Μεταφράσεις

Grace Blakeley: Η κρίση του κορονοϊού είναι πολιτική

Το 2008 μας είπαν να μην “πολιτικοποιούμε” την οικονομική κατάρρευση. Καταλήξαμε σε μια δεκαετία λιτότητας. Η κρίση του κορονοϊού θα αναδιαμορφώσει την οικονομία με ριζικούς τρόπους. Τώρα είναι η ώρα να διατυπωθούν σοσιαλιστικά επιχειρήματα για το πώς πρέπει να απαντήσουμε.

Την τελευταία φορά που αντιμετωπίσαμε μια οικονομική κρίση τόσο σοβαρή όσο αυτή που πρόκειται να αντιμετωπίσουμε ήταν το 2008, όταν το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα άρχισε να καταρρέει κάτω από το βάρος των δικών του υπερβολών.

Όταν η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να αφήσει τη Lehman Brothers να χρεοκοπήσει έθεσε τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε ελεύθερη πτώση, οι παγκόσμιοι ηγέτες συνειδητοποίησαν ότι ήταν καιρός να επέμβουν. Στην αρχή, παρείχαν βραχυπρόθεσμη ρευστότητα αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων (ουσιαστικά βραχυπρόθεσμα δάνεια) στις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, αλλά σύντομα συνειδητοποίησαν ότι οι τράπεζες δεν ήταν απλώς στερημένες από μετρητά, αλλά αφερέγγυες (εντελώς ανίκανες να πληρώσουν τα χρέη τους). Σε αυτό το σημείο, έριξαν το βάρος στα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα, με τα κράτη να γίνονται σημαντικοί μέτοχοι σε πολλά από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του κόσμου.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλές χώρες υιοθέτησαν μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης με στόχο τον περιορισμό των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης στην πραγματική οικονομία. Αρχικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο εφάρμοσαν μεγάλα ενισχυτικά προγράμματα με στόχο την απορρόφηση των απωλειών θέσεων εργασίας και την αποφυγή του Κεϋνσιανού καθοδικού σπιράλ στη ζήτηση που ήταν υπεύθυνο για τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Αλλά ήταν η Κίνα αυτή που έσωσε την παγκόσμια οικονομία από μια άλλη μεγάλη ύφεση, με ένα πακέτο κινήτρων αξίας σχεδόν 20% του ΑΕΠ στο αποκορύφωμά του. Οι τεράστιες κρατικές επενδύσεις προστάτευσαν τόσο την κινεζική οικονομία όσο και τις οικονομίες των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων της.

Σύντομα, ωστόσο, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο άρχισαν να αλλάζουν την πορεία τους. Στην Ευρώπη, η κρίση δημόσιου χρέους, η οποία ήταν μια καθυστερημένη αντίδραση στη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008 χωρών των οποίων η νομισματική πολιτική ήταν περιορισμένη εξαιτίας της ένταξης στο ευρώ, έπληξε τις PIIGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία). Η Τρόικα – η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – επέβαλαν σκληρά μέτρα λιτότητας σε χώρες όπως η Ελλάδα με αντάλλαγμα προγράμματα διάσωσης. Το Ηνωμένο Βασίλειο ακολούθησε το παράδειγμά και επέβαλε ένα βαθύ πρόγραμμα λιτότητας, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως ένδειξη κρίσης δημόσιου χρέους για τη βρετανική κυβέρνηση.

Γιατί αυτή η ξαφνική μεταστροφή; Από την αρχή, η Δεξιά και η Αριστερά είχαν εμπλακεί σε μία μάχη για την ερμηνεία του 2008. Πολλοί στην Αριστερά πίστευαν με ικανοποίηση ότι η οικονομική κρίση θα δικαίωνε τις προειδοποιήσεις τους για την εγγενή μη βιωσιμότητα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Η Δεξιά, αρχικά παροπλισμένη από τη φύση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, γρήγορα εμφάνισε τη δική της αφήγηση: Αυτό που συνέβη το 2008 δεν ήταν απλώς μια κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, ήταν μια κρίση που προκλήθηκε από ασύδοτες κυβερνήσεις που δαπανούσαν υπερβολικά πολλά χρήματα σε δημόσιες υπηρεσίες.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, συνηθισμένο από την Θατσερική κοινή λογική ότι μια κυβέρνηση μπορεί να ξοδεύει μόνο όσα κερδίζει σε φόρους, το αφήγημα της λιτότητας χάρισε στους Συντηρητικούς τις εκλογές του 2010. Από τότε, 120.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει ως άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας που εφάρμοσε αυτή η κυβέρνηση. Η οικονομία μας έχει μείνει στάσιμη για σχεδόν μια δεκαετία, με τους μισθούς και την παραγωγικότητα σε στασιμότητα για τα περισσότερα από τα τελευταία δέκα χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η λιτότητα απέτυχε με τους δικούς της όρους: το εθνικό χρέος είναι υψηλότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ από ό,τι ήταν το 2010.

Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι Συντηρητικοί διέδωσαν ένα σκόπιμα ψευδές αφήγημα προκειμένου να επωφεληθούν εκλογικά από μια από τις χειρότερες κρίσεις που έπληξαν ποτέ την παγκόσμια οικονομία. Το Εργατικό Κόμμα δεν ήταν πολύ καλύτερο, υποσχόμενο μικρότερη λιτότητα και ελέγχους στη μετανάστευση ως απάντηση στην επιτυχία του μηνύματος των Τόρις. Η ηγεμονική απάντηση στην κρίση είχε καθοριστεί.

Καθώς η κρίση του κορονοϊού εξελίσσεται, η Δεξιά βρίσκεται στην εξουσία και απαιτεί από δημοσιογράφους, πολίτες, ακόμα και αξιωματούχους του τομέα υγείας να ευθυγραμμίζονται πίσω από το κυβερνητικό αφήγημα. Η αμφισβήτηση της κυβερνητικής πολιτικής — είτε πρόκειται για τη νομισματική πολιτική, είτε για τις νόμιμες αποδοχές ασθενείας είτε για τις πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας — «πολιτικοποιεί» μια κρίση δημόσιας υγείας.

Η ιδέα ότι η κρίση του κορονοϊού μπορεί να «πολιτικοποιηθεί» σημαίνει ότι δεν είναι ένα ήδη εγγενώς πολιτικό γεγονός. Φυσικά, το ξέσπασμα του ιού ήταν μία φυσική – και κρίνοντας από την έρευνα του ιδρύματος Gates, προβλέψιμη – εξέλιξη. Αλλά ο οικονομικός της αντίκτυπος, και, ειδικότερα, η κατανομή του κόστους, δεν θα μπορούσε να είναι πιο πολιτική. Αν θέλουμε να αποφύγουμε ένα ακόμη μάθημα καταστροφικού καπιταλισμού από τη Δεξιά, πρέπει να κατανοήσουμε τον πιθανό αντίκτυπο που θα έχει αυτή η κρίση στην οικονομία μας και να προετοιμαστούμε αναλόγως.

Ο πανικός για τον κορονοϊό έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τις χρηματοπιστωτικές αγορές: η S&P, ο Dow Jones, ο FTSE και πολλοί άλλοι δείκτες έχουν όλοι υποστεί μεγαλύτερες πτώσεις από αυτές που είδαν το 2008. Η πτώση των τιμών των μετοχών αντικατοπτρίζει τη συνειδητοποίηση των επενδυτών ότι, με τους εργαζόμενους αναγκασμένους να παραμείνουν στο σπίτι, τα σύνορα κλειστά, την κατανάλωση και τις επενδύσεις να καταρρέουν, η παγκόσμια οικονομία οδεύει σε μια βαθιά ύφεση. Μετά από μια δεκαετία αύξησης του εταιρικού χρέους, η μεγάλη ανησυχία έγκειται στο ότι η μείωση των εταιρικών εισοδημάτων θα προκαλέσει μια αλληλουχία εταιρικών πτωχεύσεων που θα μπορούσαν να απειλήσουν μερικά από τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Μέχρι στιγμής, μοιάζει πολύ με μια γενική ύφεση. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες μεγάλες διαφορές μεταξύ της κρίσης που αντιμετωπίζουμε επί του παρόντος και αυτής που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Μετά το 2008, πολλοί άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους και πολλοί περισσότεροι έχασαν τη δουλειά τους. Το πλήγμα ήταν τεράστιο και δεν περιορίστηκε στους λιγότερο εύπορους στην κοινωνία. Αλλά με την ύφεση του κορονοϊού, οι οικονομικοί κίνδυνοι είναι πολύ πιο εξατομικευμένοι και πολύ πιο σοβαροί, ειδικά για το Ηνωμένο Βασίλειο.

Πολλοί άνθρωποι – ειδικά εκείνοι στο Λονδίνο, όπου η εξάπλωση του ιού είναι πιο σοβαρή – δεν θα είναι σε θέση να πληρώσουν το ενοίκιο τους ή τους λογαριασμούς τους με μόλις £94,25 την εβδομάδα που είναι η νόμιμη αποζημίωση όσων αναγκάζονται να αυτοαπομόνωθουν. Οι αυτοαπασχολούμενοι, όσοι έχουν συμβάσεις μηδενικού ωραρίου και μπορεί να μην είναι καν επιλέξιμοι για τη νόμιμη αποζημίωση.

Επιπλέον, ο αυξανόμενος αριθμός των ατόμων χωρίς σταθερή εργασία αντιμετωπίζουν τη δραματική απώλεια της εργασίας τους, καθώς οι επιχειρήσεις σταματούν τις συναλλαγές, οι άνθρωποι σταματούν να καταναλώνουν και οι δημόσιοι χώροι κλείνουν σταδιακά. Ακόμη και αν δεν αναγκάζονται σε καραντίνα, όσοι δεν έχουν σταθερό εισόδημα – όλες οι παραπάνω κατηγορίες συν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, καθώς και όσοι που πληρώνονται με σύμβαση έργου – αντιμετωπίζουν την άμεση και διαρκή απώλεια του εισοδήματός τους.

Μετά από μια δεκαετία λιτότητας, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών είναι επικίνδυνα χαμηλές. Το έτος 2017 ήταν το πρώτο μετά το 1987 στο οποίο τα νοικοκυριά ξόδεψαν περισσότερα από όσα κέρδιζαν, καλύπτοντας τη διαφορά αναλαμβάνοντας νέο χρέος και αντλώντας από τις αποταμιεύσεις τους. Υπάρχουν περισσότερα από 8 εκατομμύρια νοικοκυριά στο Ηνωμένο Βασίλειο που ήδη αντιμετωπίζουν κάποια μορφή προβληματικού χρέους.

Με υψηλά ενοίκια, υψηλό κόστος μεταφοράς και στάσιμους μισθούς, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέμενε ήδη μια κρίση κόστους ζωής πριν χτυπήσει ο κορονοϊός. Πώς υποτίθεται ότι οι οικογένειες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια περαιτέρω απώλεια μισθών, όταν οι τράπεζες θα συνεχίσουν να απαιτούν αποπληρωμές χρεών, οι ιδιοκτήτες σπιτιών θα συνεχίσουν να απαιτούν ενοίκιο και οι εταιρείες κοινής ωφέλειας θα συνεχίσουν να στέλνουν λογαριασμούς;

Οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι επίσης πολύ πιο περιορισμένοι από ό,τι ήταν το 2008. Η νομισματική πολιτική είναι ήδη εξαιρετικά χαλαρή — τα επιτόκια έχουν πλέον μειωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο που μπορούν να πάνε χωρίς να κατευθυνθούν προς την επικίνδυνη περιοχή των αρνητικών επιτοκίων. Η ποσοτική χαλάρωση θα μπορούσε να συνεχιστεί, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι, ακόμη και πριν από την κρίση, η περαιτέρω δημιουργία χρήματος παρουσίαζε μειωμένες αποδόσεις. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη προσφέρει βραχυπρόθεσμα δάνεια αξίας 1,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, και ακόμη και αυτό το μέτρο δεν έχει ανακόψει τον πανικό.

Το κάθε ένα από αυτά τα προβλήματα είναι πολιτικό. Κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα — από τις χαμηλές αμοιβές, το υψηλό χρέος, έως την απουσία νομισματικής δύναμης πυρός — προκύπτει από τις ενέργειες προηγούμενων κυβερνήσεων και μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο από αυτήν την κυβέρνηση. Τα γενικευμένα δημοσιονομικά κίνητρα που περιγράφηκαν στον προϋπολογισμό του Rishi Sunak [επικεφαλής του Βασιλικού Ταμείου] την περασμένη εβδομάδα σε συνδυασμό με την περαιτέρω ποσοτική χαλάρωση δεν θα είναι αρκετά.

Η κυβέρνηση οφείλει να εισαγάγει στοχευμένη στήριξη για τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν απώλεια εισοδήματος ως αποτέλεσμα της κρίσης του κορονοϊού. Η εναλλακτική λύση είναι απλώς να παρακολουθεί καθώς οι άνθρωποι είτε αγνοούν τις συμβουλές της κυβέρνησης για την αυτοαπομόνωση, εξαπλώνοντας τον ιό περαιτέρω, είτε να τις ακολουθούν και να βρεθούν έξω από τα σπίτια τους ή πτωχευμένοι μέσα σε λίγους μήνες. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνοι που κραυγάζουν «πολιτική» δεν αντιμετωπίζουν οι ίδιοι αυτή την επιλογή.

 

Grace Blakeley

Μετάφραση: Γιώργος Τσιρίδης

Πηγή: Jacobin