Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς βρέθηκε το βιβλίο στα χέρια μου. Νομίζω πάντως ότι δεν μου είχαν κάνει δώρο· το είχα πάρει εγώ. Εκείνη την περίοδο δεν πάταγα στο Γαλλικό στο οποίο είχα περάσει, αλλά διάβαζα πολλή κλασική γαλλική λογοτεχνία –πράγμα που εξακολουθώ να κάνω. Οπότε κάπως έφτασα και στις «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» του Μπαλζάκ1, με το χαρακτηριστικό λευκό σκληρό εξώφυλλο και το πορτρέτο του συγγραφέα, καθώς και με το ακόμα πιο χαρακτηριστικό διαφανές πλαστικό προστατευτικό.
Κάποια στιγμή πήρα το βιβλίο λοιπόν, κάποια στιγμή άρχισα να το διαβάζω, και όλες οι υπόλοιπες στιγμές εκείνων των ημερών έγιναν στιγμές του Μπαλζάκ. Σε ανάλογες περιπτώσεις συνήθως λέμε «ρούφηξα το βιβλίο μέχρι το τέλος». Θα ήταν όμως ακριβέστερο αν έλεγα ότι συνέβη το αντίθετο. Το βιβλίο με ρούφηξε. Γιατί με τις Ψευδαισθήσεις όπως και με τη συνέχεια του, τις Κουρτιζάνες2, δεν διαβάζεις απλώς μια συναρπαστική ιστορία. Η ιστορία που διαβάζεις σε κατακυριεύει σε τέτοιο σημείο που όλο το εικοσιτετράωρο αρθρώνεται με άξονα τις περιπέτειες του Λυσιέν ντε Ρυμπαμπρέ και του εωσφορικού ηγούμενου Κάρλος Χερέρα. Κάθε άλλη δραστηριότητα πρέπει να περάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται για να φτάσει η ώρα της ανάγνωσης. Κουβαλάς το βιβλίο στη δουλειά, μήπως βρεθεί κανένα κενό να διαβάσεις. Βγαίνοντας από το μετρό, κάθεσαι στο πρώτο καφέ για να διαβάσεις, γιατί αν γυρίσεις στο σπίτι θα πρέπει να πρώτα να κουβεντιάσεις με τη φίλη σου που βρίσκεται εκεί. Όταν ξηλώνετε με τους συναδέλφους το περίπτερο από την έκθεση στην «παγόδα» του ΟΛΠ, με μεγάλη χαρά διαπιστώνεις ότι το φορτηγό έχει γεμίσει και πρέπει ένας να μείνει πίσω, όποτε προσφέρεσαι με προθυμία να κάνεις την τάχα μου αγγαρεία, για να κάτσεις στη βρώμικη μοκέτα του εκθεσιακού κέντρου και να διαβάσεις ευτυχής την ιστορία του Λυσιέν, μέσα στην τεράστια αίθουσα που μοιάζει με γιαπί.
Αυτή η σπάνια εμπειρία δεν είναι απλώς μια μέθη του πνεύματος, αλλά κάτι πολύ περισσότερο, μια σωματική μανία, μια παραφορά της ύπαρξης. Και θυμάμαι τα δύο βιβλία σήμερα, δύο δεκαετίες αργότερα, ως σημαντικά συμβάντα της ζωής μου και όχι απλώς ως εξαιρετικά αναγνώσματα.
Φαντάζομαι ότι με ανάλογο τρόπο οι προϊστορικοί άνθρωποι κατακυριεύονταν από τις ιστορίες που άκουγαν γύρω από τη φωτιά στα βάθη των σπηλαίων· ιστορίες για επικά κυνήγια μαμούθ και αλλόκοτα συναπαντήματα των αρχαίων προγόνων. Οι εξιστορήσεις αυτές δεν έπλαθαν μόνο το δεσμό και το ήθος της κοινότητας. Επρόκειτο για κάτι πολύ περισσότερο· μυσταγωγικά γεγονότα που βιώνονταν από όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά, ως μαγικές εμπειρίες. Μαγικές εμπειρίες των σωμάτων και των πνευμάτων.
Κάπως έτσι άκουσα λοιπόν κι εγώ τον Μπαλζάκ να αφηγείται το επικό κυνήγι του Λυσιέν στην καπιταλιστική μητρόπολη του 19ου αιώνα, σε αυτό το οριστικά χαμένο και απολύτως σύγχρονο Παρίσι.
Σημειώσεις
1. Honoré de Balzac, «Χαμένες Ψευδαισθήσεις», μετάφραση: Μπάμπης Λυκούδης, εκδόσεις Εξάντας
2. Ονορέ ντε Μπαλζάκ, «Μεγαλεία Και Δυστυχίες Των Κουρτιζάνων», μετάφραση: Ξενοφών Κομνηνός, εκδόσεις Ινδικτός
Γιάννης Αλμπάνης
Πηγή: Η Εποχή