Macro

Η συνολική υποβάθμιση της υγείας φέρνει μείωση του προσδόκιμου ζωής

Οι αλλαγές που έφερε η πανδημία δεν περιορίζονται μόνο στους επιδημιολογικούς δείκτες ή στα περιοριστικά μέτρα, αλλά αγγίζουν έμμεσα σχεδόν όλες τις εκφάνσεις της ζωής, από την ψυχική υγεία μέχρι τις καθημερινές συνήθειες. Σύμφωνα με έκθεση της Ε.Ε., στις αρχές Φεβρουαρίου, το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα το 2020 ήταν 81,2 έτη, χαμηλότερο σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της νότιας Ευρώπης. Στην Ισπανία και την Ιταλία το προσδόκιμο είναι 82,4 έτη, στη Γαλλία 82,3, στη Μάλτα 82,6 και στην Πορτογαλία 81,1. Επίσης, οι χώρες της δυτικής Ευρώπης έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο από της Ελλάδας. Η μείωση του προσδόκιμου ζωής μεταξύ του 2019 και του 2020, πριν και μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, όπως αποτυπώνεται στον χάρτη, είναι κοινό χαρακτηριστικό στις περισσότερες χώρες, με εξαίρεση τις σκανδιναβικές, που είχαν δώσει έμφαση στο κοινωνικό κράτος και τα συστήματα Υγείας.
Η μεγάλη μείωση δεν οφείλεται πάντως αποκλειστικά στον κορωνοϊό, καθώς οι 4.957 θάνατοι από Covid-19 το 2020 αντιστοιχούν στο 3,7% των συνολικών θανάτων στην Ελλάδα. Σίγουρα όμως η πίεση της πανδημίας στο ΕΣΥ αποτελεί σημαντική αιτία, όπως και οι χαμηλές δαπάνες για την υγεία. Περιγράφοντας τους λόγους για τη μείωση του προσδόκιμου ζωής στη χώρα μας και κατά πόσο η πανδημία επηρεάζει το σύνολο της νοσηρότητας, η ειδικευόμενη γενικής χειρουργικής στο «Ιπποκράτειο» Θεσσαλονίκης Φαίη Λιαρετίδου κάνει λόγο για τέσσερις αιτίες.

Στο περιθώριο οι υπόλοιπες ασθένειες

Πρώτον, επικεντρωθήκαμε στον κορωνοϊό και αφήσαμε πίσω όλη την υπόλοιπη νοσηρότητα. Ακόμα και τώρα που θεωρητικά έχουν μειωθεί οι σκληροί δείκτες, τα χειρουργεία δεν γίνονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τονίζει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής η Φ. Λιαρετίδου. «Αυτή η καθυστέρηση μεταβάλει και το προσδόκιμο και την πρόγνωση», υπογραμμίζει και προσθέτει ότι πολλά περιστατικά ήταν σιωπηλά, καθώς δεν πρόλαβαν να έχουν έγκαιρη αντιμετώπιση. «Τα καρδιολογικά είναι η πρώτη αιτία θανάτου γενικά στη χώρα και ήταν σαν να χάθηκαν τα εμφράγματα ξαφνικά». Επίσης, δεν είναι μόνο οι non-Covid ασθενείς, αλλά και οι ασθενείς κορωνοϊού, που κινδυνεύουν από άλλες επιπλοκές, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται σε σωστό χρόνο.
Παράλληλα, για πολλά χρόνια υπάρχει πρόβλημα στην Πρωτοβάθμια. Επί ΣΥΡΙΖΑ είχαν γίνει βελτιώσεις, όπως οι ΤΟΜΥ. Μετά όμως αφέθηκαν και δεν στελεχώθηκαν. «Δυστυχώς στην Ελλάδα όλα τα περιστατικά τα επωμίζονται τα τριτοβάθμια νοσοκομεία. Δεν πάει έτσι η αλυσίδα. Δεν υπάρχει Πρωτοβάθμια χωρίς γενικούς γιατρούς. Η Δευτεροβάθμια είναι υποστελεχωμένη», εξηγεί. Την ίδια ώρα, επιτάσσονται ιδιώτες, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν ιδέα από όσα χρειάζεται μια παθολογική κλινική, επομένως η φροντίδα είναι κακή.
Ελλιπέστατη εκπαίδευση για τους νέους γιατρούς
Δεύτερον, η εκπαίδευση των γιατρών είναι ελλιπέστατη τα χρόνια της πανδημίας, ειδικά τα τελευταία έτη της – τα βασικότερα στην Ιατρική. «Τώρα μπαίνουμε σε μια διαδικασία να ξεκινήσουμε ειδικότητα με λίγη πρακτική κλινική και, φυσικά, μας πηγαίνουν στα Covid τμήματα χωρίς να έχουμε καμία εκπαίδευση σε αυτό», αναφέρει η Φ. Λιαρετίδου.

Διαιωνίζονται οι ελλείψεις στο ΕΣΥ

Τρίτον, το προσωπικό στα νοσοκομεία είναι πολύ λίγο, ειδικότερα στις μικρότερες μονάδες. «Τα μεγάλα νοσοκομεία έχουν να αντιμετωπίσουν περιστατικά από την περιφέρεια, που είναι σε πολύ αργότερα στάδια», επισημαίνει η γιατρός του «Ιπποκράτειου». Μάλιστα, η έλλειψη αποτυπώνεται και στις προσωπικές περιπτώσεις. «Έχουμε βιώσει να μην υπάρχουν κρεβάτια ή ο άνθρωπός σου να μην είναι προτεραιότητα. Εκεί, όταν είσαι και γιατρός λες ‘έχουμε διαλυθεί τελείως’. Και αυτό γίνεται τώρα, όχι στην αρχή της πανδημίας. Διαιωνίζεται η κατάσταση».

Επιπλέον μείωση του προσδόκιμου τα επόμενα έτη

Τέταρτον, αναλαμβάνουν ευθύνη εργαζόμενοι που δεν θα έπρεπε, όπως οι ειδικευόμενοι. Όταν δε ο συγκεκριμένος έχει τρία χρόνια να χειρουργήσει -λόγω Covid-, πολλαπλασιάζεται ο κίνδυνος. Μάλιστα, είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο στο μέλλον αυτό να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα, που θα επηρεάσει τη φροντίδα των ασθενών και κατ’ επέκταση τις συνοσηρότητες, τις επιπλοκές και τελικά το προσδόκιμο. Επομένως, στην επόμενη ευρωπαϊκή μελέτη του 2021, το προσδόκιμο θα είναι εξίσου επηρεασμένο. Από τη στιγμή μάλιστα που το πρώτο κύμα του 2020 ήταν ηπιότερο και ακολούθησαν οι δύο καταστροφικές περίοδοι μέσα στο 2021.

Έξαρση σε καρκίνους έφερε η αποδιοργάνωση του ΕΣΥ

Η Εύη Ορφανού, αντιπρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, αποκαλύπτει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής έρευνα σε δείγμα 2.354 ογκολογικών ασθενών, που έδειξε πως μέσα στην πανδημία το 24,8% ακύρωσαν κάποιο ραντεβού και το 22% είχαν πρόβλημα επικοινωνίας με τον γιατρό. “Θα έχουμε ουσιαστικά μια αύξηση των ποσοστών των υποτροπών για τους καρκινοπαθείς και τις χρόνιες παθήσεις”
Την εμπειρία της από τις επιπτώσεις της πανδημίας στη λοιπή νοσηρότητα μεταφέρει η Εύη Ορφανού, πρόεδρος του Συλλόγου Καρκινοπαθών και Σπανίων Παθήσεων Ν. Έβρου «Μαζί για Ζωή» και αντιπρόεδρος στην Ένωση Ασθενών Ελλάδας. Μιλώντας στην ΑΥΓΗ της Κυριακής, τόνισε ότι ο κορωνοϊός έφερε μια αποδιοργάνωση της εξατομικευμένης παρακολούθησης σε ασθενείς, τόσο γι’ αυτούς με χρόνιες παθήσεις όσο και για καρκινοπαθείς.

Καμπανάκι ΠΟΥ

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η πανδημία οδήγησε σε διακοπή παροχής υπηρεσιών κατά 42%. Μάλιστα, μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο αναβλήθηκαν ή καθυστέρησαν 2,1 εκατομμύρια εξετάσεις και διάγνωσης καρκίνου! Παράλληλα, έρευνα της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας σε δείγμα 2.354 ογκολογικών ασθενών έδειξε πως εν μέσω πανδημίας το 24,8% ακύρωσαν κάποιο ραντεβού και το 22% είχαν πρόβλημα στην επικοινωνία με τον γιατρό. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε απώλεια και σημαντική καθυστέρηση των νέων διαγνώσεων διάφορων ασθενειών, των κρίσιμων χειρουργείων και των ραντεβού παρακολούθησης.
Ειδικά στον καρκίνο, όταν ένα νέο περιστατικό δεν έχει έγκαιρη διάγνωση, σημαίνει ότι θα φανεί σε προχωρημένο στάδιο. «Ένας καρκινοπαθής που δεν έκανε έλεγχο, ενδέχεται να είχε μια εξέλιξη στον καρκίνο και τελικά να τον βρούμε σε μια αλλαγή σταδίου. Επομένως, θα έχουμε ουσιαστικά μια αύξηση των ποσοστών των υποτροπών. Αυτό ισχύει και για τους καρκινοπαθείς και για τις χρόνιες παθήσεις φυσικά», υπογραμμίζει η Εύη Ορφανού. Όπως εκτιμά η αντιπρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα να αναμένεται έξαρση σε καρκίνους και χρόνιες παθήσεις με τη λήξη της πανδημίας, καθώς είχαν μείνει αδιάγνωστες ή καθυστέρησε η παρακολούθησή τους, άλλαξαν στάδια και χειροτέρεψαν.

Καμία στήριξη από την Πολιτεία

Παράλληλα, υπάρχουν πολλοί ασθενείς που προσπαθούν να εμπιστευτούν τον ιδιωτικό τομέα, καθώς φοβούνται την επίσκεψη σε νοσοκομείο του ΕΣΥ λόγω κορωνοϊού. Εξάλλου, πολλά δημόσια νοσοκομεία έγιναν αποκλειστικά Covid. «Αυτό όμως που έχουμε μάθει από πολλούς ασθενείς είναι ότι αρκετοί δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τη συμμετοχή των εξετάσεων στα ιδιωτικά κέντρα», δηλώνει η Εύη Ορφανού και συμπληρώνει πως η Πολιτεία δεν έφερε μέτρα για τη στήριξη των ευπαθών ομάδων. «Εφόσον υπάρχει πρόβλημα στη δημόσια υγεία και τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, θα μπορούσαν να είχαν απαλλάξει κάποιες κατηγορίες ασθενών από τη συμμετοχή ώστε να μπορούν να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα και να απορροφήσει το κράτος το κόστος» προτείνει η πρόεδρος του Συλλόγου Καρκινοπαθών και Σπανίων Παθήσεων Ν. Έβρου «Μαζί για Ζωή». Έτσι θα υπήρχε διευκόλυνση για τον πολίτη ώστε να μπορεί να κάνει έλεγχο χωρίς κανένα άγχος.

Επιτακτική ανάγκη η αναβάθμιση της ΠΦΥ

Σύμφωνα με την Εύη Ορφανού, είναι επιτακτική η αναβάθμιση του ρόλου της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, καθώς είναι η αρμόδια για την πρόληψη. «Η Πρωτοβάθμια είναι το Άλφα και το Ωμέγα. Ο ασθενής πρέπει να ξέρει ότι θα στραφεί εκεί την κρίσιμη περίοδο, δεν θα έχει καθυστέρηση και θα νιώθει ασφαλής», επισημαίνει και τονίζει το όφελος του ελέγχου έναντι της μικρής πιθανότητας να κολλήσει ο εξεταζόμενος κορωνοϊό. «Κατανοούμε τον φόβο, αλλά μην αμελείτε τις εξετάσεις. Διότι για τον κορωνοϊό υπάρχουν μέτρα προστασίας, αλλά η ακύρωση μιας προληπτικής εξέτασης και το να μείνει αδιάγνωστος κάποιος είναι πολύ μεγαλύτερο φορτίο», διευκρινίζει.
Τέλος, επειδή η ζωή συνεχίζεται και στη μετά-Covid εποχή, η Εύη Ορφανού καταλήγει ότι είναι αναγκαίο να στραφούμε στην Πρωτοβάθμια, να υπάρχουν εξατομικευμένα προγράμματα πρόληψης ανάλογα με τον καθένα, αλλά και να αναπτυχθεί ο ηλεκτρονικός φάκελος ασθενών και να έχουν όλοι οι γιατροί πρόσβαση σε αυτόν.

Αντώνης Ραυτόπουλος

Πηγή: Η Αυγή