Συνεντεύξεις

«Ινδιάνος»: Νόμιζα ότι σε δύο ώρες θα είμαι σπίτι μου και έμεινα επτά μήνες άδικα στη φυλακή

«Η σύλληψη έγινε τρεις μέρες μετά τη διαδήλωση στη Ν. Σμύρνη. Η ζωή μου ήταν δουλειά σπίτι και καμία μπάλα, μπάσκετ. Δεν ασχολιόμουν ούτε με πορείες, ούτε τίποτα. Γήπεδο μια φορά είχα πάει πριν κάποια χρόνια. Εκείνη τη μέρα είχα πάει στη δουλειά και όταν σχόλασα με περίμεναν αστυνομικοί έξω από το κτίριο. Με είχαν ειδοποιήσει ότι κάποιοι με ζήτησαν αλλά δεν ήξερα ποιοι. Μόλις βγήκα έξω με ρώτησαν πως με λένε, τους είπα το όνομά μου και μου είπαν έλα μέσα. Μου φόρεσαν χειροπέδες χωρίς να μου πουν καν γιατί με συλλαμβάνουν. Τους ρώτησα και δεν μου απαντούσαν. Με πήγαν στη ΓΑΔΑ κι εκεί μου τα είπαν όλα. Ότι ήμουν στη Ν. Σμύρνη. Εγώ στη Ν. Σμύρνη; Τι δουλειά έχω εκεί; Δεν έχω καμία σχέση. Μόλις το άκουσα αυτό τρελάθηκα», λέει σε συνέντευξή του στο Documento ο Αλέξανδρος Μ. εξηγώντας τον παραλογισμό της σύλληψής του.
Ο ίδιος αναφερόμενος στους αστυνομικούς που τον υποδέχτηκαν στη ΓΑΔΑ – εκτός από αυτούς που τον συνέλαβαν και του ανακοίνωσαν για τι κατηγορείται – λέει πως από την πρώτη στιγμή όλοι ήξεραν ότι είναι αθώος. «Μόλις πήγα στη ΓΑΔΑ με είδαν και έβαλαν τα γέλια. Τους ρώτησα γιατί και μου είπαν ‘Εσύ είσαι ο Ινδιάνος που λένε; Δεν είσαι εσύ, έχουν κάνει λάθος και γι’ αυτό γελάμε’».
Την ίδια αντίδραση είχαν και οι υπόλοιποι συλληφθέντες που βρίσκονταν στο κρατητήριο όταν τους ανακοίνωσε γιατί κατηγορείται.
«Εγώ μέχρι τότε πίστευα ότι θα καταλάβουν το λάθος τους και σε κανένα δίωρο θα φύγω. Τελικά πέρασαν επτά μήνες. Επτά μήνες στη φυλακή άδικα. Δεν ξέρω τι μπορεί να έγινε και τι μπορεί να σκέφτηκαν αλήθεια. Άκουσαν τον γαμπρό μου; Ήθελαν απλά να βάλουν μέσα κάποιον. Πίστευα ότι θα βγω αλλά πέρασαν τόσοι μήνες. Δεν το πίστευα. Πιάνουν όποιον να ναι, για να πουν απλά ότι έκαναν τη δουλειά τους, και είναι άδικο», συμπληρώνει.
Ο Αλέξανδρος έχασε επτά μήνες από τη ζωή του. Επτά μήνες, αντί να βρίσκεται στο σπίτι του κοντά στην οικογένειά του, κοιμόταν σε ένα κρεβάτι γεμάτο κοριούς στις υπερπληθείς φυλακές Τρικάλων, μόνος ανάμεσα σε αγνώστους.
«Στην αρχή μέσα στη φυλακή ήμουν πολύ χάλια. Η ψυχολογία μου είχε πέσει πάρα πολύ τους πρώτους 3 μήνες δεν έβγαινα καν από το κελί. Μου έλεγαν άλλοι κρατούμενοι να βγω λίγο έξω και δεν έβγαινα. Σκεφτόμουν όλα αυτά και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί μου το κάνουν αυτό. Η αδικία είναι τεράστια. Είχα και θυμό, αλλά η στεναχώρια ήταν πολύ μεγαλύτερη. Μετά σιγά σιγά άρχισα να πατάω στα πόδια μου δεν γινόταν αλλιώς έπρεπε να επιβιώσω. Δεν έχασα την ελπίδα μου, ήξερα ότι είμαι αθώος», λέει χαρακτηριστικά και προσθετει:
«Όταν έφτασα στα Τρίκαλα και με είδαν οι υπάλληλοι και οι κρατούμενοι όλοι έλεγαν ότι είναι μία στημένη υπόθεση. Όλοι έλεγαν ότι ξέρουν ότι δεν είμαι ένοχος. Η αστυνομία έπρεπε να βρει έναν ένοχο και βρήκε εμένα. Εγώ θέλω απλά την ησυχία μου. Είμαι ήρεμος άνθρωπος. Είχα θυμώσει αλλά πιο μεγάλη ήταν η στεναχώρια για την αδικία. Αυτοί οι επτά μήνες μου φάνηκαν σαν δύο χρόνια».
Ο Αλέξανδρος όπως υποστηρίζει δεν έχει απασχολήσει ποτέ ξανά τις αρχές και ένιωσε με τον χειρότερο τρόπο την κρατική εξουσία να αυθαιρετεί εις βάρος του. Εις βάρος ενός νέου ανθρώπου που ακριβώς επειδή είχε πίστη στα όργανα και τις λειτουργίες του κράτους στην αρχή δεν σκέφτηκε ότι θα αδικηθεί.
«Όταν μου ανακοίνωσαν ότι προφυλακίζομαι είπα ότι είναι άδικο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Φυσικά και φοβάμαι πια ότι το δικαστήριο μπορεί και να με καταδικάσει, από τη στιγμή που με έβαλαν μέσα την πρώτη φορά χωρίς στοιχεία, πώς να πιστέψω ότι η αδικία δεν θα συνεχιστεί; Όταν έμαθα ότι αποφυλακίζομαι ένιωσα ανακούφιση. Θέλω να γίνει το δικαστήριο να τελειώνει όλο αυτό. Τα αδέλφια μου έκλαιγαν μόλις με είδαν η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Είμαστε πέντε αδέλφια οι γονείς μας δεν ζουν, ήταν πολύ δύσκολο και για αυτούς».
Όσον αναφορά τον γαμπρό του, τον μάρτυρα – φαρσέρ, που οι αστυνομικοί βασίστηκαν στην κατάθεσή του, τον άνθρωπο που σε συνέντευξή του στο Documento τον περασμένο Απρίλιο, είχε παραδεχτεί πως η ΕΛ.ΑΣ. τον ανάγκασε να ενοχοποιήσει τον Αλέξανδρο, ο ίδιος λέει πως όταν χώρισε με την αδελφή του τον είχε απειλήσει.
«Όταν χώρισε η αδελφή μου με τον άνθρωπο που με κατήγγειλε, είχε έρθει από το σπίτι και του είπα ευγενικά να φύγει, τότε αυτός μου είπε ‘εσένα θα σε φτιάξω’».
Ο Αλέξανδρος σήμερα αναπνέει ελεύθερα, θα κοιμηθεί σπίτι του και θα κάνει μπάνιο ό,τι ώρα θέλει χωρίς να φοβάται ότι θα του κόψουν το νερό. Ο Αλέξανδρος από σήμερα μπορεί να ονειρεύεται ξανά. Δεν έχει αθωωθεί ακόμα, αλλά δεν χάνει την ελπίδα του. Σήμερα ο Αλέξανδρος χαμογελάει ξανά.
Πηγή: documento