Από τις μαζικές εισροές προσφύγων και μεταναστών του 2015 μέχρι και σήμερα, το μεταναστευτικό ζήτημα παραμένει μία ιδιαίτερα δύσκολα διαχειρίσιμη πρόκληση για την Ευρώπη. Ο διαρκώς αυξανόμενος συντηρητισμός που κατακλύζει τη Γηραιά Ήπειρο και επιτάσσει μεγαλύτερη προσοχή στον έλεγχο και την επιλογή των εισερχόμενων ατόμων, καθώς επίσης και η ασφαλειοποίηση του γενικότερου ζητήματος, έχουν οδηγήσει στην ενδυνάμωση της Frontex, την αύξηση των επαναπροωθήσεων και την στοίβαξη όσων καταφέρουν να φτάσουν στις ευρωπαϊκές ακτές μέσα σε κέντρα υποδοχής και κράτησης επ’ αόριστον.
Το 2024, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, αναμένεται οι βίαια εκτοπισμένοι και οι απάτριδες (stateless persons) στην ΕΕ να ανέλθουν στα 24,9 εκατομμύρια, εκ των οποίων υπολογίζεται ότι τα 6 εκατομμύρια περίπου θα είναι Ουκρανοί πρόσφυγες. Ο συνολικός πληθυσμός της ΕΕ ανέρχεται στα 450 εκατομμύρια περίπου. Βάσει αυτού του δεδομένου, μέχρι το τέλος του 2024, ο προσφυγικός πληθυσμός (συμπεριλαμβανομένων των αναγνωρισμένων προσφύγων, των αιτούντων άσυλο, των εσωτερικά εκτοπισμένων -IDPs- και των απάτριδων) εντός της ΕΕ θα αποτελεί το 5% περίπου του συνολικού πληθυσμού της.
Το μεταναστευτικό ζήτημα είναι ένα ζήτημα που αφορά όλη την ΕΕ, δεν είναι αποκλειστικά εθνικό ζήτημα ούτε αποκλειστικά ζήτημα ασφαλείας. Σε μια ήπειρο που γερνά, η εισροή νέων και παραγωγικών ανθρώπων που δεν συνεπάγονται μάλιστα υψηλό κόστος εργασίας, μπορεί να αποτελέσει μια «ανάσα» για τα ευρωπαϊκά ασφαλιστικά ταμεία. Ωστόσο, σε μια πιο ιδιωτικοποιημένη και νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, όπου η ευθύνη του κράτους συνεχώς περιορίζεται, ενώ η ευθύνη του ατόμου συνεχώς διαστέλλεται, με ταυτόχρονη υπονόμευση της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων, είναι αναπόφευκτο οι πρόσφυγες και οι μετανάστες να αντιμετωπίζονται ως απειλή.
Η ασφαλειοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος, με τη μετατόπισή του από τη σφαίρα της ηθικής στη σφαίρα της ασφαλείας, είναι βασικό σκέλος της ατζέντας της ευρωπαϊκής (κεντρο-)Δεξιάς και βρίσκει όλο και περισσότερα ευήκοα ώτα στις σημερινές κοινωνίες της Ευρώπης. Άλλωστε, η αντιμετώπιση των μεταναστών και των προσφύγων ως απειλή κοστίζει πολύ λιγότερο, ενώ κοινωνικά είναι σαφώς πιο εύκολη, σε σχέση με την ουσιαστική ένταξή τους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Βέβαια, δεν αποφέρει ιδιαίτερο κέρδος στα κράτη, καθώς δυσχεραίνοντας τις συνθήκες και τους όρους άφιξης και διαβίωσης στα ευρωπαϊκά εδάφη δεν σημειώνεται ουσιαστική συμβολή στα εγχώρια ΑΕΠ και τα δημοσιονομικά ταμεία των κρατών.
Ωστόσο, επειδή κανείς και τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την κινητικότητα των ανθρώπων, ιδίως εκείνων που φεύγουν για να σωθούν, το αποτέλεσμα είναι η ενίσχυση του παρακράτους, της μαύρης εργασίας, των διακινητών, και εν γένει όλων εκείνων που θέλουν να βγάλουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, έννομα ή έκνομα. Συνεπώς, οι άνθρωποι αυτοί φτάνουν στις ευρωπαϊκές ακτές και κάνουν το παν για να παραμείνουν και να επιβιώσουν. Χωρίς ασφάλιση, ανύπαρκτοι για τα κράτη, κοινωνικά περιθωριοποιημένοι και ταυτόχρονα χωρίς προοπτική για κάτι καλύτερο.
Παρά τα δυστυχήματα στα χωρικά ύδατα των νοτιοευρωπαϊκών κρατών, τις απορριπτικές απαντήσεις σε πολλούς αιτούντες άσυλο, καθώς επίσης και την πολύμηνη αναμονή, όλοι αυτοί οι άνθρωποι συνεχίζουν να ρισκάρουν ό,τι έχουν για να έρθουν στην «ασφαλή» Ευρώπη και είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για ένα καλύτερο αύριο. Συνεπώς, η λύση της Δύσης στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα θα μπορούσε να περιλαμβάνει την κοινωνική ένταξη, την εργασιακή απορρόφηση και την κρατική αρωγή των προσφύγων και όχι τη συμμετοχή σε περιφερειακούς πολέμους (που προκαλούν τις προσφυγικές ροές) και τη λήψη αντιμεταναστευτικών μέτρων, όπως το κλείσιμο των συνόρων, η κατασκευή τειχών, οι χρονοβόρες διαδικασίες ταυτοποίησης και αναγνώρισης και οι κοστοβόρες διαδικασίες για νόμιμη παραμονή.
Η Ηλέκτρα Νησίδου είναι πολιτική επιστήμoνας και αναλύτρια, επιστημονική συνεργάτιδα Ινστιτούτου ΕΝΑ