Εννιά χρονών ήταν η γιαγιά μου όταν έγινε η μεγάλη σφαγή της Σμύρνης. Δυο μέρες πριν, την είχε πάρει μαζί του στη Μυτιλήνη ο νονός της, στρατιωτικός γιατρός, και γλίτωσε εντελώς τυχαία από τον αφανισμό.
Εννιά χρονών ασυνόδευτη προσφυγοπούλα, περίμενε στο λιμάνι της Μυτιλήνης, όπου έφταναν οι κατατρεγμένοι, μπας και βρει έστω κι έναν συγγενή της. Δεν βρήκε ποτέ κανέναν. Γονείς, παππούς, γιαγιά, πέντε μικρότερες αδελφές, θείοι, ξαδέλφια, όλοι χαμένοι, σκόρπια κόκαλα στο όνομα της Μεγάλης Ιδέας.
Η ασυνόδευτη γιαγιά μου κατέληξε δουλάκι στο αρχοντικό του νονού της. Σχολείο δεν τη στείλανε. Κέντημα δεν την αφήνανε να κάνει. Ικέτευε για λίγες κλωστές, αλλά δεν της αγοράσανε ποτέ. Κρυμμένη σε μια κόχη άκουγε τους δασκάλους που μπαινόβγαιναν στο σπίτι για να μορφώσουν τις κόρες του γιατρού και θυμόταν καθαρά τις οδηγίες της δασκάλας του εργόχειρου «Η μια βελονιά πλησίον της άλλης, όχι η μια βελονιά άνωθεν της άλλης».
Η ασυνόδευτη γιαγιά μου συλλάβιζε με πείσμα όποια φυλλάδα ξέπεφτε στα χέρια της και κράτησε καλά φυλαγμένο το μοναδικό κέντημα που κατάφερε να φτιάξει με περισσεύματα από κλωστές και χίλια παρακάλια.
Όταν μεγάλωσε, ερωτεύτηκε τον Μιχαλάκη, το πιο όμορφο παλικάρι της Μυτιλήνης, αλλά την πάντρεψαν με έναν άλλον. Την πρώτη νύχτα του γάμου της ο Μιχαλάκης της έκανε καντάδα κλαίγοντας κάτω από το παράθυρό της, όμως η γιαγιά τράβηξε αποφασιστικά την κουρτίνα γιατί είχε μάθει πια καλά τον κανόνα του κεντήματος που ισχύει και στη ζωή. «Η μια βελονιά πλησίον της άλλης, όχι η μια βελονιά άνωθεν της άλλης».
Το ζευγάρι έφυγε για την Αλεξανδρούπολη, όπου ο παππούς έπιασε δουλειά στα μεταλλεία. Από το 1930 που παντρεύτηκαν ως το 1940 απέκτησαν πέντε παιδιά. Μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και αφού ο παππούς επιστρατεύτηκε, η γιαγιά κατέφυγε στην πεθερά της στη Λήμνο. Το μικρότερο παιδί της, η μητέρα μου, δεν πρόλαβε να γνωρίσει πατέρα, γιατί ο παππούς επέστρεψε καταπονημένος με βαριά πνευμονία από το αλβανικό μέτωπο και πέθανε, αφήνοντας τη γιαγιά ολομόναχη με πέντε μικρά παιδιά.
Κανείς δεν τους ήθελε. Οι συγγενείς του άνδρα της τους φοβέριζαν και τους έδιωχναν. Η ασυνόδευτη γιαγιά μου, όμως, τώρα πια συνόδευε πέντε μικρά παιδιά. Έπιασε δουλειά στο νοσοκομείο της Λήμνου και τα ανάστησε με χυλό από πεταμένες πατατόφλουδες, ζουμί από βραστά κοκοροκέφαλα, κόρες από ξεραμένο ψωμί, κλεμμένα μπισκότα και κέικ από τα δέματα των γερμανών αξιωματικών που άφριζαν από το κακό τους, αλλά δεν μπόρεσαν ποτέ να ανακαλύψουν την εσωτερική τσέπη της ποδιάς της, όπου σώριαζε ανάκατα τα κλοπιμαία της επιβίωσης. Η σφαγή της Σμύρνης της πήρε όλους τους δικούς της, αλλά η ασυνόδευτη προσφυγοπούλα έσφιξε τα δόντια και δεν άφησε την Κατοχή να της πάρει ούτε ένα από τα παιδιά της.
Ο ένας και μοναδικός πονόψυχος θείος, ο θείος Μανώλης, αδελφός του άντρα της και ναυτικός, που πρόσφερε συμπαράσταση και δουλειά στον μεγάλο γιο της οικογένειας, έγινε η αφορμή να έρθει η οικογένεια στον Πειραιά. Αφού γυρίσανε πολλές προσφυγογειτονιές, απαγκιάσανε και ριζώσανε στη «Σαρακήνα», όπως αποκαλούσε η γιαγιά μου την πετρώδη και άνυδρη πλαγιά του Περάματος, όπου στήσανε την παράγκα τους. Τα παιδιά μπήκαν στη βιοπάλη από μικρά. Η μάνα μου στα δέκα τρία της έπιασε την πρώτη της δουλειά σε τσουβαλάδικο. Η ασυνόδευτη προσφυγοπούλα κεντούσε ακατάπαυστα το δύσκολο εργόχειρο της τυραγνισμένης της ζωής συμβουλεύοντας τα παιδιά της με πράξεις και όχι με λόγια, προσέχοντας να αραδιάζει τις βελονιές της προσεκτικά, τη μια «πλησίον της άλλης». Μόλις τέλειωσαν οι χαρισμένες κλωστές και δίπλωσε το κέντημά της, μας το παρέδωσε και κατέφυγε , πάντα ασυνόδευτη, στην ομίχλη της άνοιας. Ίσως να ήθελε να ξεχάσει, ίσως να ήθελε να ξεκουραστεί.
Μια βελονιά στο εργόχειρο του πείσματος και της υπομονής της είμαι κι εγώ, μπολιασμένη ως τα μπούνια από την προσφυγιά. Τη γιαγιά μου τη βρίζανε και την υποτιμούσανε και τη φωνάζανε «πρόσφυγια». Αυτό ήταν το παράπονό της. Αυτός είναι ο δικός μου τίτλος τιμής.
Γράφω για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, αυτά που γλίτωσαν από τις κακουχίες του πολέμου, της φτώχειας, της περιβαλλοντικής καταστροφής και της βαρβαρότητας και γνώρισαν τη σκληρότητα των χορτάτων στα Καμμένα Βούρλα, αλλά και στη Μυτιλήνη και στο Ικόνιο, στο Πέραμα και αλλού. Οι άνθρωποι που έγιναν διώκτες κατατρεγμένων ξεχνούν πως οι πλημμύρες των συμφορών πέφτουν ξαφνικά επί δικαίων και αδίκων, δεν ζητούν ταυτότητα, ούτε πιστοποιητικά γεννήσεως. Κανείς μας δεν ξέρει τι του ξημερώνει. Που και που, όμως, θα έπρεπε να ξύνουμε το λούστρο από τα οικογενειακά έπιπλα και να θυμόμαστε τον πόνο της απόρριψης, όσοι, τουλάχιστον, γεννηθήκαμε από γονείς που πιπιλούσαν κομματάκια ξύλο αντί για πιπίλα για να ξεχνάνε την πείνα τους και είχαν στραβώσει τα πόδια τους από το κουβάλημα του νερού με τον ντενεκέ. Από γονείς, που όταν ήταν παιδάκια δεν φορούσανε παπούτσια και δεν τους ήθελε κανένας. Γιατί ήτανε πρόσφυγες, αλλά και φτωχοί.
Όμως, αυτά τα παιδιά θα ζήσουν και θα μεγαλώσουν. Γιατί η ανάγκη είναι η μάνα της επιβίωσης. Γιατί το πείσμα για τη ζωή είναι δυνατότερο, γιατί πάντα θα υπάρχει έστω και ένας θείος Μανώλης, γιατί πάντα θα περισσεύει ένα τσαμπί σταφύλι, μια τριμμένη κουβέρτα, ένα τετράδιο και ένα μολύβι. Γιατί, σε πείσμα όλων των συμφορών, η αλληλεγγύη τις χτυπάει αποτελεσματικά με τα ίδια όπλα.
Δεν ζητά ταυτότητες, πιστοποιητικά και αποδεικτικά. Της αλληλεγγύης της αρκεί η διάπυρη σφραγίδα «πρόσφυγια». Κι αν, τελικά, εμείς, οι άνθρωποι, είμαστε μικρές βελονιές σε ένα εργόχειρο, ας φροντίσουμε να είμαστε «η μια βελονιά πλησίον της άλλης και όχι η μια βελονιά άνωθεν της άλλης».
Βασιλική Χρυσοστομίδου
Πηγή: 3point Magazine