγεννητική γεωργία προσφέρουν λύσεις ριζωμένες στην αρμονία με τη φύση και όχι στην κυριαρχία πάνω της.
Αυτή η προσέγγιση έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις μονοκαλλιέργειες και τις εξορυκτικές πρακτικές της βιομηχανικής γεωργίας, οι οποίες οδηγούν στην οικολογική κατάρρευση.
«Είναι καιρός να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι η εμπορευματοποίηση και η τεχνολογία θα μας σώσουν. Αντ ‘αυτού, πρέπει να υποστηρίξουμε τα ζωντανά οικοσυστήματα και τις κοινότητες που ήδη εργάζονται για να θεραπεύσουν τη Γη. Μόνο μέσω αυτής της αλλαγής μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση στη ρίζα της και να οικοδομήσουμε ένα βιώσιμο, δίκαιο μέλλον».
Σημείωση:
1. https://navdanyainternational.org/cop29-the-perpetuation-of-false-solutions-to-the-climate-crisis/
Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας είναι μηχανολόγος μηχανικός.