Η ολέθρια φωτιά στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μόριας στη Λέσβο, το Σεπτέμβριο του 2020, τράβηξε την παγκόσμια προσοχή – όχι για πρώτη φορά – στην καταστροφική κατάσταση στα μεταναστευτικά «hotspot» της Ελλάδας. Σήμερα, παραπάνω από 18 μήνες αργότερα, οι συνθήκες στη χώρα για πρόσφυγες και μετανάστες – καθώς και για τη δουλειά των αλληλέγγυων – συνεχίζουν να χειροτερεύουν. Ενώ οι φρικτές συνθήκες στα σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας ή οι θάνατοι στη Μάγχη το χειμώνα επανέφεραν την κυνική καθημερινή μιζέρια του Ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος στη δημόσια συνείδηση, τα μέσα ενημέρωσης παραμένουν σχετικά σιωπηλά όσον αφορά την Ελλάδα και τις άλλες χώρες κατά μήκος των κυρίων μεταναστευτικών οδών προς την Βορειοδυτική Ευρώπη. Όμως ακόμα και εκεί, η πολιτική απομόνωσης και αμέλειας με στόχο την αποτροπή της εισόδου ή παραμονής προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη παραμένει η καθημερινή πραγματικότητα.
Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα δείχνει πόσο συστηματικά εφαρμόζεται αυτή η πολιτική και πόσο στενά συνδέεται με ευρύτερες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εδραίωση ενός διαρκώς σκληρότερου συνοριακού καθεστώτος: ένα σύστημα «σκληρών» μέτρων συνοριακής προστασίας, αστυνόμευσης και στρατιωτικοποιημένων συνόρων, βιομετρικής και τεχνολογικής παρακολούθησης, διαδικαστικών εμποδίων στη διαδικασία ασύλου, κρατήσεων, υποβάθμισης των προδιαγραφών προστασίας, αυξημένων απελάσεων, επαναπροωθήσεων, και ξεκάθαρης κρατικής αμέλειας.
Για πολλούς πρόσφυγες και μετανάστες που ταξιδεύουν στην Ευρώπη, η Ελλάδα είναι το πρώτο σημείο εισόδου. Ο Κανονισμός του Δουβλίνου ορίζει πως οι αιτούντες άσυλο πρέπει να υποβάλουν την αίτησή τους στην πρώτη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία εισέρχονται. Αυτό εναποθέτει την ευθύνη της διαχείρισης των αιτήσεων ασύλου – και εν δυνάμει της παροχής προσφυγικού status – κυρίως στις περιφερειακές Νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Ως τέτοια, η Ελλάδα έχει παίξει κεντρικό ρόλο, λειτουργώντας ως πειραματικό πεδίο για τους εξελισσόμενους περιορισμούς της Ευρώπης.
Η αποκαλούμενη «προσέγγιση hotspot» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι μια έκφραση των εσωτερικών διαχωρισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την αντιμετώπιση του «μεταναστευτικού προβλήματος». Η προσέγγιση hotspot διαβρώνει σοβαρά τις διεθνείς προδιαγραφές προστασίας και έχει ολέθρια αποτελέσματα στις ζωές προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται ή προσπαθούν να εισέλθουν στην Ευρώπη. Από τη μία, έχει αυξήσει σημαντικά την επιρροή και ισχύ διευρωπαϊκών υπηρεσιών όπως η Frontex, η Europol και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) όσον αφορά την υποστήριξη χωρών με «υψηλότερες μεταναστευτικές πιέσεις». Από την άλλη, έχει εισάγει μια πιο περίπλοκη και περιοριστική διαδικασία ασύλου, καταδικάζοντας όσους καταφθάνουν στα Ελληνικά νησιά σε μεγάλες περιόδους εγκλεισμού σε ένα από τα πολλά ΚΥΤ του Αιγαίου αρχιπελάγους.
Χρόνια λιτότητας στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει στη δραστική αύξηση της επισφαλούς εργασίας, των κακών συνθηκών διαβίωσης, της ανεργίας και της έλλειψης στέγης. Αυτό είναι το κοινωνικο-πολιτικό και οικονομικό πρίσμα υπό το οποίο χρειάζεται να αντιληφθούμε και τις εντάσεις ανάμεσα σε Έλληνες και Βορειο-δυτικούς Ευρωπαίους πολιτικούς ιθύνοντες όσον αφορά τη «διαχείριση της μετανάστευσης», και τις επιδεινούμενες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες. Από το 2019, η Ελληνική κυβέρνηση του δεξιού συντηρητικού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας έχει ακολουθήσει μια ιδιαίτερα σκληρή γραμμή όσον αφορά τη μετανάστευση, επηρεάζοντας ένα εύρος τομέων από το νόμο για το άσυλο μέχρι τις κρατήσεις, τους κανονισμούς των ΚΥΤ, τις παροχές τροφίμων και χρημάτων, την υγεία και την παιδεία.
Διάβρωση του δικαιώματος στο άσυλο
Από τότε που η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την εξουσία, στα τέλη του 2019, επιχειρεί να εδραιώσει τον έλεγχό της σε κάθε πτυχή της ζωής των μεταναστών. Εκτενείς νομοθετικές αλλαγές, από το 2019, έχουν οδηγήσει στο δραστικό περιορισμό του δικαιώματος στο άσυλο, την επέκταση της «διοικητικής κράτησης» των μεταναστών, τον περιορισμό των κριτηρίων «ευαλωτότητας» και σε αυξανόμενα περιοριστικές συνθήκες για τις μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Η νέα κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε επίσης την κλιμάκωση στα Ελληνο-Τουρκικά σύνορα το Μάρτιο του 2020, όταν ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, ανέστειλλε ένα σημαντικό μέρος της συμφωνίας ανάμεσα στην ΕΕ και την Τουρκία, αξίας έξι δισεκατομμυρίων, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία θα δεχόταν την επιστροφή ειδικά Συρίων αιτούντων άσυλο ως αντάλλαγμα για οικονομικές απολαβές και ορισμένες πολιτικές παραχωρήσεις από την ΕΕ. Σε απάντηση, η Ελληνική κυβέρνηση ανέστειλε προσωρινά το δικαίωμα στο άσυλο, ενέτεινε την πάταξη της «παράνομης μετανάστευσης» και κατέφυγε σε μια επιθετική στρατηγική παράνομων απελάσεων των αιτούντων άσυλο.
Σύμφωνα με στατιστικές της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός νέων αιτούντων άσυλο που καταφθάνουν στην Ελλάδα έχει μειωθεί σταθερά. Η εκπρόσωπος της UNHCR στην Αθήνα, Στέλλα Νάνου, ισχυρίστηκε πως η ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα έληξε το 2017 και πως η χώρα δε βρίσκεται πλέον «σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή σε ανθρωπιστική κρίση». Ως αποτέλεσμα, η UNHCR άρχισε «να μειώνει το επιχειρησιακό της αποτύπωμα και να μεταβιβάζει τα προγράμματα που νιώθουμε πως θα ήταν ουσιώδη στις Ελληνικές αρχές». Σταδιακά, οι δράσεις της UNHCR σταμάτησαν ή μεταβιβάστηκαν στις Ελληνικές αρχές, και η υπηρεσία μείωσε δραστικά το προσωπικό της στη χώρα.
Σύμφωνα με την UNHCR, η κρίση μπορεί να θεωρείται λήξασα, με το συνολικό αριθμό επίσημων αφίξεων να έχει μειωθεί σημαντικά από το 2015. Ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί είναι αμφισβητούμενοι αν αναλογιστεί κανείς τις χιλιάδες ανθρώπων που έχουν επαναπροωθηθεί και στερηθεί το δικαίωμα να εγγραφούν επίσημα ως αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι συνθήκες για τους αιτούντες άσυλο και τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες παραμένουν σκληρές και εχθρικές σε όλη τη χώρα.
Τον Ιούνιο του 2021, η Ελληνική κυβέρνηση μονόπλευρα χαρακτήρισε την Τουρκία «ασφαλή τρίτη χώρα» για αιτούντες άσυλο που προέρχονται από το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, τη Συρία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, προκαλώντας φόβο σε πολλούς πως η αίτηση ασύλου τους θα χαρακτηριζόταν «μη αποδεκτή» επειδή η Τουρκία θεωρείται, πια, ασφαλής προορισμός για αυτούς. Παρόλα αυτά, από το Μάρτιο του 2020, η Τουρκία δεν αποδέχεται την επιστροφή προσφύγων, καταδικάζοντας την πλειονότητα των αιτούντων άσυλο που προέρχονται από τις χώρες που αναφέρθηκαν παραπάνω σε μια εκτενή κατάσταση νομικής αναμονής και σε κίνδυνο κράτησης όσο η απέλασή τους εκκρεμεί.
Καθημερινή βία στα ΚΥΤ
Μια σημαντική προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας ήταν ο τερματισμός της υπερπληρότητας των κέντρων υποδοχής στα νησιά του Αιγαίου μέσω της «αποσυμφόρησης» των ΚΥΤ και του τερματισμού της «έλλειψης ελέγχου» των προηγούμενων χρόνων.
Πράγματι, από τις αρχές του 2021, χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες έχουν καταφτάσει στην ηπειρωτική Ελλάδα από τη Σάμο, τη Λέσβο, την Κω και τη Χίο. Πρόκειται κυρίως για ανθρώπους που έχουν λάβει άσυλο ή των οποίων η αίτηση έχει απορριφθεί αλλά ο «γεωγραφικός περιορισμός» τους – ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της προσέγγισης hotspot – έχει αρθεί προσωρινά με την προϋπόθεση να εγκαταλείψουν τη χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η κατάσταση στη Ριτσώνα, το μεγαλύτερο KYT στην περιοχή της Αττικής, περίπου 70 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας, αποκαλύπτει πως ενώ η «αποσυμφόρηση» των νησιών έχει προσφέρει σε πολλούς μια διέξοδο από την εκεί απομόνωση, δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για τη δημιουργία ευκαιριών ώστε οι άνθρωποι να χτίσουν τη ζωή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, υπάρχει αυξανόμενος φόρτος στη χωρητικότητα των ηπειρωτικών ΚΥΤ της Ελλάδας. Ήδη από το Δεκέμβριο του 2020, τα περισσότερα από τα ηπειρωτικά ΚΥΤ ήταν ήδη πλήρη ή υπερπλήρη. Η Ριτσώνα είναι επίσημα πλήρης, καθώς εκεί διαμένουν 2.950 άτομα.
Χωρίς πρόσβαση σε δημόσιες συγκοινωνίες, η Ριτσώνα βρίσκεται ανάμεσα σε εργοστάσια και ένα αποτεφρωτήριο, μακριά από την αστική ζωή. Το ΚΥΤ, με τα πολλά δέντρα, τα σκόρπια μαγαζιά και την ανοιχτή πύλη εισόδου του θεωρούνταν καλύτερο σε σύγκριση με άλλα, πιο αυστηρά αστυνομευόμενα και ελεγχόμενα ΚΥΤ. Από τις αρχές του 2021, ωστόσο, η κυβέρνηση ενισχύει τα ΚΥΤ σε όλη τη χώρα με τείχη και φράχτες, επιβάλλοντας αυστηρότερους και συχνά αυθαίρετους κανονισμούς εισόδου και εξόδου. Στη Ριτσώνα και σε άλλα ΚΥΤ όπως των Διαβατών ή της Μαλακάσσας, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (IOM) διαχειρίζεται την ενίσχυση των ΚΥΤ με τη χρηματοδότηση της ΕΕ. Είναι ένα μέρος της «διαχειρησιακής υποστήριξης τοποθεσιών» που προσφέρει ο IOM στην Ελληνική κυβέρνηση και του αυξανόμενα σημαντικού ρόλου του οργανισμού στην εφαρμογή του συνοριακού καθεστώτος της ΕΕ.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του lockdown, ο δήμαρχος της Χαλκίδας, της κοντινότερης πόλης στο ΚΥΤ της Ριτσώνας, κράτησε τα παιδιά του ΚΥΤ εκτός σχολείου υπό την πρόφαση των προστατευτικών μέτρων κατά του κορονοϊού – ακόμα και μετά τη χαλάρωση των μέτρων σε όλη τη χώρα το καλοκαίρι του 2020. Μετά από επιτυχή μήνυση κατά της προφανώς ρατσιστικής διάκρισης, η κυβέρνηση επινόησε ένα νέο εμπόδιο: δε μπορούσαν να βρεθούν σχολικά λεωφορεία, καθώς οι δρόμοι της πόλης είναι πολύ στενοί για μεγάλα λεωφορεία και οι συνθήκες της επίσημης διακήρυξης για εταιρεία με μικρότερα λεωφορεία δεν έχουν υπάρξει αρκετές για την προσέλκυση εργολάβων.
Η Πέπη Παπαδημητρίου, υπεύθυνη των εκπαιδευτικών ζητημάτων στο ΚΥΤ, συνεργάζεται με δικηγόρους και ακτιβιστές από το πρώτο lockdown για τη διασφάλιση της νομικά εξασφαλισμένης πρόσβασης των ανηλίκων σε δημόσια σχολεία. Αναλογιζόμενη την κατάσταση, σχολίασε πως «η κυβέρνηση δε διαθέτει σύστημα ενσωμάτωσης των προσφύγων. Θέλει απλά να φύγουν. Θέλουν να εξασφαλίσουν πως φεύγουν και δε μένουν εδώ».
Τα παιδιά και οι νέοι της Ριτσώνας δεν είναι μόνοι σε αυτή την κατάσταση: παραπάνω από 20.000 παιδιά σε όλη τη χώρα στερούνται την πρόσβαση στην εκπαίδευση και λιγότερο από το 15 τοις εκατό των παιδιών σε ΚΥΤ έχουν καταφέρει να παρακολουθήσουν μαθήματα. Αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα της έλλειψης ενδιαφέροντος της Ελληνικής κυβέρνησης για τη δημιουργία ευκαιριών προς όσους αναζητούν μια νέα αρχή στην Ευρώπη – σύμφωνα με την πολιτική αποτροπής και απομόνωσης κατά της «παράνομης μετανάστευσης» που εφαρμόζεται στην ΕΕ.
Η Παρβάνα Αμίρι, συγγραφέας και αυτο-αποκαλούμενη «επαναστατική πρόσφυγας», επιβεβαίωσε πως αυτή και οι σύντροφοί της μπόρεσαν να παρακολουθήσουν μαθήματα για ένα μόνο μήνα σε μια περίοδο μεγαλύτερη από ενάμιση χρόνο: «ήταν το καλύτερο μέρος για εμάς, να μη βρισκόμαστε στο ΚΥΤ. Μπορείς να πας στη Χαλκίδα, μπορείς να ζήσεις σαν φυσιολογικός μαθητής, μπορείς να μάθεις κάτι καινούριο».
Η Παρβάνα και η οικογένειά της, από τη Χεράτ στο Αφγανιστάν, έφτασαν πρώτα στη Λέσβο το 2019, όπου διέμειναν στο ΚΥΤ της Μόριας. Όταν η Μόρια καταστράφηκε από τη φωτιά το Σεπτέμβριο του 2020, είχαν μόλις μεταφερθεί στη Ριτσώνα. Η Παρβάνα αφηγείται την καθημερινή βία που βίωσε στη Μόρια και τη Ριτσώνα. Οι συνθήκες στα υπερπλήρη ΚΥΤ, ο γενικός φόβος και η ανασφάλεια και η έλλειψη προοπτικών οδήγησε στη βία και την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κατοίκων:
«Πριν πίστευα πως όλοι ήταν ενωμένοι, αλλά σταδιακά συνειδητοποίησα πως στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι. Οπότε, ξεκίνησα να βρίσκω τρόπους να φέρω κοντά τους ανθρώπους, να τους δώσω λόγους να είναι κοντά ο ένας στον άλλον. Αργά, πολύ αργά, μέσω της εκπαίδευσης, μέσω της δράσης, μέσω της ανταλλαγής γνώσεων, μέσω της εμπλοκής σε εγχειρήματα, βοηθάμε ο ένας τον άλλον για έναν κοινό στόχο».
Μαζί με τους συντρόφους της παίρνει την κατάσταση στα χέρια της. Σε έναν αυτοδημιούργητο κοινό χώρο, οργανώνει την αμοιβαία εκπαίδευση των κοριτσιών από διαφορετικά μέρη του κόσμου που διαμένουν στη Ριτσώνα. Από τη ζωγραφική στη γραφή και την εκμάθηση γλωσσών, ο χώρος προσφέρει στα παιδιά μια δίοδο για να εκφραστούν, να μορφωθούν και να ξεφύγουν τη διάχυτη αίσθηση στασιμότητας.
Κεντρικός έλεγχος, διαχωρισμός και συστηματική αμέλεια
Ένα σημαντικό συστατικό της πολιτικής εχθρότητας της Ελληνικής κυβέρνησης είναι η μέγιστη δυνατή επιδείνωση των συνθηκών για τους μετανάστες που έχουν καταφέρει να εισέλθουν στη χώρα. Για παράδειγμα, έχοντας αναλάβει τα προγράμματα ΕΣΤΙΑ της UNHCR για την οικονομική υποστήριξη των αιτούντων άσυλο και τη στέγαση «ευάλωτων» ατόμων εκτός των ΚΥΤ, η κυβέρνηση έχει περιορίσει την πρόσβαση σε αυτά. Ο περιορισμός αυτό περιλαμβάνει την αφαίρεση της μετατραυματικής διαταραχής άγχους ως κριτήριο «ευαλωτότητας». Επιπρόσθετα, οι συμμετέχοντες οφείλουν πλέον να εγκαταλείπουν το πρόγραμμα στέγασης ΕΣΤΙΑ μέσα σε ένα μήνα από τη στιγμή που λάβουν την απόφαση ασύλου τους – είτε αυτή είναι θετική είτε αρνητική – οπότε χάνουν επίσης το δικαίωμά τους σε οικονομική στήριξη. Στα νησιά, το πρόγραμμα στέγασης – η μόνη εναλλακτική στη διαμονή στα ΚΥΤ – καταργήθηκε εντελώς.
Την ίδια στιγμή, ο διαχωρισμός μεταξύ των αιτούντων άσυλο και της ευρύτερης κοινωνίας επιδεινώνεται από την πρόσφατη απόφαση σύμφωνα με την οποία χρηματική ενίσχυση δικαιούνται μόνο όσοι διαμένουν σε κάποιο από τα αυξανόμενα ελεγχόμενα ΚΥΤ. Επιπλέον, ενώ το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης της UNHCR έληξε πέρυσι το Σεπτέμβριο, μέχρι και τα τέλη Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση ακόμα δεν είχε πληρώσει παροχές αντικατάστασης εισοδήματος. Η σίτιση όσων βρίσκονται εκτός της διαδικασίας ασύλου επίσης σταμάτησε. Το αποτέλεσμα είναι, πείνα. Ανοιχτή επιστολή από 27 μη κυβερνητικές οργανώσεις αναφέρει:
«Υπολογίζεται πως περίπου το 60 τοις εκατό των ανθρώπων που διαμένουν σε ΚΥΤ δε λαμβάνουν φαγητό στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η πρόσβαση στο βιοπορισμό είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα. Κανένας δεν πρέπει να βιώνει επισιτιστική ανασφάλεια, πόσω μάλλον πλήρη στέρηση τροφής, ειδικά στα χέρια του κράτους».
Όσοι λαμβάνουν άσυλο αφήνονται στην τύχη τους. Για όσους αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες, η εχθρική στάση των αρχών, τα γραφειοκρατικά και υλικά εμπόδια των προγραμμάτων υποστήριξης και η τεταμένη οικονομική κατάσταση λόγω της λιτότητας και της πανδημίας του κορονοϊού δεν αποτελούν ιδιαίτερα ελπιδοφόρες συνθήκες σε περίπτωση που αποφασίσουν να παραμείνουν.
Τα άτομα των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίπτεται – και αυτή είναι η πλειονότητα – χάνουν την πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες υποστήριξης. Αλλαγές στο νόμο ασύλου του 2020 καθιστούν τις εφέσεις κοστοβόρες και εκτενείς. Σε μια τέτοια κατάσταση, υπάρχει η απειλή της κράτησης εν αναμονή απέλασης, ή της διαβίωσης στο δρόμο χωρίς άδεια κατοικίας υπό το διαρκή φόβο της αστυνομίας. Η έλλειψη στέγης είναι ένα όλο και πιο οξύ πρόβλημα για μετανάστες αλλά και Έλληνες πολίτες. Ωστόσο, οι αρχές αγνοούν αυτή την εξέλιξη: επίσημοι αριθμοί όσον αφορά την έλλειψη στέγης δε συλλέγονται, λίγα μόνο καταφύγια υπάρχουν και αυτά δεν είναι προσβάσιμα σε όλους όσους έχουν ανάγκη.
Μια ιδιαίτερη πλευρά της πολιτικής αποτροπής της Νέας Δημοκρατίας είναι η υπερβολική χρήση της αποκαλούμενης διοικητικής κράτησης όσων καταφθάνουν στην Ελλάδα αιτούμενοι άσυλο. Σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά της Oxfam, τον Ιούλιο του 2020, 3.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, βρίσκονταν υπό κράτηση χωρίς ποινική καταδίκη, τα μισά εκ των οποίων για παραπάνω από έξι μήνες. Αυτό επηρεάζει επίσης και όσους ήδη έχουν αιτηθεί άσυλο.
Η Χόουπ Μπάρκερ, μέλος του Δικτύου Παρακολούθησης Συνοριακής Βίας (Border Violence Monitoring Network) εξηγεί πως ο Ελληνικός Νόμος Διεθνούς Προστασίας του 2019 έθεσε τα θεμέλια για την υπερβολική χρήση κέντρων κράτησης πριν την απομάκρυνση, όπου άτομα μπορούν να κρατηθούν μέχρι και 18 μήνες όσο οι υποθέσεις τους βρίσκονται υπό επεξεργασία. Η Μπάρκερ περιγράφει την κατάσταση, εξηγώντας πως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας «αίτησης ασύλου, απόρριψης και αναμονής για απομάκρυνση, μπορείς να κρατηθείς για τρία χρόνια, νόμιμα. Το Ελληνικό κράτος έχει στραφεί προς τη μαζική κάθειρξη».
Ο συνδυασμός αποτροπής και αμέλειας επιφέρει αποτελέσματα, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι η πλειονότητα των μεταναστών και των προσφύγων – είτε οι αιτήσεις τους έχουν εγκριθεί είτε απορριφθεί – επιχειρούν να εγκαταλείψουν τη χώρα για την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αυτό γίνεται προς μεγάλη δυσαρέσκεια των εκεί κυβερνήσεων, οι οποίες αποτρέπονται από τοπικά δικαστήρια από το να τους απελάσουν πίσω στην Ελλάδα λόγω των κακών συνθηκών εκεί. Στην Ελλάδα έχει προσφερθεί οικονομική υποστήριξη για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, όμως ο υπουργός μετανάστευσης της Ελλάδας Μηταράκης – ο οποίος πρόσφατα δήλωσε πως οι Ουκρανοί είναι οι «πραγματικοί πρόσφυγες» – αρνείται να αποδεχτεί τις κατηγορίες περί «υποδεέστερων» συνθηκών διαβίωσης για μετανάστες και πρόσφυγες στη χώρα και επιλέγει να εστιάζει σε προσπάθειες να σταματήσουν εντελώς οι «κύριες ροές»:
«Η θέση που υπαγορεύεται από τις αρχές μας, όπως έχει εκφραστεί σε πολλές περιστάσεις […], είναι πως οφείλουμε να εστιάσουμε στην αποτροπή των κύριων ροών. Εάν μας προλαβαίνουν οι διακινητές στα εξωτερικά σύνορα, αναπόφευκτα μας προλαβαίνουν και στα εσωτερικά μας σύνορα. Πρέπει να συνεργαστούμε πιο στενά με τη FRONTEX και να υποστηρίξουμε την υπηρεσία στον κρίσιμο ρόλο της να προστατεύει τα εξωτερικά μας σύνορα».
Σύμφωνα με την Ελληνική κυβέρνηση, πρόκειται για επιτυχία. Σε σύγκριση με το 2015, μέχρι το 2020 επιτεύχθηκε μείωση της τάξεως του 80 τοις εκατό, και μέχρι το 2021 μειώθηκε στο 73 τοις εκατό. Ωστόσο, αυτό για το οποίο η κυβέρνηση υπερηφανεύεται, είναι η σταθερή αύξηση των παράνομων απελάσεων από το Λιμενικό και τις δυνάμεις ασφαλείας, που έχουν μειώσει μαζικά τους αριθμούς επίσημων αφίξεων.
Τα νέα “hotspot”: επανα-τραυματισμός σε υπαίθρια φυλακή
Στο Ελληνικό νησί της Σάμου, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πώς ακριβώς οραματίζονται αυτές τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης η Ελληνική κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι χρηματοδότες και πώς οι αρχές εμποδίζουν τις «κύριες ροές».
Άλλο ένα αποκαλούμενο hotspot, η Σάμος, όπως και η Λέσβος, βρίσκεται δίπλα στα παράλια της Τουρκίας. Στις 18 Σεπτεμβρίου, εθελοντές, δικηγόροι και δημοσιογράφοι συγκεντρώθηκαν μπροστά στο νέο «Κλειστό Κέντρο Ελεγχόμενης Πρόσβασης» που έχει αντικαταστήσει το παλιό ΚΥΤ στα περίχωρα της πρωτεύουσας του νησιού, στο Βαθύ. Εδώ στη Ζερβού, τουλάχιστον δύο ώρες περπάτημα από το Βαθύ, 150.000 τετραγωνικά μέτρα λευκού τσιμέντου, λευκών εμπορευματοκιβωτίων, καμερών, μεγαφωνικών συστημάτων, συρματοπλεγμάτων και περιστρεφόμενων θυρών απλώνεται στην απομακρυσμένη κοιλάδα. Αυτό έχει σκοπό να παρέχει ασφάλεια σε κατοίκους και προσωπικό καθώς και να «μειώσει τον αντίκτυπο της μετανάστευσης σε τοπικές κοινότητες», σύμφωνα με τον Υπουργό Μηταράκη. Φυσικά, προειδοποιήσεις από υπηρεσία ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ΕΕ πως «[μια] δομή που προορίζεται για την πρώτη ταυτοποίηση και καταγραφή νέων αφίξεων οφείλει να μην μοιάζει με φυλακή, με συρματοπλέγματα και φράχτες παρόμοιους με αυτούς των φυλακών» λόγω του «κινδύνου επανατραυματισμού ατόμων που έχουν βιώσει βία και διώξεις» αγνοήθηκαν.
Συνολικά, 48 εκατομμύρια ευρώ έχουν επενδυθεί από την ΕΕ στο «κλειστό ελεγχόμενο» κέντρο στη Σάμο. Είναι το πιλοτικό εγχείρημα για τέσσερα άλλα με συνολικό κόστος ύψους 228 εκατομμυρίων ευρώ. Δύο παρόμοια κέντρα άνοιξαν στα νησιά της Λέρου και της Κω στις 27 Νοεμβρίου, και δύο ακόμα σχεδιάζονται στη Χίο και τη Λέσβο. Όπως η Ζερβού, όλα βρίσκονται μακριά από αστικά κέντρα: στη Λέσβο θα απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, Μυτιλήνη, στην άλλη πλευρά του νησιού. Κατά τη διάρκεια των εγκαινίων του κέντρου στη Ζερβού, η τοπική διαχείριση του κέντρου, ο Υπουργός Μηταράκης και οι Ευρωπαίοι καλεσμένοι του – συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Εσωτερικών της Γαλλίας Νταρμανίν, ο οποίος συνυπέγραψε την επιστολή παραπόνων που αναφέρθηκε παραπάνω – εγκωμίασαν τις καλές συνθήκες διαβίωσης στο νέο «κλειστό ελεγχόμενο» κέντρο της Σάμου.
Δύο ημέρες μετά τα εγκαίνια του κέντρου στη Ζερβού, ο υπουργός μετανάστευσης δημοσίευσε μέσω Twitter φωτογραφίες από τα εγκαίνια ενός νέου κέντρου ελέγχου στην Αθήνα, στα οποία παρευρέθηκαν 26 πρέσβεις της ΕΕ. Σε πραγματικό χρόνο, δεδομένα παρακολούθησης από τα 36 κέντρα στην Ελλάδα θα συγκεντρώνονται εδώ για την παρακολούθηση υπόπτων συγκεντρώσεων και περιστατικών με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης για την ανάλυση κινήσεων. Η ΕΕ χρηματοδοτεί αυτή την εφαρμογή τεχνολογικών λύσεων (technosolutionism) ως τμήμα της ευρύτερης τάσης αναβάθμισης των συνόρων της Ευρώπης με προηγμένες τεχνολογίες ασφάλειας και με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, που υποστηρίζει κράτη-μέλη που έχουν πληγεί από την πανδημία του κορονοϊού.
Όσοι δε ζουν σε ένα κόσμο ευσεβών πόθων ή μέτρων βιτρίνας αντιμετωπίζουν το πιλοτικό εγχείρημα στη Ζερβού ως μια νέα γενιά υπαίθριων φυλακών στα hotspot των Ελληνικών νησιών. Ως αποτέλεσμα, η ατμόσφαιρα στο πεδίο ήταν ιδιαίτερα τεταμένη τις μέρες πριν την αναγκαστική μετακίνηση στο «κλειστό ελεγχόμενο» κέντρο. Η Ντανιέλα Steuermann, ιατρική συντονίστρια για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα στη Σάμο, ανέφερε τεράστια επιδείνωση στην ψυχολογική κατάσταση των ασθενών της, αυτοτραυματική συμπεριφορά και μια απειλητική απελπισία που απλώνεται μεταξύ των κατοίκων του κέντρου.
Ο Τουρέ από το Μάλι, που έφτασε στη Σάμο δύο χρόνια νωρίτερα, δήλωσε: «Ζω σε φρικτές συνθήκες. Δε ξέρω καν πώς να το εξηγήσω. Πρόσφατα μας είπαν πως θα μας μεταφέρουν στο νέο κέντρο. Θέλουν να μας δολοφονήσουν εκεί. Για μένα, αυτοί οι άνθρωποι είναι μοχθηροί και εγκληματίες. Δε θέλω να συνεχίσω να το αποδέχομαι. Δε θέλω να πάω στο νέο κέντρο. Αυτό το μέρος είναι μια φυλακή. Είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».Όπως τονίζουν η Samos Advocacy Collective και η Europe Must Act σε αναφορά του Δεκεμβρίου του 2021, «τρεις μήνες από την αρχή της λειτουργίας του κέντρου [της Ζερβού], είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ πως οι διαβεβαιώσεις των αρχών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα». Μαρτυρίες κατοίκων του κέντρου «δείχνουν πως αντί για βελτίωση, η ζωή στο κέντρο είναι αντίστοιχη με ζωή σε φυλακή, και πως η έντονη αντίθεση ανάμεσα στο παλιό «hotspot» και το νέο κλειστό κέντρο δεν είναι θετική.». Τη νύχτα πριν τη μεταφορά στη Ζερβού, ξέσπασε φωτιά στο παλιό κέντρο. Φάνηκε να ήταν μια πράξη διαμαρτυρίας και απελπισίας.
Επαναπροωθήσεις, απαγωγές, και κακοποιήσεις
Θλιβερό παράδειγμα της κατάστασης στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, σε διάστημα μόλις τεσσάρων ημερών μετά τα εγκαίνια του νέου κέντρου «ναυαρχίδα» στη Σάμο, αρκετές δεκάδες ανθρώπων υπέστησαν παράνομες επαναπροωθήσεις από το Ελληνικό Λιμενικό. Δύο νεκρά σώματα ξεβράστηκαν στα τούρκικα παράλια λίγο μετά, όπως φαίνεται αφού πετάχτηκαν στην ανοιχτή θάλασσα από το Ελληνικό Λιμενικό, σε ένα σοκαριστικό περιστατικό που έχει καταγραφεί από το Der Spiegel. Όπως συμβαίνει πολύ συχνά, οι ακριβείς περιστάσεις και ο αριθμός των θυμάτων δεν μπόρεσε να εξακριβωθεί.
Σύμφωνα με τη Χόουπ Μπάρκερ, το BVMN έχει καταγράψει χιλιάδες άτομα που έχουν υποστεί επαναπροωθήσεις: «Το 2020 υπήρξαν 87 [επαναπροωθήσεις] από την Ελλάδα στην Τουρκία, που ανέρχονται σε 4.683 ανθρώπους. Και από τις αρχές του 2021 έχουμε δεχθεί 54 μαρτυρίες [ξεχωριστών επαναπροωθήσεων], που υπολογίζεται πως ανέρχονται σε 4.007 ανθρώπους – και αυτά είναι μόνο όσα έχουμε δεχθεί εμείς».
Όταν η κυβέρνηση αναφέρεται στην «αποτροπή κύριων ροών», εννοεί τη συστηματική πρακτική καταναγκαστικών επιστροφών ανθρώπων που ζητούν προστασία από ξηράς και από θαλάσσης. Αντίθετα με τη δημόσια αντίληψη, οι επαναπροωθήσεις δε σημαίνουν «απλά» την καταναγκαστική αναστροφή βαρκών από το Λιμενικό και την παραβίαση της αρχής της μη απέλασης. Όπως αναφέρουν το Νομικό Κέντρο της Λέσβου και το BVMN, από το Μάρτιο του 2020, η Ελληνική κυβέρνηση έχει επεκτείνει σημαντικά την πρακτική των επαναπροωθήσεων στο Αιγαίο και τα χερσαία σύνορα με την Τουρκία. Από τη μία, άνθρωποι απάγονται σχεδόν σε καθημερινή βάση αφού φτάσουν στην Ελληνική επικράτεια – μερικές φορές σε κοινή θέα και τόσο μακριά από τα σύνορα όσο η Θεσσαλονίκη – κρατούνται σε μυστικές τοποθεσίες ή αστυνομικά τμήματα, κακοποιούνται, γδύνονται, ληστεύονται και τελικά εγκαταλείπονται στα σύνορα με την Τουρκία. Από την άλλη, στη Μεσόγειο, άνθρωποι εγκαταλείπονται σε φουσκωτές λέμβους επιβίωσης στα Τουρκικά ύδατα. Παράλληλα, στην περιοχή του Έβρου – όπου ο ποταμός Έβρος ορίζει τα χερσαία σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας – αποστέλλονται ή μεταφέρονται στην άλλη όχθη του ποταμού σε φουσκωτές λέμβους ή μεταφέρονται στα μέσα του ποταμού και εγκαταλείπονται σε νησίδες. Υπάρχουν πολλοί θάνατοι, με μόνο μικρό αριθμό περιστατικών να καταγράφονται.
Η Αμίλια Κούπερ του Νομικού Κέντρου Λέσβου δίνει το παράδειγμα επιχείρησης κατά την οποία 200 άτομα επαναπροωθήθηκαν από την Κρήτη και εγκαταλείφθηκαν σε Τουρκικά ύδατα από επτά σκάφη του Ελληνικού Λιμενικού και παραστρατιωτικές μονάδες, όλοι χωρίς διακριτικά. Η κλίμακα μιας τέτοιας επιχείρησης τονίζει τον παραλογισμό των ισχυρισμών της Frontex και του ΝΑΤΟ – που έχουν παρουσία στο Αιγαίο και χρησιμοποιούν υπερσύγχρονες τεχνολογίες παρακολούθησης – πως δεν αντιλήφθηκαν κανένα τέτοιο περιστατικό. «Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε πως δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά, είτε ως πολιτική είτε ως ατομική εμπειρία», πρόσθεσε η Κούπερ. «Είναι πολύ συχνό φαινόμενο τα άτομα με τα οποία ερχόμαστε σε επικοινωνία να έχουν επαναπροωθηθεί οκτώ, εννιά, δέκα φορές – στα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορα».
Ως αποτέλεσμα αυτής της συστηματικής πρακτικής και της εθελοτυφλίας των αρμόδιων κρατικών οργάνων στο Αιγαίο, τα στατιστικά της UNHCR για τις αφίξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Μόνο οργανώσεις όπως η Aegean Boat Report, η Josoor ή η Mare Liberum και δίκτυα όπως το BVMN παρέχουν ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης, καθιστώντας τα έτσι στόχους των αρχών. Πέρα από έρευνες των Ελληνικών αρχών εναντίον των Josoor και Mare Liberum, μια αλλαγή στο νομικό πλαίσιο το Σεπτέμβριο εμποδίζει μη κυβερνητικές οργανώσεις να διεξάγουν αποστολές διάσωσης χωρίς επίσημη έγκριση από το Λιμενικό – το ίδιο Λιμενικό που διεξάγει τις καταναγκαστικές απελάσεις. Οι νόμοι του διεθνούς ναυτικού δικαίου που αφορούν την άνευ όρων υποχρέωση διάσωσης ανθρώπων σε κίνδυνο καταπατώνται. Τέτοιες νομικές αλλαγές βοηθούν να τεθούν τα θεμέλια της περεταίρω ποινικοποίησης των έργων αλληλεγγύης και των δράσεων συνοριακής παρακολούθησης από ομάδες πολιτών.
Παρά τα συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία, τις καταγραφές βίντεο και αμέτρητες μαρτυρίες, όλα τα κρατικά όργανα που αναφέρθηκαν παραπάνω εμμένουν στην επίσημη γραμμή τους πως δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν πως έχουν υπάρξει καταναγκαστικές επιστροφές και πως πρόκειται για συνηθισμένες δράσεις του Λιμενικού. Κάθε άλλη ερμηνεία των γεγονότων βασίζεται σε «παρανοήσεις», σύμφωνα με τον αρχηγό της Frontex, Λεγκέρι.
Η Καφκική ποιότητα του Ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος διαφαίνεται ξεκάθαρα εδώ: από τη μία, βρίσκουμε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, δικηγόρους και δημοσιογράφους που δυσφημούνται και ποινικοποιούνται για τη διασπορά «ψευδών ειδήσεων» ή «Τουρκικής προπαγάνδας» σχετικά με τις επαναπροωθήσεις. Από την άλλη, Έλληνες αξιωματούχοι καυχιούνται ωμά για το βαθμό αποτροπής τους, όπως σε αυτή τη δήλωση του Έλληνα Υπουργού Ναυτιλίας από το 2020: «Από τις αρχές του έτους, έχει αποτραπεί η είσοδος παραπάνω από 10.000 ατόμων.». Μόνο τον Αύγουστο, αναφέρει, «καταφέραμε να αποτρέψουμε την είσοδο 3.000 ατόμων στη χώρα μας.».
«Οι επαναπροωθήσεις του Σρέντινγκερ» – όπως τις χαρακτηρίζει εύστοχα η ιδρυτής του Josoor, Νάταλι Γρούμπερ – είναι γνωστές εδώ και καιρό, και οι καταναγκαστικές επιστροφές είναι πλέον συχνές κατά μήκος των Ελληνο-Τουρκικών συνόρων. Η «έντονη ανησυχία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή τα αιτήματα για περεταίρω έρευνες χωρίς κατάληξη από τις Ελληνικές αρχές δε θα το αλλάξουν αυτό.
Αντίθετα, η Ελληνική κυβέρνηση διεξάγει μια προσπάθεια κανονικοποίησης της επιθετικής της στρατηγικής συνοριακής προστασίας και μεταναστευτικού ελέγχου. Ένας από τους τρόπους που επιχειρούν να το επιτύχουν είναι μέσω του εκφοβισμού της επικριτικής δημοσιογραφίας. Πρόσφατη αλλαγή στον ποινικό κώδικα προβλέπει πως οι αποκαλούμενες ψευδείς ειδήσεις που «έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή πλήττουν τη δημόσια εμπιστοσύνη στην εθνική οικονομία, τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας ή τη δημόσια υγεία θα τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και πρόστιμο.». Στο πλαίσιο αρκετών επιθέσεων κατά της ελευθερίας του τύπου και του πλουραλισμού στην Ελλάδα, τέτοιοι ασαφείς κανονισμοί απειλούν να περιορίσουν περεταίρω την ελευθερία του λόγου και να αποθαρρύνουν δημοσιογράφους και ΜΚΟ να αναδεικνύουν σημαντικά ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, αν η κυβέρνηση ισχυριστεί πως δεν ισχύει», δήλωσε η Εύα Κοσέ του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Η επιλογή ανάμεσα στη βαρβαρότητα και την αλληλεγγύη
Μαζί με την εφαρμογή ρητρών εμπιστευτικότητας για ΜΚΟ που εργάζονται στα ΚΥΤ, η εισαγωγή σκληρότερων και πιο παρεμβατικών διαδικασιών εγγραφής για οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μετανάστευσης – καθώς και την παρακολούθηση δημοσιογράφων και ΜΚΟ από τις μυστικές υπηρεσίες – η φίμωση της αντίθεσης στην πολιτική αποτροπής των Ελληνικών αρχών δεν έχει προηγούμενο.
Εφόσον η μετανάστευση προς την Ελλάδα δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα, το έργο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και ακτιβιστών κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια Ευρώπη βαρβαρότητας και μια Ευρώπη αλληλεγγύης. Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αμφισβητεί ανοιχτά τις επιθέσεις ορισμένων άλλων κρατών-μελών κατά της κοινωνίας των πολιτών – όπως στην Ουγγαρία – οι πρόσφατες αλλαγές στην πολιτική της Ελλάδας δεν αμφισβητούνται.
Η κινητοποίηση με αίτημα τη διεξαγωγή εντός της ΕΕ διαδικασιών κατά της παραβίασης των αρχών του δικαίου μπορεί να είναι ένας τρόπος να αντιμετωπιστούν ορισμένες από τις πιο αμφιλεγόμενες τροποποιήσεις του Ελληνικού δικαίου και να βελτιωθούν σε κάποιο βαθμό οι συνθήκες για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που είναι εγκλωβισμένοι στη χώρα, καθώς και για τις οργανώσεις πολιτών που προσπαθούν να τους υποστηρίξουν. Ωστόσο, καθώς η Ελληνική κυβέρνηση δρα ξεκάθαρα με γνώμονα τα συμφέροντα ολόκληρης της ΕΕ και της φιλοδοξίας της να περιορίσει τις «μεταναστευτικές ροές» προς την ήπειρο, αυτό φαντάζει απίθανο. Έτσι ο στόχος πρέπει να παραμείνει η υποστήριξη του καθημερινού έργου των δεκάδων ανθρωπιστικών και αλληλέγγυων οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στο πεδίο, δηλαδή η υποστήριξη των ανθρώπων που μετακινούνται ή προσπαθούν να μετακινηθούν, οι οποίοι υποφέρουν περισσότερο λόγω του ιδιαίτερα βίαιου και φονικού συνοριακού καθεστώτος.
Ο Wasil Schauseil είναι δημοσιογράφος, ερευνητής, σκηνοθέτης, με έδρα το Βερολίνο και συνδημιουργός του Magazin für positive Frieden. Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό Roar. Μετάφραση από τα αγγλικά: Ε.Ζ.