Πολλές φορές στα μεταπολιτευτικά χρόνια έχουν ξεσπάσει σκάνδαλα υποκλοπών -είναι ίδιον της πολιτικής εξουσίας να παραβιάζει τα όρια του νόμου, στην παραληρηματική αγωνία της να θωρακιστεί απέναντι σε πραγματικούς και κατά φαντασία εχθρούς. Όμως αυτή τη φορά είμαστε αντιμέτωποι-ες με ένα ποιοτικά διαφορετικά φαινόμενο.
Το προσωπικό καθεστώς
Πρώτα απ’ όλα, για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά έχουμε ένα τόσο ισχυρό, συγκεντρωτικό και προσωποπαγές σύστημα εξουσίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να εργαλειοποιήσει τα πολιτικά τραύματα της μνημονιακής περιόδου και την απογοήτευση από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για να οικοδομήσει ένα μπλοκ εξουσίας με άξονα και απόλυτο κυρίαρχο τον εαυτό του.
Έχουμε γράψει αρκετές φορές στο παρελθόν ότι η Νέα Δημοκρατία δεν ήταν παρά μια συνιστώσα της «παράταξης Μητσοτάκη» που ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας.
Σε θεσμικό επίπεδο ο αυστηρά συγκεντρωτικός και απόλυτα προσωποπαγής χαρακτήρας του συστήματος Μητσοτάκη, πήρε τη μορφή του επιτελικού κράτους, δηλαδή ενός συμπλέγματος πρωθυπουργικών συμβούλων που στην ουσία είχαν δικαιοδοσίες «υπερυπουργών».
Κορυφαία έκφραση της λογικής του επιτελικού κράτους υπήρξε ασφαλώς η υπαγωγή της ΕΥΠ προσωπικά στον πρωθυπουργό, κάτι που βρίσκεται στους αντίποδες της ενίσχυσης των δικλείδων για τον έλεγχο της εξουσίας.
Η πανδημία
Η πανδημία έδωσε την ευκαιρία στο σύστημα Μητσοτάκη να κάνει το επόμενο βήμα. Αυτή τη φορά το Μαξίμου εργαλειοποίησε την έκτακτη υγειονομική και οικονομική ανάγκη, καθώς και τη δημοσιονομική χαλάρωση της ευρωζώνης, προκειμένου να παρακάμψει τις θεσμισμένες διαδικασίες για τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Οι απευθείας αναθέσεις έσπασαν κάθε μεταπολιτευτικό ρεκόρ, τα προσωπικά δεδομένα θυσιάστηκαν στο βωμό της ταχύτητας στην ψηφιοποίηση του κράτους, ενώ ο πακτωλός της κρατικής διαφήμισης διασφάλισε την ευθυγράμμιση της πλειονότητας των ΜΜΕ με την κυβερνητική γραμμή.
Για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά αντιπολίτευση στην κυβέρνηση έκαναν μόνο μια χούφτα σάιτ κι εφημερίδες. Φαλκιδεύτηκε δηλαδή η βασική αρχή μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ότι ο Τύπος στέκεται κριτής της εξουσίας και θεματοφύλακας των συνταγματικών ελευθεριών.
Σε μια δημοκρατία που έτσι κι αλλιώς έχει διαχρονικά πολύ μεγάλα ελλείματα σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της κυβερνητικής εξουσίας και της περιφρούρησης των ατομικών δικαιωμάτων, ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος των ΜΜΕ σε συνδυασμό με την κατά το δοκούν διοχέτευση μεγάλων κρατικών κονδυλίων, διαμόρφωσε τους όρους για τη μια διαδικασία μετατροπής του συστήματος Μητσοτάκη σε καθεστώς Μητσοτάκη. Κερασάκι στην (καθεστωτική) τούρτα η οικοδόμηση ενός σκοτεινού μηχανισμού υποκλοπών με πολιτική στόχευση.
Ενώ λοιπόν διατηρείται τυπικό θεσμικό πλαίσιο της δημοκρατίας, την ίδια στιγμή υποκλέπτεται καίριο τμήμα του περιεχομένου της.
Ο εσωτερικός εχθρός
Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί τη σημερινή κατάσταση από όσα έχουμε δει στο πρόσφατο παρελθόν, είναι η αναβίωση της αντιμετώπισης των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης ως εσωτερικών εχθρών και δυνάμει «αντεθνικών στοιχείων». Επιστρέφουμε δια της διολισθήσεως στο λόγο και τις πρακτικές της μετεμφυλιοπολεμικής Δεξιάς, η οποία θεωρούσε τους αντιπάλους της πολίτες μειωμένων δικαιωμάτων και αντεθνικών κινήτρων.
Στο προχτεσινό διάγγελμά του ο πρωθυπουργός προκαταλαμβάνοντας κατά θεσμικά απρεπή τρόπο τη δικαστική κρίση, χαρακτήρισε νόμιμη την παρακολούθηση από την ΕΥΠ του Νίκου Ανδρουλάκη. Την πληρωμένη απάντηση έδωσε ο υπεράνω (αριστερής) υποψίας Βαγγέλης Βενιζέλος, ο οποίος δήλωσε: «Δεν υπάρχει δε ούτε στοιχειώδης νομιμοφάνεια όταν παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών ευρωβουλευτή, που διαθέτει σε εθνικό επίπεδο τη νομική προστασία του βουλευτή, με επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας».
Στη συνέχεια της δήλωσής του (η οποία ενδεχομένως αποτελεί οδοδείκτη πολιτικών εξελίξεων) ο κ. Βενιζέλος υπενθυμίζει το θεσμικά αυτονόητο: «Δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους «εθνικής ασφαλείας» ενδογενείς ή πολύ περισσότερο «εισαγόμενους»».
Στην ουσία, ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σαμαρά υπενθύμισε ένα από τα μεγαλύτερα κεκτημένα της Γ Ελληνική Δημοκρατίας. Μετά από τον Ιούλιο του 1974 οι αντιπολιτευόμενοι σταμάτησαν να θεωρούνται εσωτερικοί εχθροί και εθνικά ύποπτοι. Επί της αρχής βέβαια αυτά, γιατί στην πράξη έκαναν δουλίτσα ο Μαυρίκης, ο Τόμπρας και διάφοροι ανάλογοι «φίλοι» της εκάστοτε κυβέρνησης.
Είναι όμως πρωτοφανές για τα μεταπολιτευτικά χρονικά να υποστηρίζει ο πρωθυπουργός ότι μπορεί και να είναι εθνικά επιβεβλημένη η παρακολούθηση ενός αρχηγού κοινοβουλευτικού κόμματος. Σε αυτήν την περίπτωση, η δικαιολόγηση της εγκληματικής πράξης πιθανότατα προκαλεί μεγαλύτερη ζημιά από την ίδια την πράξη. Κι αυτό γιατί αναιρεί μια από τις βασικές δημοκρατικές κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών, την άρση του διαχωρισμού των πολιτών σε «εθνικόφρονες» και «μιάσματα». Κατ’ αντιστοιχία, το ίδιο ισχύει και για τη δικαιολόγηση δια της πρωθυπουργικής σιωπής των υποκλοπών από την ΕΥΠ σε βάρος των δημοσιογράφων Θανάση Κουκάκη και Σταύρου Μαλιχούδη.
Η απειλή για τη δημοκρατία
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι-ες λοιπόν όχι μόνο με μια μείζονα κυβερνητική κρίση, αλλά με μια μεγάλη απειλή για τη δημοκρατία. Ένα προσωποπαγές σύστημα εξουσίας που μετατρέπεται σταδιακά σε καθεστώς, υποκλέπτει τις πολιτικές ελευθερίες και αναιρεί σημαίνουσες δημοκρατικές κατακτήσεις. Αυτή είναι η ώρα που κανείς και καμιά δεν μπορεί να παραμένει σιωπηλός-ή. Δεν αρκούν επίσης οι γενικόλογες επικλήσεις για την προστασία του κράτους δικαίου και του απόρρητου των συνομιλίων, όσο και αν στέλνουν εμμέσως σημαντικά πολιτικά μηνύματα όταν ακούγονται από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Αυτή είναι η ώρα για καθαρές κουβέντες. Για να διαλευκανθεί ποινικά και πολιτικά το σκάνδαλο των υποκλοπών, να σπάσει το απόστημα της ΕΥΠ, να μπει τέλος στον αντιδημοκρατικό καθεστωτισμό, να διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο της διαφάνειας που δεν θα επιτρέψει σε κανέναν στο μέλλον να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη. Είναι ώρα αγώνα για τη δημοκρατία.
Γιάννης Αλμπάνης