Macro

Η κουρελού τραγουδάει ακόμα

Ο μήνας που μας πέρασε ήταν γεμάτος γεγονότα. Η συμφωνία των Πρεσπών στάθηκε καταλύτης για το διαζύγιο των κυβερνητικών εταίρων και δρομολόγησε εξελίξεις -όχι μόνο την ψήφο εμπιστοσύνης αλλά και την ανασύνθεση των πολιτικών δυνάμεων. Τελικά, η Συμφωνία ψηφίστηκε από τη Βουλή μάλλον άνετα, αλλά η αξιωματική (και όχι μόνο) αντιπολίτευση μίλησε προσβλητικά για κυβέρνηση-κουρελού και χαρακτήρισε «ρετάλια» τους βουλευτές εκτός ΣΥΡΙΖΑ που έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης ή στήριξαν τη Συμφωνία των Πρεσπών στη Βουλή.

Κουρελού είναι υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι. Από την άποψη αυτή, ο χαρακτηρισμός «κουρελού» για την κυβερνητική πλειοψηφία δεν είναι πολύ ακριβής, αφού η κουρελού αποτελείται από πολλά μικρά κομμάτια και όχι από ένα μεγάλο και πολλά μικρά -αλλ’ ας το προσπεράσουμε αυτό.

Το κουρέλι δεν είναι λέξη ελληνικής ετυμολογίας· οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν το ράκος, λέξη ήδη ομηρική (π.χ. στην Οδύσσεια όταν ο Οδυσσέας εμφανίζεται στο παλάτι του ως ζητιάνος, φοράει ράκη: ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα, «έζωσε τα κουρέλια του τριγύρω στα κρυφά του» στη μετάφραση του Σίδερη). Από εκεί έχει επιβιώσει ο ρακοσυλλέκτης. Όμως το κουρέλι είναι μεσαιωνικό δάνειο από το λατινικό coriellum, που ανάγεται στο corium, δέρμα και πετσί ζώου. Πάντως, σε μεσαιωνικά κείμενα βρίσκει κανείς κουρέλιν να λέγεται και το κοράλλι.

Είναι λοιπόν το κουρέλι ένα κομμάτι από παλιό και φθαρμένο ύφασμα, αλλά κατ’ επέκταση και με μια δόση υπερβολής χαρακτηρίζουμε έτσι κι ένα ρούχο πολύ παλιό και φθαρμένο. Κουρελής ή κουρελιάρης είναι αυτός που φοράει φθαρμένα ρούχα, ο ρακένδυτος, και κατ’ επέκταση ο φτωχός, ενώ κουρελαρία μπορεί να χαρακτηρίσουμε ένα σύνολο από παλιά ρούχα ή και γενικά από παλιά αντικείμενα.

Με το κουρέλι σαν πρώτο συνθετικό έχουμε το κουρελόχαρτο, το κουρελόπανο, αλλά και τον κουρελόπαπα, τον ρακένδυτο παπά στο O Χριστός ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη.

Κουρέλι όμως, μεταφορικά, είναι και κάποιος που βρίσκεται σε άθλια σωματική ή ψυχολογική κατάσταση, πολύ στενοχωρημένος ας πούμε. Μπορούμε να κάνουμε κάποιον κουρέλι, δηλαδή να τον ταπεινώσουμε, να τον εξευτελίσουμε· να τον καταρρακώσουμε, αν θέλετε. Και μπορεί κάποιος να μας κάνει τα νεύρα κουρέλια.

Ο Νίκος Νικολαΐδης είδε με συμπάθεια τα κουρέλια στην καλτ πλέον ταινία του «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», του 1979, ενώ ο Μανόλης Αναγνωστάκης μίλησε για «τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα». Σ’ ένα από τα κρυμμένα του ποιήματα, ο Καβάφης κρατάει ώρα πολλή πάνω στα χείλη του «ένα κουρέλι ματωμένο» με το αίμα του αγαπημένου του.

Εύλογα, ίσως, ο μειωτικός χαρακτηρισμός «κουρέλες» ευδοκίμησε στα γήπεδα του ποδοσφαίρου, αφού ο πιο συχνός κομπασμός προς τους αντιπάλους ήταν «σας σκίσαμε». ΧΥΖ ολέ, ομάδα κουρελέ, ήταν συχνό γηπεδικό σύνθημα, όπως και το Ολυμπίκ ντε κουρελέ. Πάντως, πληροφορούμαι ότι στις σημερινές αλάνες, όσες υπάρχουν, τα σημερινά πιτσιρίκια όλο και λιγότερο χαρακτηρίζουν κουρέλες τους αντιπάλους τους, προτιμώντας το «άμπαλοι» και, σημείο των καιρών, «νουμπάδες» (νουμπάς ο άσχετος, ο αρχάριος, από το αγγλικό newbie).

Όσο για τα ρετάλια, πρόκειται για δάνειο από το ιταλικό ritaglio, ή μάλλον από τον πληθυντικό ritagli, που θεωρήθηκε ενικός -και που ανάγεται στο ρήμα tagliare, κόβω, απ’ όπου και το αγγλικό tailor ή το γαλλικό, και μετά δικό μας, ταγιέρ.

Το ρετάλι είναι το τελευταίο υπόλοιπο από ολόκληρο τόπι υφάσματος, που είναι λιγότερο απ’ όσο χρειάζεται κανονικά για να ραφτεί ρούχο, κι έτσι πουλιέται φτηνότερα. Τη λέξη τη χρησιμοποιούμε υποτιμητικά για πρόσωπο εντελώς ανάξιο λόγου ή και κάποιον ασήμαντο, τιποτένιο.

Περιέργως όμως ρετάλια χαρακτηρίστηκαν μόνο οι βουλευτές που προέρχονταν από μικρότερα κόμματα και έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση ή ενέκριναν τη συμφωνία των Πρεσπών. Οι συνάδελφοί τους από τα ίδια μικρότερα κόμματα που καταψήφισαν τη συμφωνία, συχνά και ενάντια στη θέση του ως τότε κόμματός τους, γλίτωσαν αυτόν τον μειωτικό χαρακτηρισμό.

Βέβαια, αυτό που οδήγησε στην αποσάθρωση ορισμένων μικρότερων κομμάτων ήταν ότι συγκέντρωσαν πρόσωπα και ανέδειξαν βουλευτές με πολύ διαφορετικές αντιλήψεις -διότι δυσκολεύομαι να βρω πολλά κοινά ανάμεσα π.χ. στον κ. Δανέλλη και στον κ. Φωτήλα, ή στον κ. Παπαχριστόπουλο και τον κ. Δ. Καμμένο.

Όμως, θα πρέπει να συνηθίσουμε σε κυβερνήσεις συνεργασίας και κυβερνήσεις μειοψηφίας. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή οι περισσότερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη είναι «κουρελούδες» δηλαδή κυβερνήσεις συνεργασίας -από τις μεγάλες χώρες μόνο στη Γαλλία, λόγω των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών, υπάρχει στη Βουλή κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του κυβερνητικού κόμματος, το οποίο πάντως γνωρίζει κατά σύμπτωση εντονότατη αμφισβήτηση στον λαό.

Όσοι, από τ’ αριστερά ιδίως, τάσσονται υπέρ της απλής αναλογικής, που άλλωστε προβλέπεται να εφαρμοστεί στις μεθεπόμενες εκλογές, πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα των κυβερνήσεων συνεργασίας -και να μάθουν να ρίχνουν λίγο νερό στο κρασί τους…

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι μεταφραστής και συγγραφέας

Πηγή: Η Αυγή