Δέκα χρόνια μετά τη συμφωνία του Παρισιού το 2015, οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής παραμένουν ανεκπλήρωτες: χρηματοδότηση για τις αναδυόμενες οικονομίες, πολιτικές προσαρμογής, έξοδος από τα ορυκτά καύσιμα.
Η επόμενη CΟP30 Διάσκεψη των Μερών για το κλίμα (Conference of the Parties), η τριακοστή, θα διεξαχθεί στο Μπελέμ, από τις 10 έως τις 21 Νοεμβρίου. Απομένουν λίγες ημέρες από την έναρξη και οι επιφυλάξεις και φόβοι για τα πιθανά αποτελέσματα έχουν ήδη καταγραφεί.
Ο πρώτος προβληματισμός προέρχεται από την ίδια τη φιλοξενούσα χώρα, τη Βραζιλία, και αφορά στην πρωτοβουλία Belém Commitment for Sustainable Fuels στην εκδήλωση Pre-Cop, γνωστή ως “Belém 4x“[1], για την υποστήριξη του παγκόσμιου στόχου τετραπλασιασμού της παραγωγής και χρήσης βιώσιμων καυσίμων έως το 2035. Η Ινδία η Ιταλία και η Ιαπωνία υποστηρίζουν την πρωτοβουλία, με στόχο την προώθηση της εξάπλωσης του υδρογόνου και των παραγώγων του, του βιοαερίου, των βιοκαυσίμων και των συνθετικών καυσίμων ανανεώσιμης προέλευσης (συνθετικά καύσιμα). Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρές αυτοκινητοβιομηχανίες εργάζονται ενάντια στον κανονισμό της ΕΕ που απαιτεί από το 2035 να πωλούνται μόνο νέα αυτοκίνητα μηδενικών ρύπων, καταργώντας τους ενδόθερμους κινητήρες προς τους αμιγώς ηλεκτρικούς, συμπεριλαμβάνοντας τη χρήση βιοκαυσίμων στον κανονισμό, σε μια προσπάθεια να σώσει τις παραδοσιακές αλυσίδες εφοδιασμού της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ο ανεξάρτητος οργανισμός Transport & Environment (TE) δηλώνει ότι: «μια μαζική υιοθέτηση βιοκαυσίμων θα μπορούσε να έχει πολύ καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και το κλίμα, με τεράστιες εκτάσεις γης να αποψιλώνονται για να ανοίξουν χώρο για καλλιέργειες όπως το φοινικέλαιο, η σόγια, το ζαχαροκάλαμο και το καλαμπόκι». Οι τελευταίες προβλέψεις του οργανισμού αναδεικνύουν ότι, με τις τρέχουσες τάσεις και πολιτικές ανάπτυξης, το 90% των βιοκαυσίμων θα εξακολουθεί να εξαρτάται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών έως το 2030».
Παράλληλα, η πορεία των περιβαλλοντικών εθνικών σχεδίων (NDCs) των χωρών καταγράφει ανεπαρκή πρόοδο (μείωση των εκπομπών μόνο κατά 17% έως το 2035 σε σύγκριση με το 2019). Πρόσφατη μελέτη του Rhodium Group[2] προβλέπει πιθανό εύρος θέρμανσης από 2,3° C έως 3,4° C έως το 2100 (μέσος όρος 2,8° C).
Οι κύριες δεσμεύσεις για ενεργειακά θέματα, που καθορίστηκαν στις τελευταίες COP (από τη Γλασκόβη το 2021 έως το Μπακού, πέρυσι) είναι οι εξής:
1. Τριπλασιασμός ισχύος των ανανεώσιμων πηγών έως το 2030, φτάνοντας τα 11,2 TW.
2. Διπλασιασμός του μέσου ετήσιου ρυθμού βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης έως το 2030.
3. Σταδιακή μείωση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα χωρίς μείωση των εκπομπών.
4. Σταδιακή κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων (και των σχετικών επιδοτήσεων).
Μεγάλη καθυστέρηση καταγράφεται στο θέμα της του μηχανισμού χρηματοδότησης για το κλίμα.
Οι αναδυόμενες χώρες (εξαιρουμένης της Κίνας) επένδυσαν 140 δισ. δολάρια σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το 2024, από 49 δισ. δολάρια το 2015.
Στις αναδυόμενες χώρες, το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου παραμένει συγκεντρωμένο σε λίγες υψηλού εισοδήματος αγορές, όπως η Ινδία, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες χαμηλού εισοδήματος μένουν με τα ψίχουλα.
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι οι δαπάνες για την προσαρμογή στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Το BloombergNEF υπογραμμίζει ότι «οι φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αντιπροσωπεύουν ήδη έναν σημαντικό οικονομικό κίνδυνο που κοστίζει στην παγκόσμια οικονομία τουλάχιστον 1.4 τρισ. δολάρια.
Η προετοιμασία μιας χώρας για τις επιπτώσεις ακραίων φαινομένων όπως πλημμύρες, τυφώνες, κύματα καύσωνα, ξηρασίες, γίνεται όλο και πιο σημαντική για τη μείωση των οικονομικών ζημιών στις υποδομές, τις επιχειρήσεις και τις κοινότητες.
Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, η ΕΕ έχει περάσει από τη διεκδίκηση της οικολογικής Πρωτοπορίας (Green Deal) σε μια κατάσταση ακινησίας και υποχωρήσεων. Μόλις προχθές, έφτασε η είδηση της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στις Βρυξέλλες μεταξύ των υπουργών Περιβάλλοντος, μετά από μήνες αδιεξόδου και έντονης διαπραγμάτευσης για τον στόχο του 2040, που επιβεβαιώνει την πρόταση της Κομισιόν για μείωση των εκπομπών κατά 90% αλλά «με ευελιξία» και με ειδική πλειοψηφία (δηλαδή όχι ομόφωνα). Ευελιξία που σημαίνει ότι το 5% μπορεί να προέλθει από διεθνείς πιστώσεις άνθρακα (βασικά μια μορφή εξωτερικής ανάθεσης). Αυτός ο αριθμός θα μπορούσε να αυξηθεί άλλο ένα ποσοστό 5%.
H έκθεση του Production Gap Report[3] του Σεπτεμβρίου εκτιμά ότι το 2030 η παγκόσμια παραγωγή ορυκτών καυσίμων θα υπερβεί κατά 120% τον στόχο περιορισμού της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας στους +1,5oC έως το τέλος του αιώνα.
Είναι προφανές ότι η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα δεν προχωρά αρκετά γρήγορα για να εκπληρώσει τον στρατηγικό στόχο, καθαρές μηδενικές εκπομπές που συμφωνήθηκε στο Παρίσι πριν από δέκα χρόνια.
Η διεθνής γεωπολιτική κατάσταση και το καλλιεργούμενο εμπόλεμο κλίμα είναι τραγικά ασύμβατες προϋποθέσεις με τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για μια δίκαιη κοινωνικά και αποτελεσματική οικολογική μετάβαση. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις στη Βραζιλία, απέναντι στην διαρκώς επιδεινούμενη πορεία του κλίματος.