Το κείμενο αυτό αποτελεί μια κριτική προσέγγιση των απόψεων για το ψηφιακό κόμμα που εκφράστηκαν στα άρθρο των Δουζίνα, Παπανικολόπουλου, Τσιμιτάκη, με τίτλο «Ψηφιακές Πλατφόρμες και ενεργοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ1», του Κ. Βαξεβάνη «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει like στον εαυτό του, χάθηκε» και του Δ. Παπανικολόπουλου, «Περί οργάνωσης, οριζοντιότητας και ψηφιακότητας: Καλώς ήρθατε στον 21ο αιώνα!».
Πρέπει ξεκαθαριστεί από την αρχή ότι η κριτική αυτή δεν αφορά γενικά την τεχνολογία, ούτε την ψηφιακή υποστήριξη του κόμματος, που είναι παραπάνω από αναγκαία, αλλά συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Ενώ πρώτη φορά στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για Ψηφιακή Πολιτική, δηλαδή την πολιτική που υλοποιείται μέσω της εφαρμογής ψηφιακής τεχνολογίας, τα άρθρα αυτά παρουσιάζουν μια τεχνική πρόταση αντί της πολιτικής πρότασης που υλοποιεί. Ο στόχος του κειμένου είναι να αναδείξει την πολιτική και οργανωτική όψη αυτών των τεχνολογικών επιλογών.
Κοινός παρονομαστής των απόψεων αυτών είναι μια αταξική, απολίτικη ηλικιακή ανάλυση, που σερβίρει ξαναζεσταμένο το παλαιό «χάσμα γενεών» διανθισμένο με «νέες τεχνολογίες». Έτσι, οδηγούνται οι αρθρογράφοι στη θέση ότι το πρόβλημα του κόμματος δεν είναι πολιτικό αλλά ηλικιακό: Το κόμμα ή/και τα μέλη του είναι «γερασμένα» και η «νέα γενιά» απαιτεί «τεχνολογία» για να ενταχθεί στο κόμμα.
Παρουσιάζουν του νέους σαν κατοίκους ενός άλλου, εξελιγμένου κόσμου, απροσπέλαστου στους υπόλοιπους που «ενηλικιώθηκαν πολιτικά» προ του Facebook. Ξεχνάνε ότι οι «ενήλικοι» έχουν δει πολλές τέτοιες «ψηφιακές επαναστάσεις»: την έλευση των μεγάλων mainframes τη δεκαετία του ‘70, τη διάδοση των PCs και την εξάπλωση του Internet τη δεκαετία του ‘80, την παγκοσμιοποίηση2 της δεκαετίας του ’90, κ.ο.κ. Τα κοινωνικά (ή οριζόντια) δίκτυα του 21ο αιώνα, όπως το Facebook, μπορεί να φαντάζουν σε κάποιους ως «ψηφιακή επανάσταση», δεν είναι όμως παρά ένα -μικρό μάλλον- βήμα σε αυτή τη μακρόχρονη εξελικτική διαδικασία.
Η ανάγκη της συνεχούς κατανάλωσης τεχνολογίας, με ολοένα και «καλύτερα» κινητά, υπολογιστές, tablets, κ.ο.κ., δημιούργησαν αρχικά το ιδεολόγημα του «οτιδήποτε τεχνολογικό» είναι καλό. Στη συνέχεια η νεολαία, ως πιο ευάλωτη, έγινε ο στόχος αυτού του μάρκετινγκ, που μετέτρεψε την ανάγκη της βιομηχανίας για κατανάλωση σε ανάγκη του καταναλωτή. Έτσι, λοιπόν, παρουσιάστηκε ως κυρίαρχη ανάγκη της νεολαίας η κατανάλωση τεχνολογίας. Μιας τεχνολογίας που έχει ως πρόσθετο «όφελος» την απομόνωση, τη διάλυση δηλαδή της συλλογικότητας, στοιχείου κρίσιμου για την επιβίωση της Αριστεράς.
Κατ’ αρχάς πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι η νεολαία δεν είναι μια άμορφη, αταξική αγέλη από τεχνο-μανιακούς, που βλέποντας ότι το κόμμα χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες θα εισρεύσουν μαζικά. Αυτό το επιχείρημα είναι προσβλητικό τόσο για τη νεολαία όσο και για το ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερό κόμμα, το οποίο βασίζεται στις πολιτικές επιλογές, με την τεχνολογία ως εργαλείο ταξικής πάλης, και όχι καθοριστικό πολιτικό παράγοντα. Η νεολαία, όπως μας δείχνει ξεκάθαρα και το αποτέλεσμα των εκλογών, πλησιάζει το κόμμα, όταν πείθεται ότι στηρίζει τα συμφέροντά της και όχι επειδή επικοινωνεί με e-mail και τάσσεται υπέρ της «καινοτομίας». Ας αφήσουμε, λοιπόν, την τεχνολαγνεία στο Μητσοτάκη και στο Athens – Τεχνόπολις του Καμίνη.
Με μια σειρά από απολίτικες και γενικόλογες απόψεις περί «μεγάλων κοινωνικών αλλαγών», με τις νέες γενιές να «επιθυμούν την οριζόντια αδιαμεσολάβητη επικοινωνία» και άλλα παρόμοια που θυμίζουν διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας, οι αρθρογράφοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η κλασσική κομματική μορφή είναι ξεπερασμένη. Επίσης, «ο λόγος που δεν πατάνε οι νέοι στις οργανώσεις» είναι ότι «κάνουν εντός των οριζόντιων δικτύων ό,τι έκαναν οι προηγούμενες γενιές εντός των οργανώσεών τους». Δηλαδή, κάποιοι που δεν συμμετέχουν στις οργανώσεις φαντασιώνονται ότι αυτό που κάνουν στα κοινωνικά δίκτυα είναι το ίδιο με αυτό που γίνεται στις οργανώσεις! Ίσως αν συμμετείχαν να καταλάβαιναν τη διαφορά. Εναλλακτικά μπορούν να μελετήσουν την εξαιρετικά πλατιά βιβλιογραφία στο θέμα της αυτοπρόσωπης/ενσώματης συμμετοχής σε ομάδες3.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι η επικέντρωση στις υποτιθέμενες ανάγκες της νεολαίας παραμερίζει εντέχνως το γεγονός ότι η αποδυνάμωση του κόμματος αναφέρεται στα υπάρχοντα μέλη, για τα οποία δεν γίνεται πουθενά λόγος. Όπως δεν γίνεται λόγος για το γεγονός ότι το κόμμα ήταν μαζικό και ξεκίνησε να φθίνει μετά τη δεύτερη ανάληψη της κυβέρνησης, προφανώς επειδή έχασε το ρόλο του και όχι επειδή δεν ήταν ψηφιακό. Οι αρθρογράφοι δεν ασχολούνται με τους λόγους που έχει αποδυναμωθεί το κόμμα. Προτείνουν την αντικατάστασή του με ένα κόμμα – ηλεκτρονική πλατφόρμα, όπως αυτή των Podemos, που θα παρέχει «το βήμα σε κομματικά μέλη να σχολιάζουν, να προτείνουν και να ψηφίζουν, σε χρόνο και χώρο της επιλογής τους».
Προτείνουν δηλαδή αλλαγή του τρόπου συμμετοχής – από φυσική παρουσία σε διαδικτυακή συμμετοχή. Με αυτό τον τρόπο οι κομματικές διαδικασίες μετατρέπονται σε πάτημα πλήκτρων του κινητού -όποτε υπάρχει διάθεση και χρόνος – με την ίδια ρηχή και επιπόλαια συμμετοχή όπως στα κοινωνικά δίκτυα, το Facebook, το LinkedIn, το Tumblr, κ.λπ. Έτσι, η αλλαγή του τρόπου συμμετοχής οδηγεί νομοτελειακά στον υποβιβασμό της ποιότητας συμμετοχής. Από τον καναπέ μας κι όταν έχουμε όρεξη.
Χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, το συλλογικό έχει μετατραπεί σε άθροισμα ατομικών, παραγνωρίζοντας το στοιχειώδες, ότι ένα αριστερό κόμμα δεν απαρτίζεται από άτομα, αλλά από συλλογικότητες, και μια συλλογική απόφαση δεν είναι το (ηλεκτρονικό) άθροισμα ατομικών αποφάσεων. Η διαφορά έγκειται στις συλλογικές διαδικασίες που έχουν προηγηθεί της απόφασης. Η απάντηση δεν είναι να καταργήσουμε το συλλογικό, επειδή συμμετέχουν λίγοι, αλλά να δώσουμε κίνητρα να συμμετέχουν όλοι.
Η υιοθέτηση αυτής της ρηχής, διαδικτυακής συμμετοχής οδηγεί νομοτελειακά σε κόμμα χωρίς πολιτικές επεξεργασίες στη βάση, αντίθετα με τα ευαγγελιζόμενα περί συμμετοχής στις αποφάσεις κ.λπ.
Οποία υποχώρηση στην κυρίαρχη ιδεολογία της «ευχρηστίας» και της ατομικότητας!
Επιπλέον, η εν λόγω πλατφόρμα θα χρησιμοποιείται «από κάθε μέλος ή φίλο/η που θα γράφεται». Η έλλειψη διαδικασίας έγκρισης είναι πολιτικά καθοριστική. Δεν θα έχει πλέον σημασία η ποιότητα, αλλά η ποσότητα των «συμμετεχόντων».
Ποιος ρόλος επιφυλάσσεται στις Οργανώσεις Μελών και στα ενδιάμεσα όργανα (Νομαρχιακές κ.λπ.); Όπως αναφέρεται καθησυχαστικά, «οι τοπικές οργανώσεις, τα τμήματα και τα όργανα του κόμματος μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν, όμως αν κάποιος/α θέλει να συμμετέχει μόνο στην πλατφόρμα, καλό θα ήταν να μπορεί να το κάνει».
Εδώ έχουμε μια παγκόσμια πρωτοτυπία, ένα σύστημα που λειτουργεί παράλληλα σε πραγματική και ψηφιακή μορφή και μάλιστα με εθελοντική συμμετοχή στην κάθε μια. Ο ένας συμμετέχει από τον καναπέ του και ό άλλος πηγαίνει στην Οργάνωση Μελών. Ίσως αυτό να είναι η καινοτομία του 21ου αιώνα, πάντως δεν χρειάζεται εξειδίκευση στην πληροφορική για να αντιληφθεί κανείς ότι έτσι το κόμμα θα εκφυλιστεί. Αυτό παρουσιάζεται στο κείμενο ως «ενδυνάμωση της βάσης»!
Όσο για τα ενδιάμεσα όργανα, «πάντα θα είναι χρήσιμα για να μπορεί να λειτουργεί το κόμμα σε περιόδους πολιτικής άπνοιας, όπου το πολιτικό ενδιαφέρον και η συμμετοχή υποχωρεί». Στο ψυγείο δηλαδή, για εποχές ισχνών αγελάδων. Έτσι, η χρήση της πλατφόρμας αφαιρεί νομοτελειακά και τη δυνατότητα συγκροτημένης συμμετοχής, αφού κάθε ενδιάμεσο όργανο που θα συγκέντρωνε και θα οργάνωνε τις απόψεις των μελών (π.χ. Νομαρχιακές) οδηγείται στην ανυπαρξία4.
Με αυτόν τον τρόπο τα πολιτικά διακυβεύματα θα υποβιβαστούν σε ερωτήματα δημοψηφισματικού χαρακτήρα, επί των οποίων θα ψηφίζει μια χύδην μάζα μελών-οπαδών χωρίς δυνατότητα διαφοροποίησης από τις κυρίαρχες προτάσεις.
Συνοψίζοντας, η υιοθέτηση της διαδικτυακής πλατφόρμας ως κύριου μέσου συμμετοχής στις κομματικές διαδικασίες θα υποκαταστήσει τη σχέση μέλους – κόμματος με τη ρηχή σχέση της συμμετοχής στα κοινωνικά δίκτυα, με τον ίδιο τρόπο που το Facebook υποκαθιστά τις ανθρώπινες σχέσεις. Η αφαίρεση των κριτηρίων εγγραφής μέλους θα ξεθωριάσει τα είδη ασαφή πολιτικά και ιδεολογικά όρια του κόμματος. Η δε δυνατότητα οριζόντιας διαδικτυακής ψηφοφορίας θα αποτελέσει την ταφόπλακα του κόμματος ως οργανισμού με ταξική οριοθέτηση και πολιτικό στόχο. Οι αλλαγές αυτές είναι δομικές, δεν διορθώνονται αλλάζοντας κάποιες επί μέρους παραμέτρους, και θα αλλάξουν τη λειτουργία του κόμματος συνολικά.
Πρέπει να εξετάσουμε εν συντομία και τις πρακτικές λύσεις που δίνονται σε θέματα όπως η κατασκευή και ο έλεγχος της πλατφόρμας.
Οι λειτουργίες της πλατφόρμας καθορίζουν τα πολιτικά χαρακτηριστικά της συμμετοχής. Επομένως, το κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα βρίσκεται στις τεχνικές προδιαγραφές της πλατφόρμας, άρα στην ομάδα που θα τις καθορίσει, η οποία θα πρέπει να έχει κομματική νομιμοποίηση.
Όσον αφορά τα «τεχνικά προβλήματα», αυτά θα επιλύονται με τη βοήθεια «μιας μικρής ομάδας συντονιστών». Με άλλα λόγια, ο έλεγχος της πλατφόρμας θα περάσει σε μια μικρή, αλλά πανίσχυρη ομάδα «συντονιστών», χωρίς κομματική νομιμοποίηση.
Πρέπει να τονισθεί ότι η τεχνολογία δεν είναι εξοβελιστέα, αντίθετα επιβάλλεται να υποστηρίξει τις διαδικασίες του κόμματος. Είναι αναγκαίο να σχεδιαστεί και υλοποιηθεί μία νέα προσέγγιση για την αξιοποίηση των ηλεκτρονικών μέσων συμμετοχής και ενημέρωσης, τόσο εσωτερικά για τα μέλη όσο και δημόσια για τους φίλους του κόμματος, που δεν θα υποκαθιστά, αλλά θα υποστηρίζει το κόμμα. Πρέπει, όμως, να γίνει ξεκάθαρο ότι είναι πολιτική επιλογή η ψηφιακή πλατφόρμα να υποκαταστήσει αντί να υποστηρίξει τις κομματικές διαδικασίες.
Το θέμα της ανασυγκρότησης του κόμματος δεν είναι τεχνολογικό. Η λειτουργία του κόμματος πρέπει να ορισθεί με πολιτικά και οργανωτικά κριτήρια. Η τεχνολογία θα πρέπει να υποστηρίξει οποιαδήποτε άποψη αναδιοργάνωσης επικρατήσει στη δημοκρατική συζήτηση που θα γίνει στο κόμμα στο δρόμο προς το Συνέδριο, όπου θα πρέπει να προταθεί και να υποστηριχθεί σαφής πολιτική για την αξιοποίηση και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αυτά πρέπει να γίνουν βάσει ολοκληρωμένων και συγκροτημένων πολιτικών προτάσεων και όχι απολίτικων απόψεων περί γερασμένων κομμάτων, χάσματος γενεών και θαυματουργών τεχνολογικών λύσεων.
1Μια ουσιαστική πολιτική κριτική στη συγκεκριμένη άποψη εκφράστηκε από τον Ν. Παρασκευόπουλο, στο άρθρο του «Κοινωνία, διαδίκτυο και δημοκρατία» στις 24/8/2019, στην Εφημερίδα των Συντακτών.
2 Η οποία θα ήταν αδύνατη χωρίς τη δικτυωμένη χρήση υπολογιστών.
3 «Είμαστε άραγε έτοιμοι να δώσουμε κυριαρχική θέση στις αποσωματοποιημένες σχέσεις του διαδικτύου; Σε αυτό δηλαδή που ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν ονομάζει «ρηχό ομοίωμα των προσωπικών σχέσεων»;», στο Ν. Παρασκευόπουλος, «Κοινωνία, διαδίκτυο και δημοκρατία».
4 «With new structures come worrying changes in political forms, such as the growth of power cliques and the need for centralised, charismatic leaders, the erosion of intermediary party layers and the loss of accountability» (από Paolo Gerbaudo, The Digital Party, Pluto Press).
Ο Ιδομενέας Μανωλιτσάκης είναι συντονιστής του Τμήματος Ψηφιακής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, Πρώην Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της Κοινωνίας της Πληροφορίας Α.Ε., Διοικητικό Στέλεχος Πληροφορικής
Πηγή: Η Αυγή