Με την υπαγωγή της ΛΑΡΚΟ σε καθεστώς Ειδικής Διαχείρισης, η αποτίμηση της 60χρονης πορείας της, σε ένα περιοριστικό ερμηνευτικό πλαίσιο οικονομικίστικης θεώρησης, όχι μόνο δεν βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά προετοιμάζει και νομιμοποιεί την επανάληψή της σε άλλες περιπτώσεις, που δυστυχώς δεν λείπουν (Σκαραμαγκάς).
Η υπαγωγή της ΛΑΡΚΟ (Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Ανώνυμη Εταιρία) σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης (Ν. 4664/14-12-2020), καθώς και η απόφαση 1407/25-2-20 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, στο οποίο προσέφυγαν η εργοδοσία και οι εργαζόμενοι, περιγράφουν τη μεταμόρφωση ενός οικονομικού προβλήματος μιας μεγάλης επιχείρησης σε πολιτική, νομική και δικαστική διαμάχη, στην οποία ηττάται η Εργασία (στο Εφετείο προσέφυγαν 5 εργατικά σωματεία και 6 μεμονωμένοι εργαζόμενοι, οι οποίοι, μετά την απόρριψη των αιτημάτων τους, κλήθηκαν να καλύψουν και τα δικαστικά έξοδα 250 ευρώ).
Σύμφωνα με το Ν. 4664/2020 και συγκεκριμένα το άρθρο 21, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της εταιρίας (χρέη περίπου 450 εκατ. ευρώ) επιβάλλεται η εκποίησή της, ολόκληρης ή τεμαχισμένης και εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, η πτώχευσή της. Ο ειδικός διαχειριστής, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με το νόμο, υποχρεούται, σαν πρώτο μέλημα (παράγραφος 3.α.), να πλήξει την Εργασία απομειώνοντας κατά 25% τους μισθούς, μη λαμβάνοντας υπ’ οψη το συσσωρευμένο κεφάλαιο επιχειρησιακής και εργασιακής γνώσης και εμπειρίας και το βιωτικό επίπεδο των περιοχών που δραστηριοποιείται η εταιρία.
Η προβαλλόμενη δεινή οικονομική κατάσταση της εταιρίας εμφανίζεται ως η αιτία και ο λόγος εκποίησής της, μέσω κατακερματισμού ή πτώχευσης, ενώ αυτή προκλήθηκε από τη διαχειριστική ανικανότητα των μετόχων [Ελληνικό Δημόσιο 55,19% (ΥΠΕΝ), Εθνική Τράπεζα 33,36% και ΔΕΗ 11,45%], που στην καλύτερη των περιπτώσεων, λειτούργησαν αμήχανα και άτολμα, ανίκανοι να αντιληφθούν το στρατηγικό χαρακτήρα και το δυναμικό ανάπτυξης της εταιρίας.
Τις επόμενες ημέρες προγραμματίζονται δύο διαγωνισμοί για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων και αν αυτό δεν καρποφορήσει, η εταιρία θα τεθεί σε καθεστώς πτώχευσης, μια χρήσιμη εξέλιξη για τον ανταγωνισμό…
Το δυναμικό ανάκαμψης της εταιρίας
Η ΛΑΡΚΟ εξορύσσει λατερικά μεταλλεύματα και παράγει κράματα κοκοποιημένου σιδηρονικελίου από τρία ορυχεία στους νομούς Εύβοιας, Φθιώτιδας, Καστοριάς και ένα λιγνιτωρυχείο στο νομό Κοζάνης, που τροφοδοτεί αποκλειστικά την ΔΕΗ. Παράλληλα, διαθέτει εργοστάσιο επεξεργασίας μεταλλευμάτων στην Λάρυμνα, καθώς και δύο λιμάνια διακίνησης των προϊόντων.
Η παραγωγή νικελίου στην Λάρυμνα ανέρχεται στους 20 χλ. τόνους ετησίως, κατατάσσοντας τη χώρα στην πρώτη θέση στην ΕΕ (2018) και στη 18η θέση παγκοσμίως (World Mining Data).
H εργατική δύναμη 1.100 εργαζομένων και άλλων 1.400 εξωτερικών συνεργατών συμβάλει καθοριστικά στην παραγωγή εξαγώγιμων αγαθών υψηλής εμπορικής αξίας και συσσώρευσης γνώσης και τεχνολογικής καινοτομίας, καθώς και στην οργανωμένη κοινωνική ζωή, σε περιοχές που η απασχόληση κινδυνεύει από τις εξελίξεις στην εταιρία.
Τα εργατικά σωματεία έχουν παρέμβει σε όλες τις φάσεις της πορείας της εταιρίας, είτε με διεκδικητικές προτάσεις για την προστασία των θέσεων εργασίας, είτε με ολοκληρωμένες προτάσεις για την ανακοπή της πτωτικής πορείας και την αντιστροφή της σε αναπτυξιακή κατεύθυνση.
Οι προτάσεις των σωματείων αφορούν στην προοπτική καθετικοποίησης της παραγωγής με τη δημιουργία μονάδας παραγωγής ανοξείδωτου χάλυβα, αξιοποιώντας τις διαθέσιμες πρώτες ύλες (σιδηρονικέλιο και σιδηροχρώμιο).
Ακόμη πιο σημαντική θεωρείται η δυνατότητα αξιοποίησης του κοβαλτίου από το κράμα σιδηρονικελίου, που σήμερα, για τεχνικούς λόγους, δεν πραγματοποιείται. Η αδυναμία αυτή στερεί σημαντικούς δυνητικούς πόρους, ύψους περίπου 70-100 εκατ. δολ. ετησίως. Το κοβάλτιο έχει χαρακτηριστεί από την ΕΕ ως στρατηγική πρώτη ύλη για την κατασκευή των μπαταριών των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Η ΛΑΡΚΟ, με τη μέθοδο υδρομεταλλουργίας, είναι σε θέση να παράγει 2-3 χιλ. τόνους ετησίως, που αντιπροσωπεύουν, μαζί με την παραγωγή της Φινλανδίας, το 10% των συνολικών αναγκών της ΕΕ.
Η παραγωγή του κοβαλτίου μπορεί να οδηγήσει στην ένταξη της εταιρίας στην κατηγορία των στρατηγικών βιομηχανιών και ετσι να αρθεί η απόφαση της ΕΕ για την επιστροφή των κρατικών ενισχύσεων που είχε λάβει και να επιτρέψει την επανέναρξη των «παγωμένων» ροών χρηματοδότησης της επιχείρησης.
Με την ενεργοποίηση των χρηματοδοτήσεων δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις αντιμετώπισης τόσο του υψηλού ενεργειακού κόστους (αντιπροσωπεύει το 30% του συνολικού κόστους παραγωγής), μέσω επενδυσεων σε ΑΠΕ, οσο και των βαρέων περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Το ΚΚΕ, τον περασμένο Μάιο, κατέθεσε στη Βουλή τροπολογία για την ακύρωση του νόμου, συνοδευμένη από μια αναλυτική περιγραφή των απαραίτητων βημάτων για την ανάκαμψη της εταιρίας, που απορρίφθηκε. Το ίδιο τέλος είχε και μια μελέτη ανασυγκρότησης της Oliver Wyman του 2017, που είχε παραγγελθεί από την τότε διοίκηση της εταιρίας.
Το «πράσινο» ατσάλι
Γενικά τα προϊόντα σιδήρου (ανοξείδωτος χάλυβας κλπ) είναι τα κατ’ εξοχήν ανακυκλώσιμα υλικά, δηλαδή το καλύτερο «καύσιμο» σε μια κυκλική οικονομία, που περιορίζει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου (ΑΘΚ), σε σχεση με αλλα κοινά υλικά όπως το πλαστικό (περιορισμένη ανακύκλωση), χαρτί και ξύλο.
Η μεταλλουργία είναι ενας κατ’ εξοχήν ενεργοβόρος και ρυπογόνος κλάδος και καταβάλλονται μεγάλες προσπάθειες αναμόρφωσης της παραγωγικής διαδικασίας, προκειμένου να τηρηθούν οι δεσμεύσεις περιορισμού των ρυπογόνων εκπομπών. Στην Σουηδία βρίσκεται σε πιλοτική εφαρμογή ένα καινοτόμο σύστημα παραγωγής (HYBRIT, Hydrogen Breackhrouh Ironmaking Technology), όπου το χρησιμοποιούμενο καύσιμο είναι το υδρογόνο, αντικαθιστώντας το ρυπογόνο κάρβουνο σαν επαγωγικό μέσο στις υψικαμήνους (εκλύονται υδρατμοί αντί για μονοξείδιο του άνθρακα). Η διαδικασια αυτή παραμένει ακόμη ακριβή, αναμένεται όμως να καταστεί γρήγορα ανταγωνιστική λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της συνεχούς μείωσης κόστους των ΑΠΕ. Η παραγωγή υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης θα καταστεί σταδιακά ανταγωνιστική με τη χρήση της μη εκμετάλλευσιμης ενέργειας που αποθηκεύεται στις ΑΠΕ (η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις εγκατελειμμένες περιοχές επιφανειακών ορυχείων θα μπορούσε τα τροφοδοτήσει με ενέργεια την διαδικασία ηλεκτρόλυσης).
Ο ρόλος του κράτους στην πορεία ανασυγκρότησης
Η περίπτωση ΛΑΡΚΟ αποκτά έναν εμβληματικό συμβολισμό και προσφέρεται για ριζικό αναστοχασμό για το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το κράτος.
Η αντίληψη ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι η μόνη δύναμη παραγωγής καινοτομίας και αποτελεσματικότητας, ενώ το κράτος συνιστά δύναμη αδράνειας και αναποτελεσματικότητας, βραδυκίνητο και συχνά διεφθαρμένο, αναδείχτηκε (ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία) σαν ένας σύγχρονος μύθος. Σήμερα, δύο αντιλήψεις συγκρούονται για την μετα-πανδημική εποχή: από την μια μεριά το μοντέλο της ιδιωτικής επιχείρησης που οδηγείται αποκλειστικά από την επιδίωξη του κέρδους και του εισοδήματος και, από την άλλη, ένα μοντέλο ανάκαμψης βασισμένο στην επιδίωξη ικανοποίησης των συμφερόντων της Εργασίας και της κοινωνίας (Τ.Mencioni, Il Manifesto). .
H σύγκρουση για το ποιο μοντέλο θα υιοθετηθεί θα είναι σφοδρή και θα σημαδεύει τις εξελίξεις για πολλά χρόνια. Τα δυο αντιθετικά μοντέλα ανασυγκρότησης κινούνται σε παράλληλους άξονες και στηρίζονται σε διαφορετικές κοινωνικές στοχεύσεις.
Το ιδιωτικό μοντέλο είναι γνωστό και διαθέτει την απαραίτητη ισχύ επιβολής στη μισθολογική πολιτική, την απασχόληση και τις αναπτυξιακές προτεραιότητες, διαθέτοντας αποτελεσματικά εργαλεία, όπως οι φορολογικές ελαφρύνσεις, οι απο-ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, η περιβαλλοντική νομοθεσία κλπ. Το γεγονός ότι το ίδιο αυτό μοντέλο οδηγησε στη σημερινή κρίση, που επιδεινώθηκε από την πανδημία, δεν φαίνεται να επαρκεί για να αναδειχτεί ο αποτυχημένος του ρόλος.
Το εναλλακτικό μοντέλο βασίζεται στην αντιστροφή αυτής της πορείας και βρίσκει έκφραση στην ανάδειξη του κράτους σε ρόλο «επιχειρηματία» στους κλάδους βασικών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών και λειτουργεί σαν μοχλός τεχνολογικής καινοτομίας και στρατηγικός επενδυτής στην οικολογική μεταστροφή της οικονομίας.
Το νέο παραγωγικό μοντέλο θα πρέπει να βασιζεται στην καινοτομία, στην κυκλική οικονομία και να στηρίζεται στην εσωτερική ζήτηση, αντί στην συνεχή απομείωση των μισθών για την υποβοήθηση των εξαγωγών (που άλλωστε δεν έρχονται), το σχετικο περιορισμό των εισοδημάτων που σε αυτό το περιβαλλον επενδυτικής άπνοιας τροφοδοτεί την κερδοσκοπία κλπ. Το κράτος πρέπει να αναλάβει άμεσα το βάρος των επενδύσεων, προσφέροντας αξιοπρεπείς μισθούς και ρυθμίζοντας με τόλμη την μείωση των ωρών εργασίας.
Σε ένα τόσο απαιτητικό σενάριο αλλαγών, η Αριστερά εμφανίζεται ανέτοιμη και αμήχανη. Η σύγκρουση μεταξυ των δυο ασύμβατων μεταξυ τους προοπτικών δεν θα επιλυθεί με τεχνικούς όρους, παρά μόνο με την επιστροφή της Πολιτικής.