Ο έξοχος Ζαν Μπερνάρ Πουί ξεκινάει το νουάρ Μυθιστόρημά του «Η τελευταία παγίδα» (εκδ. Πόλις 2002, μετ. Κώστας Κατσουλάρης), μ’ αυτή τη φράση: «Η ζωή κυλάει σαν το μέλι στο στόμιο μιας μπετονιέρας όταν ξαφνικά, παράδοξα γεγονότα της αλλάζουν κατεύθυνση και περιεχόμενο».
Η απέραντη δυνατότητα του παράδοξου λοιπόν. Η δυνατότητα της παράδοξης σύμπτωσης, μέσα στο χάος της τυχαιότητας που μπορεί να αλλάξει τα πάντα στο χαρμάνι από παχύρρευστο σύμπαν που γυρνάει κι όλο γυρνάει μέσα στη μπετονιέρα της ζωής. Και φτιάχνεται αργά αργά, καθώς ο χρόνος υπάρχει στάγδην και όχι σαν χείμαρρος παρέχοντας στους πάντες την δυνατότητα για τα πάντα, που με τη σειρά τους διευρύνουν το χάος. Γι’ αυτό και ο Πουί, στο ίδιο μυθιστόρημα, λέει πως «το τυχαίο είναι σκυλί της κόλασης».
Ένα σκυλί πεινασμένο, που δεν πρόκειται να χορτάσει ποτέ γιατί και η κόλαση δεν πρόκειται να χορτάσει ποτέ, καθώς η μπετονιέρα γυρνάει ασταμάτητα και ασταμάτητα αναδεύει το μέλι των άστρων που είναι καμωμένα από χώμα, από καταιγίδες οργής, αρπαγής και σπατάλης, από πράες βροχές μιας απέραντης λύπης που μυρίζει θυμάρι, από δαπανημένο κι όμως ατελέσφορο καημό, από καρδιοβόρο τρόμο κι από τόσα άλλα. Ένα χαρμάνι της απέραντης ύλης, της ίδιας ύλης που «χτίζει» και τη θνητότητα και την αθανασία, από «κτίσεως κόσμου», καθώς το μέλι «κυλάει στο στόμιο μιας μπετονιέρας».
Είναι το ίδιο μέλι που φτιάχνει το κερί (άλλοτε πένθιμο, άλλοτε αναστάσιμο, δηλαδή ένα θρίαμβο πένθους), αλλά και τον άτσαλο ήχο από ποτήρια που σπάζουν, από μάτια που σπάζουν καθώς χαράζει ενώ είναι μόλις περασμένα μεσάνυχτα μεγάλης ηλικίας και ο Τσαρλς Μπουκόφσκι σε απειλεί: «η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση». Λίγο πιο κει – στη μπάρα – κάθεται ο Τσέζαρε Παβέζε. Μόνος. Μονολογεί: «Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου». Η Constance Dowling δεν είναι δίπλα του. Για πάντα. Ο Τσέζαρε Παβέζε αυτοκτονεί και η ποίηση αλλάζει προορισμό. Κανείς δεν το αντιλαμβάνεται. Το ημερολόγιο γράφει 27 Αυγούστου 1950. Μια τυχαία ημερομηνία∙ τόσο τυχαία, όσο κι ένα τυχαίο καρφί μπηγμένο σε κάποιο τυχαίο τοίχο. Κανείς δεν βλέπει ότι είναι μπηγμένο στο σώμα ενός τυχαίου Χριστού.
Κάπου εδώ γύρω βουίζει το μελίσσι κι ακούγεται το βουητό του σαν βροντή «των πλησιαζόντων γεγονότων». Κάπου εδώ γύρω ακούγεται και το βουητό μιας καλά σχεδιασμένης σύμπτωσης που μπορεί να φέρει την καταστροφή. Κι αυτή στο ίδιο βουητό «των πλησιαζόντων γεγονότων» ανήκει, στο βουητό που ετοιμάζει το μέλι και τον κίνδυνο. Τον μελισσοκόμο και τον μελισσοκτόνο. «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά» και τα «Άνθη του κακού». Τον χορευτή και τον σφαγέα. Τον ξυλοκόπο και τον ξυλουργό. Τον γλεντιστή και τον γλεντοκόπο. Εδώ, όλα εδώ.
Κάπου εδώ γύρω για την ακρίβεια. Γιατί κάπου εδώ γύρω βρίσκεται και ο αιμάτινος ανθώνας, η συνθήκη, θέλω να πω για να υπάρξουν τα υπόλοιπα. Γιατί κάπου εδώ γύρω βρίσκεται και ο χρόνος. Το πού ακριβώς δεν το γνωρίζουμε. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε χώρος για τα σκυλιά της κόλασης. Διαφορετικά δεν θα δημιουργούσαμε διαρκώς αυτή την παχύρρευστη «κτίση» που ολοένα περιδινείται προσπαθώντας να «χτίσει» τον τέλειο οίκο που ονομάζεται χρόνος. Πολλές οι αποτυχίες μέχρι τώρα αφού αντί για χρόνος προκύπτει Κρόνος.
Όμως το μέλι δεν σταματάει να κυλάει στο στόμιο της μπετονιέρας. Όπως το δάκρυ που φτιάχνει το βλέμμα κι εκείνο με τη σειρά του το πρόσωπο. Ποιος είπε άλλωστε ότι και η λύπη δεν ανήκει στην ύλη της δημιουργίας; Ποιος είπε ότι και η ήττα δεν ανήκει στην ίδια υψηλή τέχνη; Ποιος είπε ότι ακόμα και ο εφιάλτης δεν ανήκει στο ίδιο άγριο όνειρο που κυλάει αργά μέσα στη μπετονιέρα; Ποιος είπε ότι το επόμενο κερί όλων των Όρθρων και των Εσπερινών δεν είναι καμωμένα από όνειρο, μέλι και αίμα;
Τελικά, ποιος στ’ αλήθεια μπορεί να βεβαιώσει ότι ο Παράδεισος δεν είναι Κόλαση; Η μπετονιέρα γυρίζει. Συνεχίζουμε.
Αυγή της Κυριακής