Η νέα αύξηση των επιτοκίων από την αμερικανική Fed και την Τράπεζα της Αγγλίας αυτή την εβδομάδα και οι δηλώσεις μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ, όπως οι Λουίς ντε Γκίντος, Ολιβερ Ρεν, Ιζαμπέλ Σνάμπελ, για ανάλογη κίνηση στα επιτόκια ευρώ στα μέσα του επόμενου καλοκαιριού, υποδεικνύουν ότι ο κύβος μάλλον έχει ριφθεί οριστικά στα επιτελεία των μεγάλων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη.
Η άνοδος των επιτοκίων, το υψηλότερο κόστος του χρήματος και το επακόλουθο πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας αποτελούν μονόδρομο για τους κεντρικούς τραπεζίτες προκειμένου να τιθασευτεί ο καλπάζων πληθωρισμός, ακόμη και αν μια τέτοια πολιτική ενέχει τον κίνδυνο διολίσθησης των οικονομιών ξανά σε ύφεση.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να τιθασευτεί ο πληθωρισμός -από τις κεντρικές τράπεζες- που να μη συνεπάγεται πρόκληση ζημίας στην οικονομία. Η χρησιμοποίηση των αυξήσεων επιτοκίων για να πυροδοτηθεί η επιβράδυνση αποτελεί όμως μια μεθοδολογία που φορτώνει το μεγαλύτερο μέρος του πόνου στους εργαζόμενους και στους ανθρώπους που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας. Και το μέγεθος αυτού του πόνου είναι συνυφασμένο με το πόσο επιθετικό είναι το σφίξιμο των κεντρικών τραπεζών.
Η συνταγή δεν είναι καινούργια. Την εφαρμογή της από τον πάλαι πότε κεντρικό τραπεζίτη των ΗΠΑ Πολ Βόλκερ μνημόνευσε πριν από μερικές ημέρες η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν σε δηλώσεις της, όταν υποστήριξε ότι οι κινήσεις της Fed στο μέτωπο του πληθωρισμού δεν θα επηρεάσουν την ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας η οποία θα καταφέρει να έχει μια «ομαλή προσγείωση». Η Γέλεν υπογράμμισε ότι, ενώ οι τιμές καταναλωτή έχουν αυξηθεί, οι μεσοπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό δεν έχουν επηρεαστεί τόσο και αυτό υποδηλώνει διαφορετικό τύπο πληθωρισμού από αυτόν που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Βόλκερ στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο Βόλκερ χαιρετίστηκε ως ο οικονομολόγος που κατάφερε να απαλλάξει την αμερικανική οικονομία από τον παρατεταμένα υψηλό πληθωρισμό που στις αρχές του 1980 άγγιξε σχεδόν το 15%. Προχωρώντας σε ραγδαία -σχεδόν αστρονομική για τα δεδομένα της Fed- αύξηση των επιτοκίων τα διπλασίασε πάνω από το 20% ώς το 1981. Η στρατηγική του έφερε αποτέλεσμα ύστερα από δύο χρόνια όταν ο πληθωρισμός υποχώρησε κάτω από το 4%. Ο Βόλκερ επαινέθηκε για το θάρρος και την επιμονή του.
Ωστόσο η πολιτική του προκάλεσε και δύο αλλεπάλληλες υφέσεις, μία σύντομη στις αρχές του 1980 (που στοίχισε την επανεκλογή τού τότε προέδρου Τζίμι Κάρτερ) και στη συνέχεια μία τεράστια ύφεση από τα τέλη του 1981 έως τα τέλη του 1982. Πανίσχυροι κλάδοι, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και ο κατασκευαστικός, γονάτισαν, ενώ η ανεργία υπερδιπλασιάστηκε χτυπώντας το 10,8%. Ηταν η πρώτη φορά από το 1941 που η ανεργία ανήλθε σε διψήφιο νούμερο στις ΗΠΑ, ενώ στους Αφροαμερικανούς ξεπέρασε το 20%. Οι άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους και δεν τις πήραν ποτέ πίσω, έχασαν τα σπίτια τους, έχασαν τα νοικοκυριά τους.
Η ύφεση του Βόλκερ συνέπεσε κατά προσέγγιση και με ένα αξιοσημείωτο σημείο καμπής στην αμερικανική οικονομία. Πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι αγορές εργασίας ήταν συχνά σφιχτές και η πλήρης απασχόληση συνηθισμένο φαινόμενο. Μετά την ύφεση, η πλήρης απασχόληση εξαφανίστηκε διά παντός από την αμερικανική οικονομία, συντελώντας μεταξύ άλλων και στην περαιτέρω συρρίκνωση της συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα κατά 10% ώς το 1995. Το πλέον εντυπωσιακό είναι ότι η ύφεση Βόλκερ συνέπεσε ακριβώς με την απογείωση της ανισότητας στις ΗΠΑ, την υπερσυσσώρευση ακόμη περισσότερου πλούτου από το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, την παρατεταμένη στασιμότητα των μισθών και τη φτωχοποίηση των κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας.
Υπήρχε όμως άλλος δρόμος για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός; Οι κεϊνσιανοί οικονομολόγοι λένε ναι. Η αύξηση των φόρων και η εξισορρόπηση του προϋπολογισμού, ή ακόμη και η ώθησή του σε πλεόνασμα, θα επιβράδυναν την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, υποστηρίζουν. Η προοδευτική φορολόγηση -σε αντίθεση με τις μεγάλες περικοπές φόρων που πέρασε ο επόμενος πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν- τονίζουν ότι θα συντελούσε ώστε οι απώλειες από την οικονομική επιβράδυνση να απορροφηθούν κυρίως από τους πλουσιότερους Αμερικανούς -που είχαν και την οικονομική δυνατότητα- αντί τους εργαζόμενους και τη φτωχολογιά, καθιστώντας λιγότερο αναγκαία την τόσο μεγάλη αύξηση επιτοκίων.
Μπάμπης Μιχάλης