Macro

H πλάνη της μετα-αλήθειας

Η πίστη των φιλελευθέρων στην ικανότητά τους να κυβερνούν αποτελεσματικά δεν στηριζόταν ποτέ στα πραγματικά δεδομένα.

Το Brexit και η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ χτύπησαν τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης σαν κεραυνός ανοησίας. Πώς μπόρεσαν οι ψηφοφόροι να αψηφήσουν τις προειδοποιήσεις τόσων αναλυτών, τόσων λαμπρών ειδικών και τόσο εκλεπτυσμένων μηχανισμών ελέγχου των γεγονότων;

Σχεδόν ομόθυμα ερμήνευσαν το γεγονός λέγοντας: Ζούμε στην εποχή της πολιτικής “μετά τα γεγονότα”. Ωθούμενοι από μεγάλους οργανισμούς Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης όπως το Forbes και οι New York Times, μεγάλα λεξικά, όπως αυτό της Οξφόρδης ενέταξαν στην ύλη τους τη «μετα-αλήθεια» ως νέα λέξη της χρονιάς. Άρθρο γνώμης στην Huffington Post κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο “Έθνος Μετα-Αλήθειας”, υπερασπιζόμενο με δυο λόγια την παρακάτω ιδέα: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα σχετικά με το μέλλον μας δεν είναι πολιτικό, δεν είναι οικονομικό, δεν είναι καν ορθολογικό. Είναι η μάχη μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας”.

Φιλελεύθεροι συγγραφείς αναπτύσσουν τις δικές τους διαφορετικές θεωρίες περί της μετα-αλήθειας: μιλούν για θάλαμο αντήχησης στα social media, για την επικράτηση των πλαστών ειδήσεων, ακόμη μιλούν για την αδιαφορία του κοινού απέναντι σε κραυγαλέα πολιτικά ψέματα και το μεγάλο πρόβλημα των Millennials – να εξηγήσουν τι συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτή την χρονιά (Brexit και Τραμπ). Όλοι συμφωνούν, ωστόσο, ότι ψηφοφόροι και πολιτικοί αρνούνται όλο και περισσότερο τα γεγονότα, χειραγωγούν την αλήθεια και προτιμούν τη συγκίνηση από την εξειδικευμένη γνώση.

Επίσης, συμπεριφέρονται σαν να μην γνωρίζουν πώς μπήκαμε σ’ αυτόν τον μετα-αληθινό κόσμο ή πότε τελείωσε η εποχή των γεγονότων, η οποία είχε προηγηθεί. Ήταν άραγε στη δεκαετία του 2000, όταν όλος ο κόσμος αντιδικούσε γύρω από φανταστικά όπλα μαζικής καταστροφής – προτού εξαπατηθεί και οδηγηθεί σε πόλεμο; Μήπως έγινε τη δεκαετία του 1990, όταν το σκάνδαλο Λεβίνσκι κυριάρχησε στις εφημερίδες και οι Ηνωμένες Πολιτείες πανικοβλήθηκαν με ειδήσεις όπως η ύπαρξη υπερ-αρπακτικών (σ.σ. νέοι με εγκληματική συμπεριφορά “χωρίς συναισθήματα” κατά τα ΜΜΕ της εποχής) και η χορήγηση ναρκωτικών κρακ σε μωρά; Ίσως ήταν πραγματικά το 1980, επί Ρέιγκαν και των μυστικών πολέμων του στην Κεντρική Αμερική, ταυτόχρονα με το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρας, αλλά και την άρνηση της νέας τότε επιδημίας του AIDS. Ή μήπως πρέπει να πάμε ακόμη πιο πίσω; Στο 1970, όταν ο Νίξον έλεγε «δεν είμαι απατεώνας», στο 1960, όταν ο George Wallace διακήρυττε το δόγμα του νόμου και της τάξης, ή μήπως να πάμε στο 1950 και στο κυνήγι των “κόκκινων” από τον McCarthy;

Τα γεγονότα απλώς δεν υποστηρίζουν τη διάγνωση πως έχουμε εισέλθει σε ένα “μετα-αληθινό” κόσμο. Ο αντιδραστικός πανικός των συντηρητικών, η μαζική υστερία και η πολιτική χειραγώγηση είναι μαζί μας εδώ και τόσο πολύ καιρό ώστε να χρειάζεται να θυμόμαστε πως οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στους ισχυρισμούς σχετικά με την υποτιθέμενη επιδημία ψεύτικων ειδήσεων που διακινούνται από τους Ρώσους ή την ιδέα ότι η Χίλαρι έχασε τις εκλογές εξαιτίας των social media (σ.σ. τα οποία γίνονται θάλαμος αντήχησης ψεύτικων ειδήσεων σύμφωνα με την κριτική).

Στην πραγματικότητα, η νοσταλγία των φιλελευθέρων για την πραγματική πολιτική φαίνεται πως έχει σχεδιαστεί για να κρύψει τη δική τους διαταραγμένη σχέση με την αλήθεια. Οι δήθεν ειλικρινείς τεχνοκράτες και διαχειριστές –οι οποίοι θέσπισαν νεοφιλελεύθερα μέτρα με την ίδια αγριότητα που το έκαναν και οι συντηρητικοί ομόλογοι τους της Δεξιάς– στηρίχτηκαν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων προκειμένου να εκτοπίσουν τις υλικές αλήθειες τις οποίες αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν.

 

Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση

Η δεκαετία του 1990 φαίνεται να είναι στο επίκεντρο αυτής της φιλελεύθερης νοσταλγίας, η οποία, όπως και κάθε άλλη νοσταλγία, αφορά ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τον μαρασμό της ριζοσπαστικής πολιτικής, το σύνθημα της Θάτσερ «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» κατέστη γεγονός. Παρ’ όλο που η ιδέα του Φράνσις Φουκουγιάμα για το «τέλος της Ιστορίας» μας φαίνεται σήμερα εξωφρενική, για μια χρονική περίοδο τόσο ο ίδιος όσο και η Θάτσερ περιέγραψαν έναν κόσμο που αληθινά υπήρξε: Δεν υπήρχαν πολιτικά ζητήματα τα οποία να διαιρούν τις ελίτ στη Δύση και το μόνο που οι πολιτικοί έπρεπε να κάνουν ήταν να κοσκινίσουν τα δεδομένα και να εφαρμόσουν τις βέλτιστες πολιτικές στο δεδομένο πλαίσιο.

Η τεχνοκρατική εμμονή με τα δεδομένα, ωστόσο, στηρίζεται σε μια “μετα-αληθινή” υπόθεση. Ξεκινά από την πεποίθηση ότι οι αξίες του οικονομικού φιλελευθερισμού –το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, την αξιοποίηση της ιδιοτέλειας και την τυπική ελευθερία χωρίς υλική ισότητα– περιγράφουν καλύτερα την ανθρώπινη φύση. Σε αυτή τη βάση, η φιλελεύθερη οικονομία είναι αφιερωμένη στην πραγματοποίηση της ανθρώπινης φύσης, όπως εκφράζεται από αυτές τις αρχές, μέσα στην ιστορία, ορίζοντας αυτή την κίνηση ως πρόοδο.

Κατά τη δεκαετία του 1990, ο φιλελευθερισμός αποσύρθηκε από το τερέν του Ψυχρού Πολέμου και ανέλαβε τη θέση του ως ορθοδοξία της χρηστής διακυβέρνησης. Έχοντας φαινομενικά κερδίσει τη μάχη των δεδομένων και των ιστορικών γεγονότων, οι φιλελεύθεροι δεν έβλεπαν πλέον τη δημοκρατία ως πεδίο αντιπαράθεσης αλλά ως μια αγορά. Τα προϊόντα της πολιτικής τους είχαν σχεδιαστεί ώστε να είναι ελκυστικά προς το μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος, ενώ χαρτογραφούσαν μια πορεία σύμφωνη με τον ορισμό της προόδου στον καπιταλισμό. Στηριζόμενοι σε μεθόδους προσανατολισμένες στην κατανόηση των δεδομένων, όπως ομάδες εστίασης (focus groups) και έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς, καλλιέργησαν τον “τριγωνισμό” – στρατηγική που αναπτύχθηκε από τον σύμβουλο του Μπίλ Κλίντον, Ντικ Μόρις, ο οποίος τοποθετούσε τους υποψηφίους του πάνω από τη διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς προκειμένου να διεκδικήσει το πολιτικό Κέντρο.

Οικονομική και πολιτιστική ελίτ συμφώνησαν ότι η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού και της πολυμορφίας του, σε συνδυασμό με την εταιρική κοινωνική ευθύνη, θα έλυνε το πρόβλημα των φυλετικών διακρίσεων και των διακρίσεων φύλου. Η πρώτη φούσκα των dot-com και η αναδυόμενη οικονομία της γνώσης έπεισαν τους περισσότερους ότι η εκπαίδευση θα μπορούσε ενδεχομένως να καταστήσει και τις ταξικές διαφορές παρωχημένες.

Κεντρώοι τεχνοκράτες, όπως ο Μπιλ Κλίντον και ο Τόνι Μπλερ, πρωτοστάτησαν στην κατασκευή αυτής της κοινωνίας των δεδομένων. Προτίμησαν να συζητούν την επιστημονική διαχείριση του δημόσιου τομέα αντί να λογομαχούν για πολιτικές αρχές και αξίες. Εναγκαλίστηκαν έναν ψευδή προοδευτισμό που βασίστηκε στην καπιταλιστική κερδοφορία και ανέκοψαν κάθε αντίρρηση που θα μπορούσε να εγείρει το πολιτικό Κέντρο, όσο δίκαιη και αν ήταν.

Καθώς οι φιλελεύθεροι κυριάρχησαν πάνω στα γεγονότα (σ.σ. πολιτικά και ιστορικά), ώθησαν την κοινωνική σύγκρουση στη σφαίρα του χώρου των ηθικών αξιών. Αντί για αγώνες για την κυριαρχία και την εκμετάλλευση, βρεθήκαμε να διεξάγουμε πολέμους του πολιτισμού. Εκεί οι προοδευτικές αξίες δεν είχαν καμιά επιρροή: Πωλούνταν με μια αίσθηση ηθικής ανωτερότητας, μόνο για να προδοθούν στη συνέχεια από την έλλειψη πυγμής του πολιτικού τριγωνισμού και τη διαρκή υπονόμευση του κράτος πρόνοιας και της οργανωμένης εργασίας.


Χαμένοι στα δεδομένα

Η πρώτη ρωγμή σε αυτή την ουτοπία των δεδομένων ήρθε νωρίς στη νέα χιλιετία. Η περιθωριακή Δεξιά, με επικεφαλής το Fox News, τους συνωμοσιολόγους, και τους τηλε-ευαγγελιστές, οι οποίοι παρέμεναν περιθωριακοί μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου, έριξαν τις Ηνωμένες Πολιτείες –τόσο τους φιλελεύθερους, όσο και τους συντηρητικούς– στη μαζική υστερία του πατριωτισμού που κατέληξε σε δύο κακά σχεδιασμένους πολέμους.

Οι φιλελεύθεροι φάνηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την επιτήδεια πολιτικοποίηση των δεδομένων από την κυβέρνηση Μπους. Η κεντρώα αντιπολίτευση στον πόλεμο εκδηλώθηκε με ήσυχες συζητήσεις σχετικά με τις εντολές των Ηνωμένων Εθνών και τις ακατάλληλες διαδικασίες ελέγχου από πλευράς του. Ο σύμβουλος του Μπους, Καρλ Ρόουβ δήλωνε εκείνη την εποχή: “Είμαστε αυτοκρατορία τώρα και όταν δρούμε, δημιουργούμε τη δική μας πραγματικότητα”. Χαμένοι στα δεδομένα, οι Δημοκρατικοί δεν μπόρεσαν να προτείνουν καμία εναλλακτική λύση.

Για τους θερμότερους υπέρμαχους του φιλελευθερισμού, η εκλογή Ομπάμα φάνηκε ως επιστροφή στην ορθολογικότητα. Αλλά αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ίδιο, δυσαρεστημένοι συντηρητικοί όπως το Tea Party, οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής, και η εξοπλισμένη συντηρητική ελίτ των ΗΠΑ ανέβασαν τη χειραγώγηση και τη διαστροφή των γεγονότων σε νέα ύψη. Ο Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε να δεχθεί το πιστοποιητικό γέννησης του Ομπάμα ως αληθινό ή το τεστ DNA που παρείχε ελαφρυντικά στους πέντε του Σέντραλ Παρκ (σ.σ. έγκλημα βιασμού στο σέντραλ παρκ της Ν. Υόρκης το 1989 για το οποίο κατηγορήθηκαν άδικα πέντε νεαροί μαύροι), ένας γερουσιαστής έριξε χιονόμπαλες προκειμένου να διαψεύσει την περιβαλλοντική επιστήμη και ένα σκόπιμα παραπλανητικό βίντεο σχεδόν απονομιμοποίησε τον οικογενειακό προγραμματισμό (σ.σ. εκτρώσεις).

Παράλληλα, τα ιστορικά γεγονότα άρχισαν να θέτουν τις φιλελεύθερες αλήθειες υπό αμφισβήτηση. Το οικονομικό κραχ του 2008 αποκάλυψε την αποτυχία της φιλελεύθερης οικονομίας. Κινήματα όπως το Occupy και το Black lives matter έριξαν φως σε διαρθρωτικά προβλήματα που η τριγωνοποίηση και το πολιτικό μάνατζμεντ όχι μόνο δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν, αλλά αρνούνται και να το κάνουν. Αυτά τα γεγονότα αποκάλυψαν τη φιλελεύθερη εγκυρότητα των δεδομένων ως αυτό που όντως είναι: εξαιρετικά ιδιοτελής και επιλεκτική, πρόθυμη να αγνοήσει άβολες αλήθειες, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται σαν ανώτερη των κομματικών πολιτικών – σαν επιστημονική διαχείριση της κοινωνίας.

Οι άνθρωποι που θρηνούν την εποχή των πολιτικών της αλήθειας ανήκουν στο ακραίο Κέντρο. Είναι οι τεχνοκράτες και οι διαχειριστές που δεν εμπιστεύονται τις εμπειρίες και τα βάσανα των κανονικών ανθρώπων όπως ακριβώς κάνει και η περιθωριακή-λαϊκιστική Δεξιά. Διακηρύσσουν τη φρίκη τους μπροστά σε αυτόν τον συντηρητισμό της μετα-αλήθειας αλλά συμφωνούν στις οικονομικές πολιτικές. Το Κέντρο έχει επεκταθεί σωστά, έτσι ώστε οι φιλελεύθεροι να καταλήγουν να ζητούν τις ίδιες μεταρρυθμίσεις με τους υπερσυντηρητικούς, μόνο που το κάνουν με ανθρώπινο πρόσωπο: ιδιωτικοποίηση των συντάξεων, κουπόνια για το δημόσιο σχολείο, εκτεταμένη δημοσιονομική λιτότητα κατά τη διάρκεια της ύφεσης και όλο και πιο αισχρές φορολογικές απαλλαγές για τους πλούσιους.

 

Η επιστροφή της πολιτικής

Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ αποκάλυψαν την κενότητα της πολιτικής του φιλελευθερισμού που βασίζεται στα δεδομένα. Η εκστρατεία Κλίντον σκόνταψε μπροστά σε έναν υποψήφιο που είχε κριθεί ως ο τέλειος αντίπαλος. Πρώτον, σκέφτηκαν, η χυδαιότητα του Τραμπ θα κάνει τη δουλειά γι ‘αυτούς, έπειτα έριξαν όλο το βάρος τους στο να αποκαλύψουν τα ψέματά του.

Σε όλα αυτά, δεν παρουσίασαν ούτε ένα θετικό πολιτικό όραμα για αλλαγή, παραγνωρίζοντας μιαν απλή αλήθεια: Δεν μπορείς να συρρικνώσεις την πραγματική πολιτική σε καλή διαχείριση και σωστές στατιστικές.

Τώρα, οι φιλελεύθεροι κεντρώοι δείχνουν να χάνουν ακόμα περισσότερο την επαφή με την πραγματικότητα, καθώς περιγράφουν νοσταλγικά ένα παρελθόν στο οποίο οι αντίπαλοί τους ήταν πιο αξιοπρεπείς και σέβονταν τα δεδομένα τους. Κάποιοι, σε μια υπέρτατη ειρωνεία, έχουν εξιδανικεύσει ακόμη και ακραίους αντιδραστικούς όπως οι Ρόναλντ Ρέιγκαν και Τζορτζ Μπους.

Η νίκη τού Τραμπ δεν αποδεικνύει ότι οι ψηφοφόροι μισούν την αλήθεια. Απλώς δείχνει ότι αρκετοί από αυτούς προτιμούν έναν παθολογικό ψεύτη που υπόσχεται αλλαγή από μια τεχνοκράτη του status quo που απλώς ερμηνεύει τα γεγονότα με φιλελεύθερο τρόπο. Είναι καιρός να σταματήσουμε να κατηγορούμε τις πλαστές ειδήσεις και να καταλάβουμε γιατί τόσοι πολλοί τις πιστεύουν. Ο απλός λόγος είναι ότι η πολιτική ελίτ σπατάλησε την εμπιστοσύνη των πολιτών με το να μην εξυπηρετεί ή να μην ενδιαφέρεται καν για τα συμφέροντά τους. Η επιστροφή στη φιλελεύθερη αλήθεια δεν θα καταπολεμήσει την οπισθοδρομική δημαγωγία που διοικεί τώρα τις ΗΠΑ. Μόνο μια δημοκρατική αναγέννηση που θα αμφισβητήσει τόσο τον αυταρχισμό του Τραμπ όσο και τη φιλελεύθερη διαχείριση θα μπορέσει να το κάνει.

Μια τέτοια κίνηση θα ξεκινήσει από τις αλήθειες που είναι πιο άβολες τόσο για τους συντηρητικούς όσο και για τους φιλελεύθερους: Οι άνθρωποι υποφέρουν και αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή. Δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία χωρίς ισότητα. Μόλις αναγνωρίσουμε ότι η γνώση μας βοηθά να αλλάξουμε την πραγματικότητα, τα γεγονότα θα ξαναγίνουν έγκυρα και σεβαστά όπως θα έπρεπε να είναι.

O Rune Møller Stahl είναι μέλος της δανέζικης Κοκκινο-πράσινης συμμαχίας και ασχολείται με τη διεθνή Πολιτική Οικονομία στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Ο Bue Rübner Hansen είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο πανεπιστήμιο Aarhus της Ολλανδίας.

Απόδοση-επιμέλεια: Ματθαίος Τσιμιτάκης

Πηγή: Η Αυγή από το Jacobin