Ο άγνωστος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό Abdulrazak Gurnah, ο φετινός νικητής του Νόμπελ Λογοτεχνίας, έχει στο ενεργητικό του δέκα μυθιστορήματα και έναν μεγάλο αριθμό διηγημάτων και δοκιμίων. Η βράβευση του Gurnah ήταν απρόσμενη καθότι το έργο του είναι γνωστό -σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα- μόνο εντός των συνόρων του Ηνωμένου Βασιλείου και οι μεταφράσεις του μέχρι στιγμής είναι ελάχιστες. H από εικοσαετίας εκδότριά του, Alexandra Pringle (Bloomsbury Publishing), έκανε λόγο για μια οφειλόμενη αναγνώριση σε έναν συγγραφέα ο οποίος αφηγείται συγκλονιστικές ιστορίες ανθρώπων που οι άνεμοι της πολιτικής, της αποικιοκρατίας, του πολέμου αλλά και της αγάπης τους διασκορπίζουν στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη.
Στο σύνολο του έργου του ο Gurnah καταπιάνεται με το τραύμα της εξορίας και την πληγή της προσφυγιάς τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ως νεαρός ενήλικας εγκατέλειψε τη γενέθλια Ζανζιβάρη το 1967 ζητώντας άσυλο στην Αγγλία, καθότι το τέλος της αποικιοκρατίας πυροδότησε ένα κύμα βίας στο πρώην προτεκτοράτο που στοχοποίησε την αραβικής καταγωγής μειονότητα. Σε συνέντευξή του στους «New York Times» ο συνταξιούχος πλέον Gurnah, επίτιμος καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας και Μεταποικιακών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, δήλωσε ότι «εκτοπισμός σημαίνει να χάνεις τη θέση σου στον κόσμο» και αυτή ακριβώς η απώλεια πλημμυρίζει το αφηγηματικό του σύμπαν.
Το πρώτο του έργο με τίτλο Memory of Departure (1987) είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, στο οποίο παρακολουθούμε την πορεία διαφυγής ενός ευαίσθητου εφήβου από το εξαθλιωμένο και βίαιο οικογενειακό περιβάλλον και το πολιτικά ταραχώδες κλίμα των ακτών της Ανατολικής Αφρικής. Ο χαρισματικός πρωταγωνιστής φτάνει γεμάτος ελπίδα στο Ναϊρόμπι, όπου ζει ένας εύπορος θείος του, βιώνει τη σκληρή διάψευση των προσδοκιών του και τέλος αποφασίζει να μπαρκάρει σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Το Paradise (1994), το τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Gurnah, αποτελεί σημαντικό ορόσημο για τη συγγραφική του καριέρα καθώς συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker εκείνης της χρονιάς. Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα λαμβάνει χώρα στη στροφή του δέκατου ένατου αιώνα κατά την περίοδο που οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις διαφεντεύουν τα εδάφη της μαύρης ηπείρου. Πρόκειται και σ’ αυτή την περίπτωση για μια αφήγηση ενηλικίωσης, δοσμένη μέσα από τα μάτια ενός δωδεκάχρονου αγοριού που εξαναγκάζεται από τον ίδιο του τον πατέρα να γίνει σκλάβος προκειμένου να εξοφληθεί το οικογενειακό χρέος.
Η κριτική ξεχώρισε το συγκεκριμένο έργο για τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο ο Gurnah συνδιαλέγεται με τον Joseph Conrad και πιο συγκεκριμένα με το The Heart of Darkness. Ο συγγραφέας όμως δεν αρκείται σε αυτό το εύκολα εντοπίσιμο διακείμενο, αλλά κάνει συχνές αναφορές στο Κοράνι, στη Βίβλο καθώς και σε κείμενα γραμμένα στα σουαχίλι, τη μητρική του γλώσσα.
Για το έκτο του μυθιστόρημα με τίτλο By the Sea (2001) ο Gurnah επέλεξε το σκηνικό μιας αγγλικής επαρχιακής πόλης, για να αφηγηθεί την ιστορία ενός ηλικιωμένου αιτητή ασύλου από τη Ζανζιβάρη. Πρόκειται για ένα αφήγημα που εστιάζει στο αίσθημα της αποξένωσης και την ψυχολογική εξουθένωση που βιώνει ο πρόσφυγας, τον οποίο αντιμετωπίζει ως ένα κατακερματισμένο υποκείμενο με υβριδική ταυτότητα, παγιδευμένο στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην πατρίδα που εγκατέλειψε και στο νέο του «σπίτι», ένα ανοίκειο περιβάλλον στο οποίο ποτέ δεν ενσωματώνεται πλήρως.
Στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο Afterlives (2020), ο Gurnah επιστρέφει στο ιστορικό μυθιστόρημα σκιαγραφώντας την ελάχιστα γνωστή περίοδο της γερμανικής κυριαρχίας στην Αφρική. Στον πυρήνα του κειμένου βρίσκονται η καθημερινότητα και οι μοίρες των ανθρώπων που υπομένουν το ρατσιστικό και γενοκτόνο καθεστώς της αποικιοκρατικής δύναμης, παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ζωές των Αφρικανών αποίκων και των δευτερευόντων Γερμανών χαρακτήρων συμπλέκονται σε μια συναρπαστική αφήγηση, που εξερευνά σε βάθος το ζήτημα της πολιτικής χειραγώγησης και του εκγερμανισμού της αφρικανικής συνείδησης αναδεικνύοντας την αδυναμία των αποίκων να αποσείσουν τον αποικιοκρατικό ζυγό.
Το ύφος του Gurnah χαρακτηρίζεται από λιτότητα: γενικότερα αποφεύγει τον μακροπερίοδο λόγο και εφαρμόζει αυστηρό ζύγι σε ό,τι αφορά τα καλολογικά στοιχεία. Απαλλαγμένος από το σύνδρομο του λογοτεχνικού εξωτισμού και την ουτοπική θέαση του παρελθόντος, κατασκευάζει πολυεπίπεδες αφηγήσεις εντός των οποίων διαπλέκονται συνεχώς η Ιστορία και η μνήμη.
Η γραφή του Gurnah είναι η γραφή της διασποράς – αυθεντική και αδιαμεσολάβητη. Προσεγγίζει τα ακανθώδη ζητήματα του ρατσισμού και των φυλετικών στερεοτύπων που επιβάλλει το αποικιακό και μεταποικιοκρατικό πλαίσιο ως αναπόσπαστα κομμάτια της ανθρώπινης κατάστασης, απαλλαγμένος από εξάρσεις και φανατισμούς.
Μπορεί ο Gurnah να εξασφάλισε άσυλο στην Αγγλία στα τέλη του ’60, αλλά η αγγλική γλώσσα έγινε η πραγματική του πατρίδα. Η Ζανζιβάρη εξακολουθεί να έχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά και το μυαλό του και η μνήμη γίνεται το μέσο με το οποίο διαχειρίζεται τη συνθήκη του εκτοπισμού και της μετανάστευσης.
Η Σουηδική Ακαδημία αναφέρθηκε στην τεράστια σημασία του έργου του Gurnah στην εποχή των αλλεπάλληλων ανθρωπιστικών κρίσεων και της συνεχιζόμενης προσφυγοποίησης ολόκληρων πληθυσμών. Ανθρωποι που εν μια νυκτί διώκονται, χάνουν τη σταθερότητα και την ταυτότητά τους, καταντούν αριθμοί στα μητρώα ανάλγητων κρατικών μηχανισμών, χωρίς όνομα, χωρίς φωνή: αυτές τις αποσιωπημένες ιστορίες φέρνει στο φως ο φετινός νομπελίστας Abdulrazak Gurnah.
Κλείνω με την ευχή να δρομολογηθεί σύντομα η ελληνική μετάφραση των έργων του…
Σταυρινή Ιωαννίδου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών