Macro

Η ειρήνη, στόχος απολύτως εφικτός

Αλέξης Ηρακλείδης «Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος. 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων», Θεμέλιο, 2020

Οποιαδήποτε στιγμή αυτό το βιβλίο θα ήταν πολύ χρήσιμο για να ξεκλειδώσει ένα εξαιρετικά σύνθετο και «εθνικά φορτισμένο» ζήτημα όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτή την περίοδο, όμως, είναι πράγματι ένας αξιόπιστος πλοηγός για να κατανοήσεις όσα συμβαίνουν, τις αιτίες που τα προκαλούν, τους στόχους των δύο πλευρών και ταυτόχρονα να διακρίνεις το νήμα προς την αποκλιμάκωση και πιθανή επίλυση της διένεξης.
Η επιλογή του να αναπτύξει το θέμα του με ερωτήσεις που απαντά, όπως και η παρουσίαση ενοτήτων θεμάτων, το κάνουν εύχρηστο, ένα είδος «λεξικού» των πτυχών της διένεξης όπου μπορούμε κάθε στιγμή να προσφεύγουμε και να προφυλαχθούμε από τους τόνους προπαγάνδας που περικυκλώνει ένα θέμα, πάντα, βέβαια, για «εθνωφελή σκοπό». Ο Αλέξης Ηρακλείδης, όχι μόνο γνωρίζει σε βάθος το θέμα του, αλλά σ’ όλη την πλούσια επιστημονική διαδρομή του δεν δίστασε να αντιπαρατεθεί, πάντα με ισχυρά επιστημονικά επιχειρήματα, στην κυρίαρχη εθνοκεντρική άποψη. Έτσι μπόρεσε να φέρει στην επιφάνεια αλήθειες που δύσκολα μπορείς να απορρίψεις. Να καταλάβουμε γιατί η μια πλευρά λέει ή πιστεύει αυτό και η άλλη εκείνο.
Ο συγγραφέας από την αρχή μας παρουσιάζει το στόχο του: «η αποφυγή, μέσα από μια αντικειμενική γνώση των διαφόρων όψεων της διένεξης του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο, με σημείο αναφοράς και το Κυπριακό, της μετωπικής σύγκρουσης και η ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών». Ακριβώς επειδή πιστεύει ότι, με βάση τα πραγματικά δεδομένα από το διεθνές δίκαιο, τη γεωγραφία και την ιστορία, ο στόχος αυτός είναι απολύτως εφικτός, έχει το θάρρος να «παραβλέψει» – όχι να αγνοήσει – προς στιγμή τις συνεχείς, όλο και πιο ακραίες, προκλήσεις του Ερντογάν και να παραθέσει όποια, κατά την άποψή του, είναι η ενδεδειγμένη στάση που πρέπει να ακολουθήσει η ελληνική πλευρά. «Το κλειδί για την ελληνική διπλωματία είναι να κάνει σαφή διάκριση μεταξύ (α) των ακραίων τουρκικών ενεργειών, όπως το Μνημόνιο με τη Λιβύη, οι γεωτρήσεις στο Ανατολικό Αιγαίο και το κύμα προσφύγων στον Έβρο και στα νησιά, και (β) των σοβαρών θέσεων της Τουρκίας (που είναι περισσότερες) στα θέματα του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου και της Κύπρου, τα οποία συνιστούν ζωτικά και νομιμοποιημένα συμφέροντά της».
Αυτή η προσέγγιση θα είναι το έδαφος όπου θα εργαστεί ο συγγραφέας, θα πάρει τον αναγνώστη από το χέρι ώστε να δει το κάθε θέμα με μάτι και της ελληνικής πλευράς αλλά και της τουρκικής. Παραθέτει και αξιολογεί πώς διαμορφώθηκε ιστορικά αυτή η οπτική και πώς τώρα, όταν γίνεται εθνοκεντρικό στερεότυπο, μας εγκλωβίζει στην ακινησία ή στην επικίνδυνη αντιπαράθεση. Αυτή η προσέγγιση τον οδηγεί στο στερεό συμπέρασμα ότι η ελληνοτουρκική διένεξη τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο και το Κυπριακό είναι κλασική περίπτωση που επιδέχεται λύση «θετικού αθροίσματος» με την έννοια, όπως σημειώνει, «ότι επιδέχεται όχι μόνο ικανοποιητικό ισομερές μοίρασμα της διαφοράς αλλά και αύξηση της “πίτας” λόγω της “επίλυσης”. Ασφάλεια και ειρήνη στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να εδραιωθεί μόνο αν κερδίσουν και οι δυο πλευρές στο Αιγαίο και οι τέσσερις στην Ανατολική Μεσόγειο».

Οι διαφορές είναι πλείονες

Είναι δύσκολο, διότι το εύρος των θεμάτων είναι πολύ μεγάλο, να συνοψίσει κανείς το περιεχόμενο του βιβλίου. Επιλέγουμε, λοιπόν, σημεία του που έχουν ιδίως σήμερα, μεγάλη σημασία. Το πρώτο, είναι σχετικά με τις διαφορές που η κάθε πλευρά θεωρεί ότι υπάρχουν στο Αιγαίο. Είναι γνωστό ότι σχεδόν όλα τα κόμματα, προεξάρχοντος του υπουργείου Εξωτερικών, αναγνωρίζουν μόνο μια διαφορά, στην υφαλοκρηπίδα, που πρέπει να οριοθετηθεί. Ο συγγραφέας το καταρρίπτει αυτό, στη βάση της διεθνούς πρακτικής ότι εφόσον τίθεται ένα θέμα από μια πλευρά αυτό υπάρχει ανεξάρτητα από την απόρριψή του ή την επίλυσή του. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας «η στάση αυτή παρουσιάζει την Ελλάδα μη εποικοδομητική διεθνώς και καθιστά την ειρηνική επίλυση των διαφορών του Αιγαίου δυσκολότερη. Οι διαφορές είναι πλείονες». Αναφέρει και τη διατύπωση του Χρ. Ροζάκη, του πλέον έγκυρου Έλληνα νομικού διεθνολόγου: «δεν νοείται η απόρριψη από ελληνικής πλευράς μιας διαφοράς ως μη υπάρχουσας, τη στιγμή που την εγείρει η άλλη πλευρά». Η θέση αυτή, όπως σημειώνει, «(α) αποπροσανατολίζει το ελληνικό κοινό (που δεν γνωρίζει διεθνές δίκαιο) και του δημιουργούνται ανέφικτες και υπέρμετρες προσδοκίες, καθιστώντας έτσι την ειρηνική επίλυση και τον τελικό συμβιβασμό άπιαστο όνειρο, με, εν τέλει, το φόβο του πολιτικού κόστους να καθορίζει την ελληνική στάση στο Αιγαίο, και (β) οδηγούν την Τουρκία στο να σκληραίνει τη θέση της σε όλες τις διαφορές του Αιγαίου, π.χ. σε ό,τι αφορά τον αριθμό των υπερπτήσεων, τις “γκρίζες ζώνες”, την εμμονή στα 6 μίλια, τη στρατικοποίηση και τη μη αποδοχή καμίας, ούτε μερικής, αλλαγής, κλπ».

Ο τρόπος επίλυσης της διένεξης

Το δεύτερο, είναι ο τρόπος επίλυσης της διένεξης, ο οποίος διαμορφώνει και τις δυο ιστορικές τάσεις της ελληνικής πολιτικής. Είναι η «απορριπτική» και η «εποικοδομητική» των οποίων ο απόηχος έφθασε μέχρι το ελληνικό κοινοβούλιο κατά τη συζήτηση για τις Συμφωνίες με Αίγυπτο και Ιταλία και πολύ περισσότερο σε αναλύσεις στον Τύπο. Εφόσον το υπάρχον καθεστώς στο Αιγαίο, υποστηρίζει η απορριπτική, είναι υπέρ της Ελλάδας γιατί ν’ αλλάξει; Γιατί, επομένως, προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο; Πρόκειται για οπτική όχι μόνο αντιπαραγωγική που δημιουργεί συνεχή ένταση στο Αιγαίο αλλά και μυωπική. Η ανάλυση αυτή στηρίζεται σε νομικά επιχειρήματα και διεθνή νομολογία.
Το τρίτο θέμα όπου επικεντρώνει είναι το Κυπριακό και η πολιτική για τους υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο. Το θεωρεί «κλειδί για μια λύση θετικού αθροίσματος, στη διένεξη του Ανατολικού Αιγαίου, με τέσσερις κερδισμένους – νικητές». Απ’ αυτή την άποψη ασκεί αυστηρή κριτική στον πρόεδρο Αναστασιάδη που απέρριψε την πρόταση Γκουτιέρες στο Κρανς Μοντανά, ενώ όλοι οι άλλοι την είχαν αποδεχθεί, παρά και την προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να τον μεταπείσει. Όσον αφορά τον East Med, πέρα από τα οικονομικά – τεχνικά περιβαλλοντικά προβλήματα, για την Τουρκία είναι ο αψευδής μάρτυρας της προσπάθειας περικύκλωσής της.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αναζητά πιθανές λύσεις. Είναι αισιόδοξο διότι στηρίζεται στην εδραία πεποίθησή του ότι η διένεξη τόσο στο Αιγαίο, ιδίως μάλιστα, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο επιλύεται στη βάση του «θετικού αθροίσματος». Το κλειδί για τους μεν Έλληνες είναι «να ξεχάσουν μια για πάντα τη γνωστή στρεβλή άποψη ότι «το Αιγαίο είναι ελληνική θάλασσα» ή «ελληνική λίμνη», γιατί απλούστατα δεν είναι ούτε μπορεί ποτέ να γίνει». Και επίσης, «η Ελλάδα να μην επιδιώκει – ή για την ακρίβεια να μην δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκει – να απλωθεί μέχρι τη μακρινή Ανατολική Μεσόγειο με εφαλτήριο το μικροσκοπικό Καστελόριζο σε απόσταση αναπνοής από τα τουρκικά παράλια». Το κλειδί για τους Τούρκους είναι να μην επιμένουν ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν δίνουν δικαιώματα στην Ελλάδα γιατί αποτελούν γεωλογική προέκταση της Ανατολίας και τους απειλεί. Επίσης να μην υπονοούν ότι, επειδή διαθέτουν τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο (πράγμα συζητήσιμο, γιατί και η Αίγυπτος διαθέτει μεγάλη ακτογραμμή στη Μεσόγειο), θα πρέπει να εξασφαλίσουν τη μερίδα του λέοντος στην περιοχή αυτή».

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή