Macro

Η άλαλη όραση

«Μας αλάλιασε η όραση» λέει σε μια από τις εξαίσιες διατυπώσεις του ο Νίκος Καρούζος. Και όντως, όταν κοιτάς στ’ αλήθεια, όχι βέβαια την ασήμαντη επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά το πελώριο διαρκές γεγονός που είναι η ζωή, αλαλιάζεις από το μέγεθος και το απέραντο και την ανείπωτη τύχη, ότι σου έλαχε να ζεις. Μια τύχη άπαξ. Και είναι αυτή η συνείδηση της φοβερής σου τύχης που σε σπρώχνει να σπαταληθείς για να μην την σπαταλήσεις. Να «κοιτάξεις» όσο πιο πολύ γίνεται, για να κατανοήσεις ένα μικρό, μικρότατο μέρος του μεγαλείου που σε περιβάλλει, αλλά που είναι αρκετό, γιατί αυτό το μικρό, μικρότατο μέρος είναι το κομμάτι που σου αναλογεί, αυτό και τίποτε άλλο, στη μοιρασιά του κόσμου.

Τα υπόλοιπα είναι τρέχοντα, ασύνδετα περιστατικά που τεμαχίζουν την όραση, κάνοντας τον κόσμο ακατανόητο και τυχαίο. Το θέμα λοιπόν είναι πόση καθολικότητα, πόσο πλήθος θα αναβλύσει από το βλέμμα και θα διαρρεύσει στην Ιστορία, στην τέχνη, στην πολιτική, στη θρησκεία, στην οικονομία, στην επιστήμη, στην ερμηνεία των πάντων, προπαντός στην ερμηνεία, και θα τις ποτίσει με αίμα, σε μια προσπάθεια να μην είναι το αποτέλεσμα της όρασης κατώτερο των προσδοκιών που διατυπώνονται με μια γλώσσα που δεν χάνει μήτε τον ενθουσιασμό της μήτε τη λύπη της.

Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η γλώσσα δεν τελειώνει πουθενά. Κάποτε, αρκεί ένας και μόνο αναστεναγμός για να χωρέσει η λύπη ολόκληρη. Και κάποτε αρκεί να κοιτάξεις ένα και μόνο δάκρυ στο πρόσωπο ενός παιδιού για να συγκλονιστείς από το πελώριο μέγεθος της σκληρότητας.

Αυτή λέω πως είναι η όραση που μας αξίζει. Γι’ αυτό μού είναι στ’ αλήθεια ακατανόητος ο τρόπος που βλέπουν τη ζωή και τον κόσμο όλοι αυτοί που αιματοκυλίζουν λαούς ολόκληρους και οδηγούν στην ανείπωτη δυστυχία την οικουμένη. Ειλικρινά, για μια στιγμή, θα ήθελα να δω τον κόσμο με τα μάτια τους για να κατανοήσω τι βλέπουν, ώς πού φτάνει η όρασή τους. Όχι προς τα έξω, αλλά προς τα μέσα. Ποιος δαίμονας τους κατατρώει την όραση και χάνουν -αυτοί οι αληθινά αόμματοι- το φως από τα μάτια τους. Αυτοί οι ένοχοι της εγκληματικής τυφλότητας, με το μονίμως έκπληκτο βλέμμα της άλαλης όρασης και της αιφνιδιασμένης έπαρσης που κινδυνεύει από κάποιον αόριστο και γι’ αυτό τρομακτικό κίνδυνο.

Και τους οδηγεί στο καθεστώς του τυφλού βλέμματος πάνω στον κόσμο, γιατί κοιτάζουν μόνο το βλέμμα τους και σιγά σιγά γίνονται η εικόνα του βλέμματός τους. Δεν βλέπουν -έχω την πεποίθησητίποτε άλλο οι πραγματικοί αόμματοι της ύπαρξης. Γιατί, φυσικά, θα ήταν κανείς ηλίθιος αν θεωρούσε τυφλούς της ομορφιάς που λέγεται άνθρωπος, όλους όσοι στερούνται απλώς τη δυνατότητα της όρασης. Η όραση είναι υπόθεση ολόκληρης της ύπαρξης. Όχι της τεμαχισμένης.

Θα ήταν λοιπόν ηλίθιος -για να χρησιμοποιήσω ένα κορυφαίο παράδειγμα- όποιος θεωρούσε τυφλό τον Μπόρχες. Άλλοι είναι οι ανίκανοι της όρασης, μ’ εκείνο το αφηνιασμένο βλέμμα μιας δειλίας που γκρεμίζεται διαρκώς μέσα στα μάτια της και τους οδηγεί στη δειλή μοναξιά που σφάζει για να επιβεβαιωθεί. Άλλοι είναι οι ανίκανοι της όρασης: εκείνοι με το νωθρό, αργόσυρτο, άλαλο βλέμμα πάνω στις τραγωδίες των ανθρώπων. Το βλέμμα που σέρνεται μέσα σε τυφλούς ανεπίδοτους αριθμούς, αφήνοντας πίσω του σάλιο. Εκείνοι με το βλέμμα της στραβής ασχήμιας που δεν θα καταφέρει ποτέ -από δειλία πάντα- να κοιτάξει στα ίσια τον μέγα εχθρό: τον εαυτό της. Φαντάσου όμως να βλέπεις τον κόσμο μ’ ένα βλέμμα που σε αποστρέφεται! Τότε δεν βλέπεις, μανιάζεις για εκδίκηση. Εκδικείσαι την ποίηση που είναι ο άνθρωπος. Γιατί ποτέ δεν θα αγρυπνήσεις με τον τρόπο του Διονυσίου Σολωμού όταν λέει: «Παντ’ ανοιχτά, παντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».

Μονάχα όταν κοιτάς στ’ αλήθεια το πελώριο διαρκές γεγονός που είναι η ζωή, μονάχα τότε αλαλιάζεις από το μέγεθος και το απέραντο και την ανείπωτη τύχη, ότι σου έλαχε να ζεις.

 
Κώστας Καναβούρης

Αυγή της Κυριακής