Η σαραντάχρονη Μποκανέρα είναι μια ντετέκτιβ πολύ διαφορετική από αυτές που έχουμε διαβάσει ώς τώρα στην αστυνομική λογοτεχνία. Πάντα έτοιμη να ακούσει, πάντα έτοιμη να βοηθήσει, είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που φέρουν μέσα τους μια φυσική καλοσύνη, χωρίς υπολογισμούς
«Ανηφορίζοντας από το μπουλβάρ Καρνό, αρχίζουν να φαίνονται επισκέπτες από τις βίλες και οι κορφάδες των κουκουναριών. Ξαφνικά, ένα πρώτο άνοιγμα: Το απίστευτο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, η πινελιά των γλάρων ψηλά, τα λευκά πανιά χαμηλά. Αυτή τη στιγμή οι τουρίστες σπεύδουν να βγάλουν τις φωτογραφικές μηχανές τους, αλλά μέχρι να τις βγάλουν μια πρόσοψη κτιρίου τα χαλάει όλα. Ακόμη μερικά δευτερόλεπτα και το λεωφορείο περνάει μπροστά από το τοπίο. Το πλήθος ορμάει τότε στα τζάμια: Καταιγισμός από κλικ. Το λιμάνι, ο μόλος, ο φάρος, ο λόφος του Κάστρου, ο όρμος των Αγγέλων και η τέλεια γραμμή του ορίζοντα…»
Είναι η Νίκαια της Μισέλ Πεντινιελί, της Ιταλοκορσικανής συγγραφέα του βιβλίου «Μποκανέρα» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιά.
Η Πεντινιελί με όχημα μια ηρωίδα, την ιδιωτική ντετέκτιβ Ντιου Μποκανέρα, μας «ξεναγεί» σε μια πόλη πολύ διαφορετική -και ενδιαφέρουσα- από αυτήν που περιγράφουν οι κοσμικοί τουριστικοί οδηγοί που δείχνουν πλούσιους όλου του κόσμου να απολαμβάνουν την παγωμένη σαμπάνια τους στην Promenade des Anglais.
Η Νίκαια της Πεντινιελί απέχει πολύ από αυτήν την ειδυλλιακή εικόνα. Γεννημένη στη Νίκαια από μητέρα δασκάλα και πατέρα καλλιτέχνη, μιλάει κορσικανικά και ιταλικά, άρχισε να δουλεύει ως δημοσιογράφος αλλά τελικά την κέρδισε η συγγραφή αφού αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο ήταν να ακούει τους ανθρώπους γύρω της και να μεταφέρει τις ιστορίες τους. Τραβώντας την κουρτίνα της πολυτελούς πρόσοψης βλέπεις τους φτωχούς περιθωριοποιημένους μετανάστες που αναζητούν εργασία, τους κλοσάρ του δρόμου, τους στοχοποιημένους ομοφυλόφιλους, την ομοφοβική κοινωνία, αλλά και την αλληλεγγύη που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι του «πίσω» κόσμου.
Η ντετέκτιβ Μποκανέρα δέχεται μια επίσκεψη από έναν νεαρό άνδρα που της ζητά να ερευνήσει τον θάνατο του συντρόφου του. Στρέφεται σε αυτήν επειδή η αστυνομία βιάστηκε να βγάλει συμπεράσματα, βασιζόμενη περισσότερο σε ομοφοβικές προκαταλήψεις παρά σε γεγονότα. Σύμφωνα με αυτόν, κάτι ύποπτο συμβαίνει και μάλλον έχει δίκιο, επειδή δολοφονείται και ο ίδιος λίγο αφότου της μίλησε.
Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου ζει στην Παλιά Νίκαια. «Δίπλα σε μια από τις σαραβαλιασμένες πόρτες της πλατείας Σαιν-Φρανσουά υπάρχει μια μικρή πινακίδα που γράφει: ΤΖΟΥΛΙΑ ΜΠΟΚΑΝΕΡΑ ΕΡΕΥΝΑ. Στον ενικό όπως αν θα λέγαμε “Και τι κάνει η Τζούλια τούτη τη στιγμή; Μα, έρευνα”. Είναι ένα δυαράκι στον τελευταίο όροφο. Μικροσκοπικό, αλλά δεν με νοιάζει, έχει φως. Στην Παλιά Νίκαια, η μόνη δυνατότητα να βλέπεις τον ήλιο είναι ν’ ανεβαίνεις τους ορόφους σε αυτές τις αιωνόβιες πολυκατοικίες που δεν έχουν χώρο για ασανσέρ».
Οι αλλαγές που συμβαίνουν στην πόλη της έχουν σχέση με τη ζωή των ηρώων της αλλά και με την πλοκή της ιστορίας.
«Είναι ένας από αυτούς τους νέους κλώνους που συχνάζουν στην πλατεία του Πεύκου. Αυτή η πανάρχαιη πλατεία ανακαινίστηκε πρόσφατα. Υπάρχει λιγότερη κίνηση και αναπνέεις καλύτερα. Οπως κάθε λαϊκή συνοικία που εφαρμόζει τους νέους πολεοδομικούς κανόνες, έχει γίνει ο παράδεισος των μπαρ και των φαγάδικων, των θεματικών καταστημάτων και των ρουχάδικων – μια Εδέμ γεμάτη Αδώνιδες στην πλειονότητά τους, που θα ’λεγες ότι δεν ξεπερνούν ποτέ τα 25 ακόμη και όταν μαντεύεις ότι βρίσκονται πιο κοντά στην ανδρόπαυση παρά στην πρώτη κοινωνία. Εξαφανίστηκε το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, πάει το παλιό βιβλιοπωλείο, τέρμα τα σκοτεινά και κάπου πεγκέ (λιγδιάρικα) μπαράκια. Αυτή η αλλαγή έγινε πολύ γρήγορα, κάτω από τα κλωνάρια του πεύκου που δίνει τ’ όνομά του στην πλατεία και το οποίο ξαναφυτεύθηκε επίσης όταν το αρχικό παρέδωσε τα όπλα. Αν δεν ήταν ο ακατάβλητος ωρολογοποιός με το μαγαζάκι του, που με το ζόρι φτάνει τα έξι τετραγωνικά μέτρα, και το αχανές κτίριο στιλ δεκαετίας του τριάντα όπου στεγάζεται η Secours Populaire, θα δυσκολευόμουν να αναγνωρίσω τη συνοικία της παιδικής μου ηλικίας».
Η σαραντάχρονη Μποκανέρα είναι μια ντετέκτιβ πολύ διαφορετική από αυτές που έχουμε διαβάσει ώς τώρα στην αστυνομική λογοτεχνία. Και δεν αναφέρομαι στην εξωτερική της εμφάνιση ή στα αγαπημένα μποτάκια Dr. Martens που φορά, αλλά στην επαναστατική της πλευρά, το αίσθημα δικαίου που τη διακατέχει όταν αντικρίζει τις ανισότητες της κοινωνίας που ζει, την απόφασή της να μη γίνει μητέρα γιατί θεωρεί ότι δεν είναι κατάλληλη, τη συγκατοίκησή της με έναν άνδρα-φίλο και φυσικά την αγάπη της για τη λογοτεχνία. Πάντα έτοιμη να ακούσει, πάντα έτοιμη να βοηθήσει, είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που φέρουν μέσα τους μια φυσική καλοσύνη, χωρίς υπολογισμούς.
Διερευνώντας την υπόθεση του φόνου των δύο ομοφυλόφιλων, του Μάουρο και του Ντοριάν, η Μποκανέρα μάς παρουσιάζει μια αντιπροσωπευτική εικόνα για την αστυνομία, τη δημόσια υγεία, τις υποδομές μιας Νίκαιας που ταλαιπωρεί τους κατοίκους ενώ η διαφθορά παραμονεύει. Η Μποκανέρα θα βρει τη λύση του μυστηρίου και ταυτόχρονα θα δείξει και στον αναγνώστη τις γωνιές μιας πόλης που παρά τον υπερτουρισμό αντιστέκεται ακόμα: «Συνεχίζω προς την Κόκο Μπητς, τη μυθική πλαζ ανάμεσα στα βράχια. Είναι αλήθεια ότι εδώ, αν ονειρεύεσαι λευκή άμμο, καλύτερα να συνεχίσεις τον δρόμο σου: ή τα βότσαλα της Προμενάντ ντεζ Ανγκλέ ή τα βράχια της ακτής. Ευτυχώς, κανένας οικοδομικός επιχειρηματίας δεν άπλωσε ακόμη το χέρι του σε αυτούς τους φυσικούς βατήρες κατάδυσης και καμιά απαγόρευση δεν εμποδίζει τα πιτσιρίκια να πηδούν από τα βράχια στοχεύοντας καλά. Παίρνω τη λεωφόρο Ζαν-Λοραίν (μια κατηφόρα όπου κινδυνεύεις να τσακίσεις τα πόδια σου, πλαισιωμένη με σπίτια που παραβγαίνουν μεταξύ τους σε ομορφιά) και συνεχίζω στον παραθαλάσσιο δρόμο για τη Βιλφράνς. Τρέχω. Ξεχνώ τον θάνατο και το μίσος. Γεμίζω τις μπαταρίες μου με γαλάζιο και ήλιο».
Το «Μποκανέρα» είναι το πρώτο βιβλίο της Πεντινιελί που μεταφράστηκε στα ελληνικά και το πρώτο της σειράς με την ίδια ηρωίδα. Ελπίζουμε σύντομα να μεταφραστούν και τα άλλα.
Κυριακή Μπεϊόγλου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ