Το βιβλίο του Γιώργου Μαρκόπουλου «Σε πλάγιο φωτισμό», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Κέδρος, αποτελεί μια συλλογή κειμένων του ποιητή για «πρόσωπα, γεγονότα και ημέρες» (όπως μας πληροφορεί ο υπότιτλος του βιβλίου). Στην πραγματικότητα όμως είναι πολύ περισσότερα.
Στα σύντομα κείμενα, σημειώματα και άρθρα, τοποθετημένα με χρονολογική σειρά από το 1968 μέχρι το 2023, περνάει μέσα από πρόσωπα, τόπους και τοπία, συναντήσεις και παρατηρήσεις όλη η ιστορία της μεταπολίτευσης. Οχι η επίσημη ιστορία των γεγονότων και των χρονολογιών αλλά η άλλη ιστορία. Η υπόγεια ιστορία, αυτή των συναισθημάτων και των προσωπικών αντιδράσεων, των γειτονιών και των φίλων, των καλλιτεχνών και των οικείων. Και μαζί η κληρονομιά του φοιτητικού κινήματος και το Πολυτεχνείο, η ιστορία όχι ως καταγραφή ή σχολιασμός αλλά ως βίωμα ακριβό που άλλοτε κόβει και άλλοτε απαλύνει. Συναντήσεις με ποιητές: τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Λειβαδίτη, τον Κατσαρό. Σχολιασμοί ζωγραφικών έργων, της προσφοράς ηθοποιών (Κοταμανίδου) ή μελετητών (Ηλίας Πετρόπουλος). Και παντού παρούσα η γενιά του ποιητή, η γενιά του ‘70, συνάντηση και αποχωρισμός ταυτόχρονα, μεγάλωμα και ωρίμανση, αλλά πάντοτε επιστροφή. «Και επειδή ανέφερα τη λέξη «μνημοσκόπιο», θέλω να τονίσω ότι ο ρόλος αυτός είναι πολύτιμος στην ποίηση, γιατί αυτή -η μνήμη δηλαδή- κρατάει μέσα μας ζωντανούς ανθρώπους αγαπημένους που έχουν πια φύγει. Θέλω να ξέρετε ότι προσωπικά πιστεύω πως η περιουσία των ανθρώπων αυτών δεν είναι άλλη από τη μνήμη μας. Γι’ αυτό και εγώ, όταν τους αποχαιρετούσα, την τελευταία εκείνη στιγμή του αποχωρισμού μας, τους ορκίστηκα ότι όσο μπορώ δεν θα τους αφήσω ποτέ στον κόσμο ετούτο ακτήμονες ούτε για μια στιγμή. Γιατί ο χρόνος τρέχει, με ταχύτητα φωτός τρέχει».
Και το μνημοσκόπιο τρέχει και αυτό ανάμεσα στις σελίδες κρατώντας όχι μόνο αυτούς που έφυγαν αλλά μαζί και αυτούς που είναι εδώ, αλλά είναι αλλαγμένοι. Από τις επιλογές ή από τον χρόνο. Αλλά θα ήταν πιστεύω ελλιπές να περιγράφαμε το «Σε πλάγιο φωτισμό» ως απλώς ένα βιβλίο συγκέντρωσης παλαιότερων κειμένων ή απλώς ως ένα βιβλίο αναμνήσεων. Και αυτό γιατί ο Γιώργος Μαρκόπουλος συντηρεί στα κείμενα αυτά όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησής του. Την εστίαση στη λεπτομέρεια, τη χαμηλή φωνή, την ανάδειξη των στοιχείων αυτών που άλλοι προσπερνούν αλλά με τον κατάλληλο φωτισμό μετατρέπονται όχι μόνο σε κεντρικά σημεία αλλά πολλές φορές και σε ερμηνευτικά εργαλεία ολόκληρων δεκαετιών. Και μαζί τον κυματιστό λόγο, με τις μικρές του επαναλήψεις, την αφαίρεση και την εστίαση και το συναίσθημα πάντοτε να αγκαλιάζει το συμπέρασμα, αυτή την τρυφερότητα απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα που τόσο χαρακτηρίζουν την ποίησή του.
Το «Σε πλάγιο φωτισμό» είναι μαζί και μια αυτοβιογραφία. Οχι όμως μέσα από την όψη του ποιητή που αλλάζει στον χρόνο. Αλλά μέσα από τη ματιά του. Είναι ουσιαστικά η αυτοβιογραφία του καθρεφτίσματος ενός από τους σημαντικότερους ποιητές μας. Μιλώντας για τους άλλους μιλά μαζί και για τον ίδιο του τον εαυτό. Τον εαυτό που είναι οι εαυτοί του, αλλά μαζί και οι άλλοι, τα πρόσωπα και τα τοπία, οι υποσχέσεις και τα νοήματα. Ή όπως ο ίδιος ο ποιητής το περιέγραφε στον Κρυφό Κυνηγό:
Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν
Ενας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.
Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.
Θωμάς Τσαλαπάτης
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ