Macro

Η ομάδα των «φειδωλών» και η επιθανάτια αγωνία της «Γερμανικής» Ευρώπης

Η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται στο επίπεδο του 1947 και της Γερμανίας στο επίπεδο του 1970! Τα επίσημα στοιχεία για το μέγεθος της κρίσης στις δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη προκαλούν ανατριχίλα.

Η δεύτερη φάση της υγειονομικής κρίσης θα επιταχύνει τους ρυθμούς και θα προκαλέσει μια νέα φάση της οικονομική κρίσης, μιας κρίσης πιθανά πιο ισχυρής και από την κρίση του 1929 η οποία, όχι τυχαία, βρήκε διέξοδο στην 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Η νέα κρίση πλέει σε αχαρτογράφητα νερά. Η ανεργία, η κοινωνική περιθωριοποίηση και η φτωχοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων, σε συνδυασμό με τους εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους λόγω της πανδημίας, δημιουργούν πρωτοφανείς καταστάσεις για τα μεταπολεμικά χρόνια με απρόσμενες συνέπειες για όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής σε διεθνές επίπεδο. Ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ντ. Μαλπάς προειδοποίησε ήδη ότι ο κόσμος «ολισθαίνει στην ακραία φτώχεια».

Το αστικό σύστημα εξουσίας, για να αντιμετωπίσει τόσο την αναμενόμενη επιδείνωση των οικονομιών όσο και την κοινωνική δυσαρέσκεια, κατέληξε στο συμπέρασμα, αν και μέσα από αντιφάσεις και εθνικές αντιθέσεις, ότι το φάρμακο βρίσκεται όχι στη λήψη κοινωνικών μέτρων αλλά στη χορήγηση μιας ακόμα πιο ισχυρής δόσης νεοφιλελευθερισμού στο οικονομικό πεδίο, συνδυασμένης με την λήψη κατασταλτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των αντιδράσεων της  κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι κυβέρνηση Μητσοτάκη, εν μέσω αύξησης των κρουσμάτων της πανδημίας, προσλαμβάνει όχι γιατρούς αλλά αστυνομικούς – συνοριοφύλακες!

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση υποχρεώθηκε σε πρώτη φάση να «παραβιάσει» τους σκληρούς κανόνες της και να πάρει ορισμένα μέτρα για να αντιμετωπίσει την κατάρρευση των οικονομιών και να καταπραΰνει τις οδυνηρές συνέπειες από την πανδημία. Τελικά, όμως και αυτή επέλεξε να πορευθεί σε βάθος χρόνου στους γνώριμους δρόμους του νεοφιλελευθερισμού και των κοινωνικών αντιμεταρρυθμίσεων. Οι δυνάμεις της εργασίας θα κληθούν και πάλι να πληρώσουν τον λογαριασμό.

 

ΟΙ «ΦΕΙΔΩΛΟΙ»

 

Το αρχικό σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης της Κομισιόν για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρώπη προέβλεπε την χορήγηση 500 δις ευρώ για επιχορηγήσεις και 250 δις για δάνεια στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ποσά ιδιαίτερα ανεπαρκή αν λάβουμε υπόψη μας το μέγεθός της πρωτοφανούς αυτής κρίσης.

Ωστόσο, ακόμα και αυτά το σχέδιο βρέθηκε στο στόχαστρο των λεγόμενων «φειδωλών» χωρών του βορρά: της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Δανίας και της Σουηδίας. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών, λειτουργώντας ως ένας νέος «άξονας της λιτότητας», υπονόμευσαν και τελικά κατάφεραν να αλλάξουν τους όρους του προγράμματος προβάλλοντας μάλιστα την ανάγκη υιοθέτησης ενός πανευρωπαϊκού μνημονίου.

Ο Ολλανδός πρωθυπουργός, ο νεοφιλελεύθερος Μάρκ Ρούτε, αποτελώντας την αιχμή του δόρατος, απαίτησε οι χώρες που θα χρηματοδοτηθούν να υλοποιήσουν «μεταρρυθμίσεις» στο συνταξιοδοτικό, το εργασιακό και το φορολογικό σύστημα – μια νέα εκδοχή των ελληνικών σχεδίων «διάσωσης»! Πρότεινε, μάλιστα, στα πρότυπα του Σόιμπλε, οι δόσεις να χορηγούνται μετά την «εκπλήρωση» των μεταρρυθμιστικών τους υποχρεώσεων.

Ο Αυστριακός πρωθυπουργός Κουρτς, το ανερχόμενο αστέρι της ευρωπαϊκής δεξιάς (και ακροδεξιάς), πιστός στα νεοφιλελεύθερα δόγματα, υποστήριξε ότι «Δεν θέλουμε ούτε ένωση χρέους, ούτε μία εισαγωγή στην ένωση χρέους από την πίσω πόρτα. Το σημαντικό για μας είναι η περιορισμένη χρονική διάρκεια της οικονομικής βοήθειας». Σε συνέντευξη του, μάλιστα, στην γερμανική Die Welt απείλησε ότι η συσπείρωση των «φειδωλών» θα έχει μόνιμο χαρακτήρα: «Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε στενά εντός της ομάδας των φειδωλών, προκειμένου να αντιταχθούμε αποφασιστικά στα σχέδια για την δημιουργία μιας Ένωσης χρέους και στο μέλλον να προασπίσουμε τα συμφέροντά μας από κοινού και σε άλλους τομείς».

Μια τέτοια πολιτική ήταν αναμενόμενη από τις σκληρές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της Ολλανδίας και της Δανίας. Το γεγονός ότι μαζί τους συντάχθηκαν και οι «κοκκινο-πράσινες» κυβερνήσεις της Δανίας και της Σουηδίας -κυβερνήσεις συνασπισμού με βασικούς κορμούς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα- προκάλεσε μια αρνητική έκπληξη κυρίως σε όσους μέχρι πρότινος ευελπιστούσα ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, λόγω της τεράστιας υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, θα επέστρεφε στις παραδοσιακές της απόψεις για το κοινωνικό κράτος και θα πίεζε για ουσιαστικές αλλαγές στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στη Σουηδία, η κυβέρνηση μειοψηφίας σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων με πρωθυπουργό τον Στέφαν Λεβέν -ο οποίος έχει τεράστιες ευθύνες για την μη λήψη μέτρων στην αντιμετώπιση της πανδημίας με χιλιάδες θύματα- υποστήριξε την πολιτική των περικοπών. Ο Λεβέν, χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή νεοφιλελεύθερη φρασεολόγια των απανταχού συντηρητικών, διαφώνησε με την αρχική πρόταση της Κομισιόν υποστηρίζοντας ότι σε αυτή την περίπτωση «η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να συγκεντρώσει 500 δισεκατομμύρια ευρώ και στην συνέχεια να τα κατανείμει υπό μορφήν επιχορηγήσεων, χωρίς καμία υποχρέωση αποπληρωμής, στέλνοντας τον λογαριασμό στους μελλοντικούς φορολογούμενους».

Την ίδια πολιτική υιοθέτησε και η Δανία, στη διακυβέρνηση της οποίας βρίσκεται ένας «κοκκινο-πράσινος» συνασπισμός, με πρωθυπουργό την Μέτε Φρεντέρικσεν του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος – συνασπισμός στον οποίο συμμετέχουν σοσιαλιστικά, πράσινα ακόμα και αριστερά κόμματα, όπως και ο Κόκκινο-Πράσινος Συνασπισμός, το αιρετικό κόμμα του Ευρωπαϊκού Κόμματος της Αριστεράς!

Αποδείχθηκε έτσι και για μια ακόμα φορά η πλήρης σύμπλευση της σοσιαλδημοκρατίας σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες με τα αυθεντικά συντηρητικά, νεοφιλελεύθερα κόμματα πάνω σε μια βαθιά αντικοινωνική ατζέντα.

Οι πιέσεις των «φειδωλών», συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών, είχαν βέβαια αποτέλεσμα. Έτσι το αρχικό σχέδιο της Κομισιόν -για τη χορήγηση 500 δις ευρώ επιχορηγήσεις και 250 δις δάνεια- μετατράπηκε μετά την παρέμβαση τους, σε 390 δις επιχορηγήσεις και σε 360 δις δάνεια, με προτάσεις για «μεταρρυθμίσεις» και «διαρθρωτικές» αλλαγές μνημονιακού τύπου κατά το ελληνικό πρότυπο. Ακόμα και η Κρ. Λαγκάρντ του ΔΝΤ διαφώνησε με την απόφαση υποστηρίζοντας, σε μια διαδικτυακή συνέντευξη της στην Washington Post, ότι το πόσο των επιχορηγήσεων θα έπρεπε να είναι στο ύψος των 500 δις ευρώ!

Ωστόσο, κανείς δεν αμφιβάλει ότι πίσω από τους «φειδωλούς», οι οποίοι δεν έχουν ούτε το κύρος ούτε το εκτόπισμα για επιβάλουν σε ολόκληρη την Ευρώπη τις απόψεις τους, έδρασε στα παρασκήνια το «μεγάλο αφεντικό». Ο Ρούτε απλά αντικατέστησε τον Σόιμπλε στο να φέρει σε πέρας τη «βρώμικη» δουλειά. Η επιχείρηση «διάσωσης» από την κρίση έχει και πάλι τη σφραγίδα της γερμανικής άρχουσας τάξης και των συμμάχων της. Η κυβέρνηση του «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών όχι μόνον πρωτοστάτησε παρασκηνιακά αλλά και έχοντας όπως πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο επέβαλε τις αλλαγές αυτές.

Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, ο ηγέτης της οποίας Όλαφ Σόλτς είναι υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος της κυβέρνησης Μέρκελ, απέδειξε και σε αυτή την κρίσιμη στιγμή ότι έχει πάρει διαζύγιο από τις παραδοσιακές αντιλήψεις για το «κράτος-πρόνοια» και την προστασία της κοινωνίας. Η μοίρα της σε αυτή τη βάση, όπως αποδεικνύουν και τα μέχρι σήμερα εκλογικά αποτελέσματα, είναι προδιαγεγραμμένη.

Η γαλλική κυβέρνηση, το έτερο σκέλος του γαλλογερμανικού άξονα που καθορίζει τις τύχες της Ευρώπης, αποδέχθηκε και αυτή με ανακούφιση τη συμφωνία. Ο πρόεδρος Ε. Μακρόν, ο οποίος  κρύφτηκε με τη σειρά του πίσω από τους φειδωλούς, υποστήριξε ότι η ημέρα υπογραφής της συμφωνίας αποτελούσε μια «ιστορική ημέρα για την Ευρώπη».

 

ΟΙ «ΡΕΑΛΙΣΤΕΣ»

 

Ακόμα και οι κυβερνήσεις των τραγικά πληγεισών από την πανδημία χωρών, της Ιταλίας και της Ισπανίας, αποδέχθηκαν το τελικό σχέδιο διάσωσης των ευρωπαϊκών οικονομιών από την υγειονομική κρίση.

Ο Ισπανός πρωθυπουργός, ο σοσιαλιστής Πέδρο Σάντσεθ, δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι το τελικό σχέδιο διάσωσης «Είναι μια σπουδαία συμφωνία. Σήμερα γράφτηκε μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία της ΕΕ». Έφθασε, μάλιστα, στο σημείο όχι μόνο να χαρακτηρίσει, εντελώς ανιστόρητα, τη συμφωνία ως ένα «αυθεντικό σχέδιο Μάρσαλ» αλλά και να δηλώσει ότι «κατανοεί» τις ενστάσεις των «φειδωλών»!  Αλλά και Πάμπλο Ιγκλέσιας των Podemos, αν και διαπίστωσε «ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε σήμερα το πρωί στην Ευρώπη δεν φτάνει εκεί που θα ήθελαν ορισμένοι από εμάς», εντούτοις, τη θεώρησε «μια καλή συμφωνία για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την Ισπανία και αποτελεί οξυγόνο για το ευρωπαϊκό σχέδιο…».

Στην Ιταλία η κυβέρνηση Κόντε, πρωτοστάτησε αρχικά για να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο πρωθυπουργός Κόντε, με το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης και τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους, είχε υποστηρίξει σε δηλώσεις του στην Bild ότι «είναι προς το αμοιβαίο συμφέρον η Ευρώπη να δηλώσει παρούσα, να δείξει ότι αίρεται στο ύψος των περιστάσεων αυτής της πρόκλησης. Διαφορετικά, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το ευρωπαϊκό όραμα, ο καθένας (…) να μεριμνήσει για τον εαυτό του».

Παρά τις απειλές και τις δυσοίωνες προβλέψεις του αποδέχθηκε και αυτός το πρόγραμμα εκτιμώντας ότι «Η συμφωνία που επετεύχθη αποτελεί αναμφίβολα έναν βασικό σταθμό, και μας κάνει να μπορούμε να δηλώσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στάθηκε στο ύψος της ιστορίας της».

Είναι φανερό ότι η Ευρώπη ολόκληρη μπαίνει σε μια νέα περίοδο ακόμα πιο σκληρών οικονομικών αλλά και πολιτικών αντιμεταρρυθμίσεων. Η σημερινή πολιτική που οδηγεί στην εξαθλίωση της κοινωνίας γεννιέται όχι από τις ιδιαιτερότητες των ηγετών των αστικών κομμάτων και του συστήματος εξουσίας αλλά από τη βαθιά κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Η υγειονομική κρίση επιτείνει και επιταχύνει τις διαδικασίες και το μέγεθος της κρίσης, υπονομεύει το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, ενισχύει την άκρα δεξιά και οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

Οι κυρίαρχες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις, οι αστικές ελίτ, δείχνουν να μην ανησυχούν από την άνοδο της ακροδεξιάς η οποία αμφισβητεί το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό status όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε και στη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ευελπιστούν ότι τελικά θα ελέγξουν την ακροδεξιά. Κάνουν το ίδιο λάθος που έκαναν στον μεσοπόλεμο. Εκτιμούσαν, εντελώς λανθασμένα, ότι σε μια κάποια στιγμή, αφού θα ξεμπέρδευαν με το εργατικό κίνημα και την αριστερά, σοσιαλιστική και κομμουνιστική, θα έλεγχαν τα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Η ιστορία τους διέψευσε με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.

Η Μέρκελ και ο Σόλτς, με την πλήρη υποστήριξη τόσο των συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών όσο και των «κοκκινο-πράσινων» κομμάτων του στρατοπέδου των «φειδωλών», οδηγούν το σκάφος της Ευρώπης, ακριβώς όπως ο καπετάνιος του Τιτανικού, στα παγόβουνα μιας κρίσης ο οποία, ενισχύοντας τις φυγόκεντρες τάσεις, λειτουργεί σε βάθος χρόνου διαλυτικά για την σημερινή μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την βαρέως ασθενούσα και όχι μόνον λόγω της πανδημίας, «γερμανική» Ευρώπη.

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος