Macro

Η Αριστερά χάνει γιατί δεν είναι αρκετά συγκρουσιακή

Αν η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, με την επικίνδυνη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, εντάσσεται στην ιμπεριαλιστική παράδοση του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος, και ως εκ τούτου δεν μας εκπλήσσει, ομολογούμε ότι περιμέναμε περισσότερα από αυτήν στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, ως αποτέλεσμα και της πίεσης της Αριστεράς του κόμματος. Ο δημοσιογράφος και ακτιβιστής Τζόρνταν Μπόλαγκ στο άρθρο του με τίτλο «The Left Is Losing Because We’re Not Confrontational Enough», που δημοσιεύτηκε στις 20 Μαΐου 2022 στην ιστοσελίδα του αμερικανικού περιοδικού Current Affairs, δίνει τη δική του εξήγηση για την αδυναμία αυτής της Αριστεράς να επιβάλει στην κυβέρνηση κάποιες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (http://www.currentaffairs.org/…/the-left-is-losing…). Επειδή η θέση του συγγραφέα, πέρα από το πρωτογενές ενδιαφέρον της λόγω της αναφοράς σε όσα συμβαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφορά κατά τη γνώμη μας και την εκτός αυτής της χώρας Αριστερά, μεταφράσαμε και παρουσιάζουμε σήμερα ένα μεγάλο μέρος αυτού του άρθρου.
Χ. Γο.

Πάνω από ένα χρόνο από τότε που ο Μπάιντεν ανέλαβε την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, με το Δημοκρατικό Κόμμα να ελέγχει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, οι προοδευτικοί [Δημοκρατικοί] (progressives)1 δεν έχουν περάσει ούτε ένα από τα βασικά μέτρα της κατά γενική ομολογία μετριοπαθούς ατζέντας του Τζο Μπάιντεν: 15 δολάρια κατώτατος μισθός, δωρεάν φοίτηση στα δημόσια κολλέγια, δυνατότητα όλων των Αμερικανών να επιλέγουν τη συμμετοχή τους σε ένα δημόσιο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, παραγραφή των φοιτητικών δανείων, άδειες με πλήρεις αποδοχές για οικογενειακούς λόγους και για λόγους υγείας, μείωση των τιμών των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, προστασία του κλίματος, δωρεάν προνηπιακή εκπαίδευση, επιδοτούμενοι παιδικοί σταθμοί και αποποινικοποίηση της μαριχουάνας. Χωρίς να έχει τεθεί σε εφαρμογή ούτε μία από αυτές τις πολιτικές, δεν είναι να απορεί κανείς που οι Δημοκρατικοί αναμένεται να υποστούν ένα «λουτρό αίματος» στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 (και πιθανότατα στις εκλογές του 2024) –γεγονός που θα εξαλείψει κάθε δυνατότητα για προοδευτική αλλαγή στα επόμενα χρόνια.

Η αποτυχία ακόμα και αυτής της μετριοπαθούς ατζέντας είναι ιδιαίτερα απογοητευτική, δεδομένου ότι οι προοδευτικοί κατέχουν θέσεις–κλειδιά από τις οποίες θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση. Αν και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος κατάφεραν να εξουδετερώσουν τις εκστρατείες του Μπέρνι Σάντερς, το 2016 και το 2020, για την ανάδειξή του ως υποψήφιου των Δημοκρατικών για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτός είναι σήμερα πρόεδρος της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Γερουσίας. Επίσης, υπάρχουν αρκετοί προοδευτικοί στη Γερουσία που μπορούν να καθορίσουν την τύχη ενός νομοσχεδίου, ανεξάρτητα από τη στάση των Ρεπουμπλικάνων (για να γίνει αυτό χρειάζονται μόνο έξι ψήφοι, και υπάρχουν έξι μέλη της «Squad»2, πέρα από μια αρκετά μεγάλη ομάδα άλλων λιγότερο ριζοσπαστών προοδευτικών Δημοκρατικών).

Δυο μάχες που χάθηκαν

Γιατί, λοιπόν, χάνουμε; Γιατί ακόμα και μια μετριοπαθής προοδευτική ατζέντα δεν έχει εφαρμοστεί; Η κοινοβουλευτική Αριστερά χάνει επειδή ακολουθεί την καταδικασμένη στρατηγική να περιορίζεται σε εσωτερικές, παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις, παραμένοντας παράλληλα φιλική και συγκαταβατική προς το κατεστημένο των Δημοκρατικών. Οι προοδευτικοί στην Ουάσινγκτον χάνουν επειδή αρνούνται να αναφερθούν έντονα και επίμονα στη διαφθορά κάποιων συναδέλφων τους στο Δημοκρατικό Κόμμα, αρνούνται να τραβήξουν κάποιες κόκκινες γραμμές ως προϋπόθεση για τη στήριξη με τις ψήφους τους της κυβερνητικής πολιτικής (και να τις τηρήσουν), και το κυριότερο, αρνούνται να κινητοποιήσουν τη βάση τους.

Ας δούμε τις δύο πιο σημαντικές μάχες που είχε σχεδιαστεί να δοθούν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Ο κατώτατος μισθός των 15 δολαρίων κανονικά θα έπρεπε να είναι μια εύκολη νίκη. Το συγκεκριμένο μέτρο πολιτικής περιλαμβανόταν στο πολύ δημοφιλές πακέτο στήριξης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας των πρώτων ημερών της κυβέρνησης Μπάιντεν, μέχρι τη στιγμή που οι Δημοκρατικοί βρήκαν μια έξυπνη δικαιολογία να το αφαιρέσουν από αυτό το πακέτο, διακηρύσσοντας ότι η επικεφαλής της Senate Parliamentarian [ΣτΜ: της αρχής ελέγχου των αποφάσεων της Γερουσίας] –μιας μη εκλεγμένης συμβουλευτικής αρχής– αποφάσισε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν μπορούσε να περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο.

Πώς αντέδρασαν οι προοδευτικοί; Εκτός από μερικά tweets, έστειλαν μια δημόσια επιστολή στον πρόεδρο Μπάιντεν ζητώντας του ευγενικά, χωρίς κόκκινες γραμμές ή απειλές, να παρακάμψει την παραπάνω αρχή και να διατηρήσει στο νομοσχέδιο τον κατώτατο μισθό των 15 δολαρίων. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η παρέμβαση δεν είχε κανένα απολύτως αποτέλεσμα και ο ομοσπονδιακός κατώτατος μισθός παραμένει σήμερα, και για το προβλέψιμο μέλλον, στο εξευτελιστικό επίπεδο των 7,25 δολαρίων την ώρα και 2,13 δολαρίων την ώρα για τους εργαζόμενους με φιλοδώρημα. Χωρίς κατώτατους μισθούς που να επιτρέπουν μια αξιοπρεπή διαβίωση, εκατομμύρια άνθρωποι στην Αμερική πεινάνε και αμέτρητοι Αμερικανοί αναγκάζονται να κοιμούνται στους δρόμους εξαιτίας, εν μέρει, και της δειλής αδράνειας των προοδευτικών Δημοκρατικών.

Πέρυσι την άνοιξη και το καλοκαίρι, η κυβέρνηση Μπάιντεν κατέθεσε δύο νομοσχέδια με τα σχέδιά της για τις υποδομές και τις κοινωνικές δαπάνες. Το πρώτο, το διακομματικό νομοσχέδιο για τις υποδομές (Bipartisan Infrastructure Bill), ήταν ένα δώρο στις εταιρείες, που δεν βοηθούσε σχεδόν καθόλου το ευρύ κοινό. Το δεύτερο νομοσχέδιο, η νομοθετική πράξη «καλύτερης ανοικοδόμησης» (Build Back Better Act), ήταν ένα αρκετά εντυπωσιακό πακέτο που περιλάμβανε μεγάλο μέρος της προεκλογικής οικονομικής ατζέντας του Μπάιντεν, όπως τη δωρεάν φοίτηση στα δημόσια κολέγια, την καθολική προνηπιακή και την επιδοτούμενη παιδική φροντίδα, την άδεια με πλήρεις αποδοχές για οικογενειακούς λόγους και για λόγους ασθένειας, την επέκταση του Medicare (ώστε να συμπεριλάβει ιατρικές υπηρεσίες που αφορούν την ακοή και την όραση, καθώς και τις οδοντιατρικές υπηρεσίες) και του Medicaid, τη δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη μείωση των τιμών των συνταγογραφούμενων φαρμάκων και τη συνέχιση των εκπτώσεων φόρου λόγω τέκνων).

Για να έχει κάποια επιρροή, ώστε να διασφαλίσει ότι αυτές οι προοδευτικές πολιτικές θα περάσουν πραγματικά, η Προοδευτική Συμμαχία (Progressive Caucus)3 υποσχέθηκε ότι δεν θα ψηφίσει το εταιρικό διακομματικό νομοσχέδιο για τις υποδομές αν προηγουμένως δεν ψηφιστεί το νομοσχέδιο Build Back Better. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, σχεδόν κάθε διάταξη της νομοθετικής πράξης Build Back Better αφαιρέθηκε, χωρίς κανείς από τους προοδευτικούς να χαράξει ποτέ ούτε μία κόκκινη γραμμή ως προς το τι πρέπει να παραμείνει στο νομοσχέδιο, προκειμένου να το ψηφίσουν. Και σαν να μην έφτανε αυτή η συνθηκολόγηση, η Προοδευτική Συμμαχία –εκτός από την «Squad» των έξι, η οποία στάθηκε στο ύψος της με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο– αντέστρεψε απροκάλυπτα την υπόσχεσή της υπό την πίεση του κατεστημένου των Δημοκρατικών, επιτρέποντας να ψηφιστεί το εταιρικό διακομματικό νομοσχέδιο για τις υποδομές χωρίς την προηγούμενη ψήφιση του νομοσχεδίου Build Back Better. Όπως ήταν αναμενόμενο, λίγο αργότερα, ακόμη και αυτό το απαράδεκτα μειωμένο υπόλειμμα της νομοθετικής πράξης Build Back Better ματαιώθηκε. Αυτή τη φορά, η δικαιολογία του Δημοκρατικού Κόμματος –αλλά και των προοδευτικών Δημοκρατικών– για την εκκαθάριση της δικής τους ατζέντας δεν ήταν η Senate Parliamentarian, αλλά το βέτο δύο δεξιών Δημοκρατικών γερουσιαστών, που στηρίζουν τα συμφέροντα των εταιρειών, του Τζο Μάνχιν και της Κίρστεν Σίνεμα.

Η σύγκρουση είναι αναγκαία

Πώς, λοιπόν, θα πάψουμε να χάνουμε και θα αρχίσουμε να μετασχηματίζουμε αυτή τη χώρα; Πρώτα απ’ όλα, όπως οι παραπάνω δεξιοί Δημοκρατικοί μπορούν να χαράζουν κόκκινες γραμμές στις διαπραγματεύσεις και να απειλούν ότι θα καταψηφίσουν νομοσχέδια αν αυτές παραβιαστούν, έτσι και οι προοδευτικοί πρέπει να βρουν το θάρρος να κάνουν το ίδιο και να τηρούν τις υποσχέσεις τους.

Αλλά, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, όταν ο Μάνχιν και η Σίνεμα τραβούν κόκκινες γραμμές, έχουν στο πλευρό τους τους εταιρικούς δωρητές, τα μέσα ενημέρωσης και, χωρίς καμιά αμφιβολία, το κατεστημένο των Δημοκρατικών. Αν εμείς στην Αριστερά τραβήξουμε κόκκινες γραμμές, θα είμαστε απολύτως μόνοι μας, έρμαια άγριων επιθέσεων και με κίνδυνο πολιτικής απομόνωσής μας. Σύμφωνα μ’ αυτή την ένσταση, αυτό που θα συνέβαινε αν οι προοδευτικοί δεσμεύονταν ότι θα καταψηφίζουν τα νομοσχέδια που δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους, αυτό που απλώς θα γινόταν είναι ότι δεν θα ψηφιζόταν τίποτα, κάτι που θα ήταν μια απαράδεκτη γελοιότητα. Όμως, οι προοδευτικοί δυσκολεύονται να θέτουν αιτήματα και να χαράζουν κόκκινες γραμμές, μόνο αν δεν υπάρχει ένα κίνημα βάσης που να κινητοποιείται μαζί τους.

Αν κάποιος είναι επιφυλακτικός ως προς τη δυνατότητα να είναι αποτελεσματική η δημόσια διαμαρτυρία κατά του Μπάιντεν και του κατεστημένου των Δημοκρατικών, ας θυμηθούμε μια περίπτωση όπου αυτό συνέβη. Η προοδευτική Δημοκρατική βουλεύτρια Κόρι Μπους διαμαρτυρήθηκε κάποτε ανοιχτά για τη λήξη του μορατόριουμ των εξώσεων, και άρχισε να κοιμάται στα σκαλιά της εισόδου του Κογκρέσου. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ένιωσε τέτοια αμηχανία, που αμέσως επανέφερε το μορατόριουμ.

Υπήρξαν και κάποιες άλλες μικρές γεύσεις αυτής της στρατηγικής δράσης «εκτός των πλαισίων» των προοδευτικών της Ουάσιγκτον, όπως η καθιστική διαμαρτυρία της Αλεξαντρία Οκάσιο Κορτές στο γραφείο της Νάνσι Πελόζι μαζί με μέλη του κινήματος Sunrise, αμέσως μετά την πρώτη εκλογή της, γεγονός που εισήγαγε το Πράσινο Νιου Ντιλ στον κυρίαρχο λόγο.

Όμως, πέρα από το γεγονός ότι είναι μικρής κλίμακας, αυτές οι γενναίες ενέργειες δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση, με τους προοδευτικούς να έχουν γενικά αποφύγει τον ανοιχτό πόλεμο με το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος. Υπό την πίεση της ηγεσίας, έχουν υποκύψει στην «τυραννία της ευπρέπειας», η οποία δίνει προτεραιότητα στη δημόσια αβρότητα έναντι της ανοιχτής κριτικής εκείνων των Δημοκρατικών που στηρίζουν εταιρικά συμφέροντα, οι οποίοι εμποδίζουν την εφαρμογή των πολιτικών που έχουμε ανάγκη. Πόσοι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν από την έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, να κοιμούνται στους δρόμους, επειδή δεν έχουν ένα μισθό που να τους εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή διαβίωση, και επειδή το μέλλον τους υπονομεύεται από την κλιματική Αποκάλυψη, ώστε να πάψει αυτή η προτεραιότητα στις φιλικές και ευγενικές σχέσεις μεταξύ των πολιτικών;

Ο αναντικατάστατος ρόλος των κινημάτων βάσης

Η Αριστερά ποτέ δεν βγαίνει κερδισμένη από την πολιτική των παρασκηνιακών συμφωνιών. Αυτή ανήκει στο στρατόπεδο του κατεστημένου. Ο μόνος τρόπος να νικήσουμε, είναι η κινητοποίηση της βάσης, δηλαδή η συνεργασία των κοινωνικών κινημάτων και της οργανωμένης εργασίας με τους συμμάχους μας στα βουλευτικά γραφεία. Η επιλογή δεν πρέπει ποτέ να είναι ανάμεσα σε μια ηττοπαθή απόσυρση από κάθε είδους κοινοβουλευτική πολιτική και στην πίστη ότι οι «δικοί μας» εκλεγμένοι αξιωματούχοι θα κάνουν τη δουλειά τους. Οι σοβαρές προοδευτικές αλλαγές σ’ αυτή τη χώρα –από το Νιου Ντιλ μέχρι τον νόμο για τα πολιτικά δικαιώματα– έγιναν μόνο μετά από μια τεράστια κινητοποίηση της βάσης (ιδίως της εργατικής δύναμης) μαζί με κάποιους σχετικά συμπαθείς συμμάχους της στα βουλευτικά γραφεία.

Εκτός από τα γνωστά αμερικανικά παραδείγματα του Συνασπισμού του Νιου Ντιλ και του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα, τα ίδια διδάγματα ισχύουν και διεθνώς.

Το μοντέλο των σκανδιναβικών χωρών, που κάθε τόσο εξυμνούν οι προοδευτικοί στην Αμερική, δεν προήλθε από κάποια μακροχρόνια πολιτική αρμονία, αλλά από την αγωνιστική στάση των μαχητικών εργατικών και άλλων ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων, που οργανώνονται και κινητοποιούνται μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες συμμάχους τους στην κυβέρνηση. Στην εποχή μας, δεν είναι τυχαίο ότι ίσως το πιο επιτυχημένο παράδειγμα της Αριστεράς στην εξουσία είναι το κυβερνών κόμμα MAS στη Βολιβία. Έχοντας ιδρυθεί στη βάση της θέσης ότι ο κοινωνικός αγώνας και ο κοινοβουλευτικός αγώνας πρέπει να συμβαδίζουν, το ίδιο το MAS δεν θεωρεί καν ότι είναι πολιτικό κόμμα, αλλά απλώς ένα «πολιτικό όργανο» των διαφόρων οργανώσεων του εργατικού και του ιθαγενικού κοινωνικού κινήματος, που το απαρτίζουν και το διοικούν. Φυσικά, οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας για την Αριστερά να μαθαίνει από τους αγώνες σε όλο τον κόσμο και από την ιστορία.

Δεν πιστεύω, όπως κάποιοι στην Αριστερά, ότι όλοι οι κορυφαίοι προοδευτικοί βουλευτές και γερουσιαστές είναι διεφθαρμένοι ή απατεώνες, και εκτιμώ πολύ την παρουσία τους στο αξίωμα που κατέχουν. Πιστεύω ότι πολλοί από αυτούς είναι πραγματικά με το μέρος μας, και ακριβώς επειδή είναι με το μέρος μας πρέπει να τους ασκούμε προσεκτική κριτική. Αν και οι προοδευτικοί αποτελούν μια μικρή μειοψηφία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, έχουν σημαντική δύναμη –τόσο λόγω των ψήφων τους, όσο και εξαιτίας της δημοφιλούς πλατφόρμας τους. Ενώ έχουν ασκήσει μια ουσιαστική και θετική επίδραση, υπάρχει μια σημαντική απόκλιση ανάμεσα σ’ αυτά που έχουν πετύχει και σ’ αυτά που θα μπορούσαν να πετύχουν με μια μαχητική, κινηματική στρατηγική.

Οι προοδευτικοί της Ουάσιγκτον σπατάλησαν τις τεράστιες και σπάνιες ευκαιρίες που τους δόθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του τελευταίου έτους με την «τριπλή κυβέρνηση»4 των Δημοκρατικών και τον αριθμό των ψήφων που διαθέτουν, ο οποίος τους δίνει ουσιαστικά δικαίωμα βέτο σε οποιαδήποτε διακομματική νομοθετική πρωτοβουλία. Μετά την προδιαγεγραμμένη εξαφάνιση των αναποτελεσματικών (ή, ακριβέστερα, διεφθαρμένων) Δημοκρατικών μελών του Κογκρέσου στις επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές, αυτή η ευκαιρία είναι απίθανο να επαναληφθεί για πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο.

Είναι σαφές ότι η στρατηγική της εκλογής ανθρώπων που υποστηρίζουν προοδευτικές πολιτικές και της πίστης ότι αυτοί θα κάνουν τη δουλειά τους για να περάσουν αυτές οι πολιτικές, στην καλύτερη περίπτωση με μια επιφανειακή εμπλοκή των κοινωνικών κινημάτων, έχει αποτύχει. Οι προοδευτικοί βουλευτές πρέπει να είναι μέρος των ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων, υπόλογοι απέναντί τους και σε καθημερινό διάλογο με αυτά. Πρέπει να είναι πρόθυμοι να «συγκρουστούν ανοιχτά» με το κατεστημένο των Δημοκρατικών. Πρέπει να καταλάβουν ότι η Αριστερά οφείλει τη δύναμή της στην κινητοποίηση και την οργάνωση, όχι στις ιδιωτικές παρακλήσεις και στις φιλικές διαπραγματεύσεις. Υπάρχουν εκατομμύρια ανοργάνωτοι, αλλά αφοσιωμένοι αριστεροί σε αυτή τη χώρα, και επιπλέον η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών υποστηρίζει τις βασικές αριστερές πολιτικές. Έχουμε μάζες ανθρώπων στο πλευρό μας, έχουμε πολιτικούς στην εξουσία και έχουμε οργανώσεις κοινωνικών κινημάτων. Ενώ, προφανώς, πρέπει να αυξήσουμε την κλίμακα και των τριών αυτών παραγόντων, δεν θα αποκτήσουμε τις πολιτικές που χρειαζόμαστε επειγόντως αν δεν συνδέσουμε αυτούς τους τρεις παράγοντες στη βάση μιας κινηματικής, αγωνιστικής προσέγγισης. Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Απαιτεί τη χάραξη μιας σοβαρής στρατηγικής, συνεπάγεται τη σκληρή δουλειά της οικοδόμησης κοινωνικών οργανώσεων βάσης και συνδικάτων, και θα δημιουργήσει νέα πολιτικά ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Πρέπει να ξεκινήσουμε αυτό το σχέδιο τώρα. Έχουμε έναν κόσμο να κερδίσουμε.

Μετάφραση: Χάρης Γολέμης

Σημειώσεις:

ΣτΜ: Οι κατά τον συγγραφέα «progressives» είναι εκείνα τα μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος τα οποία ανήκουν στην, υπό την ευρεία έννοια, «αριστερή» τάση του Δημοκρατικού Κόμματος. Για τις διαφορετικές τάσεις του Δημοκρατικού Κόμματος βλ. Perry Bacon Jr. “The Six Wings Of The Democratic Party” (http://fivethirtyeight.com/…/the-six-wings-of-the…/). Για τις διαφορετικές χρήσεις του όρου “progressives” βλ. Danielle Kurtzleben, “More And More Democrats Embrace The ‘Progressive’ Label. Here’s Why” (http://www.npr.org/…/more-and-more-democrats-embrace…).

ΣτΜ: Η Squad είναι μια ομάδα έξι μελών του αμερικανικού Κογκρέσου, που ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος (βλ. και υποσημείωση 1). Το γνωστότερο μέλος της είναι η Αλεξαντρία Οκάσιο Κορτές (συντετμημένα AOK, στα αγγλικά AOC).

ΣτΜ: Η Προοδευτική Συμμαχία είναι μια ομάδα της μετριοπαθούς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς του Δημοκρατικού Κόμματος στο Κογκρέσο, που από τον Μάρτιο του 2022 έχει 101 μέλη.

ΣτΜ: Με τον όρο «τριπλή κυβέρνηση» (trifecta government) περιγράφεται η πολιτική κατάσταση κατά την οποία το ίδιο κόμμα ελέγχει την εκτελεστική εξουσία και τα δύο σώματα της νομοθετικής εξουσίας (Βουλή, Γερουσία).

Τζόρνταν Μπόλαγκ