ΤΟ ΑΛΓΟΣ ΤΗΣ ΜΥΘΙΚΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Όλο το έργο του Άρη Κωνσταντινίδη χαρακτηρίζεται από μια παρατεταμένη ένταση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους: τη νεοτερικότητα και την παράδοση, οι οποίες μερικές φορές έχει κανείς την εντύπωση ότι διεκδικούν την ίδια σημασιακή ρίζα. Αν η ένταση αυτή απωθήθηκε, είναι εξαιτίας των ασφυκτικών και μίζερων στερεοτύπων που επέβαλαν στο έργο του οι πιστοί «οπαδοί» του. Οι λεγόμενοι «κωνσταντινιδικοί» υποστήριξαν τον μυθοποιημένο «δάσκαλο» τους φοβισμένα και νεκρόφιλα, χρησιμοποιώντας τον με τον πιο αντιδραστικό τρόπο και ραίνοντάς τον με άφθονη συγκινησιακή «ελληνικότητα». Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο: η «παρανάγνωση», η απονεύρωση και η συρρίκνωση του έργου του απέναντι στις αναδυόμενες νέες πραγματικότητες και τις αυξανόμενες απαιτήσεις των χρόνων που ακολούθησαν. Ωστόσο, τα «λαϊκά και ανώνυμα χτίσματα», που κατέγραψε υπομονετικά για πολλά χρόνια, δεν είναι μόνο το αδρανές και καθαγιασμένο υπόλειμμα μιας εποχής ή το μεμψίμοιρο καθρέφτισμα της κοινοτικής ζωής αλλά ένας από τους γρίφους της νεοτερικότητας· το άλυτο αίνιγμά της.
Οι όροι με τους οποίους τίθεται αυτήν τη φορά το ζήτημα δεν είναι υστερόβουλοι –όπως συμπεριφέρθηκαν αρκετοί ευρωπαίοι μοντερνιστές απέναντι στη «νησιώτικη αρχιτεκτονική», κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου- αλλά οργανικοί. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, η αντίφαση ανάμεσα στην παράδοση (το σώμα της μυθικής Μητέρας) και τη νεοτερικότητα (ο αποχωρισμός απ’ αυτό) γίνεται συναίρεση και παραγωγή νοήματος, υψώνεται κατακόρυφα σε «μικτό» αλλά «νόμιμο είδος». Εδώ πράγματι η υπόδειξη του Σολωμού, που τόσο εκτιμούσε ο Κωνσταντινίδης, μπορεί να αποδειχθεί καίρια: «Πρόσεξε ώστε αυτή η διαδικασία να πραγματοποιηθεί δίχως την ελάχιστη διακοπή». Να τι συνοψίζει την αρχιτεκτονική του περιπέτεια που πατά σ’ αυτό το τεντωμένο σχοινί. Η νεοτερικότητα απομακρύνεται από τις «βαρβαρικές πρωτοβουλίες» και η παράδοση από την κραυγαλέα αισθητική εκμετάλλευση του «εθνικού» και την περιποιημένη του εμφάνιση που καλλιέργησε η «Γενιά του ‘30».
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η «Γενιά» αυτή επιχείρησε, με τον τρόπο της, έναν συνδυασμό παράδοσης και νεοτερικότητας. Περισσότερο όμως από έναρξη μιας στάσης απέναντι στο ελληνικό τοπίο, σημάδεψε το κύκνειο άσμα του. Ο Κωνσταντινίδης πήγε παραπέρα. Κοιτώντας ξανά σήμερα το έργο του διαπιστώνουμε ότι η διάκριση ανάμεσα στη νεοτερικότητα και στην παράδοση, ανάμεσα στην απεικόνιση και στην αλήθεια καθίσταται αδύνατη και απελευθερώνεται από τις κουτοπόνηρες υποψίες περί ασυνέπειας, που χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε τέτοιες περιπτώσεις. Η αλληλουχία αυτή είναι το Γιν και το Γιανγκ της «νέας εικόνας», μια εξοικείωση με τη μεθόριο, όντως μια αρχιτεκτονική του μεταιχμίου. Ιδού μια σύγχρονη στάση και ένας προϊδεασμός για το μέλλον της αρχιτεκτονικής.
Απεναντίας, η ελληνική αρχιτεκτονική και η ιστοριογραφία διάλεξαν να απωθήσουν όχι τόσο τη «γενναία» πνοή και τον σκληροτράχηλο χαρακτήρα του έργου του, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, όσο το ότι επιχείρησε μια τέτοια σύνθεση: ότι θέσπισε μια αδύνατη έως τότε ενότητα ανάμεσα σε δύο αντενεργούς κλίσεις. Κι όμως, μόνον η ενότητα αυτή μπορεί να αναχθεί σε μια «κοινή, για όλους, γλώσσα». «Η κατάσταση στην Ελλάδα», επαναλάμβανε συχνά ο ίδιος, «είναι πολύ δύσκολη, γιατί αυτός ο τόπος βρίσκεται ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, τη σκέψη και το όνειρο»[1].
Σ’ αυτήν την επιχειρηματολογία θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς την υπεροχή της «λαϊκής» παράδοσης, τουλάχιστον στα κείμενά του. Μια τέτοια υπεροχή μπορούμε να την δούμε σήμερα με δύο τρόπους: πρώτον, κατευναστικά, σαν μια αντιρρόπηση των δισταγμών που προκαλεί η ανησυχητική γειτνίαση με τη νεοτερικότητα, «σαν ένα απαραίτητο σνομπισμό που τον βοηθά να κατανοήσει τη θέση του»[2], και, δεύτερον, να την διαβάσουμε ανάποδα: σαν διεκδίκηση ενός «εθνικού ρόλου» του αρχιτέκτονα, που γίνεται φυσικός διάδοχος και εγγυητής της παράδοσης.
Στην δεύτερη αυτή περίπτωση, οι στόχοι είναι σίγουρα φιλόδοξοι. Ωστόσο το ερώτημα είναι: μπορούμε να αποχωριστούμε την παράδοση; Ο Κωνσταντινίδης προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα αυτό αντιμετωπίζοντάς την ορθολογικά σαν μια «κεντρική» γλώσσα, κατά το πρότυπο των «εθνικών» αρχιτεκτονικών τάσεων, που αναδύθηκαν στην Ευρώπη από το χωνευτήρι του Μεσαίωνα. Με λίγα λόγια, επιχείρησε να κάνει για την αρχιτεκτονική ό,τι περίπου έκανε για τη δημώδη ποίηση ο Σεφέρης: να της προσφέρει μια σύγχρονη, σταθερή βάση, πετυχαίνοντας έτσι και τη δική του «επανεγκατάσταση»[3].
Υπ΄αυτήν την έννοια μπορούμε να τον συγκρίνουμε με τον Πικιώνη, τον οποίο αμφισβήτησε σε κάθε ευκαιρία και με παροιμιώδη τρόπο. Τις σχέσεις τους σίγουρα τις διέπει η «αγωνία της επίδρασης»[4]. Διακινδυνεύω εδώ την υπόθεση ότι ο Πικιώνης εκφράζει την αποτυχία αυτού που ήρθε να ολοκληρώσει ο Κωνσταντινίδης· δηλαδή τη συστηματοποίηση ορισμένων «εθνικών» στοιχείων της αρχιτεκτονικής. Ο Σολωμός είχε ήδη διαλύσει τις ασάφειες στο ζήτημα αυτό, δηλώνοντας ότι πρέπει να θεωρούμε «εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Το μότο αυτό ο Κωνσταντινίδης το έκανε σημαία του (στα κείμενα, στις φωτογραφίες, στα σχέδια, στα κτίρια, στα βιβλία, στις συζητήσεις, παντού).
Σε αντίθεση με τον Πικιώνη, δεν βρήκε στον σκοτεινό μυστικισμό του Βυζαντίου τις αρετές της «ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής», ενώ ο τρόπος με τον οποίο είδε την «ταπεινότητα» της έχει επίσης να κάνει με τον μοντερνιστικό βραχνά της χρησιμότητας και την αίσθηση της ανάγκης. Ο μοντέρνος άνθρωπος πρέπει «να δημιουργήσει από τα λίγα», έγραφε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, το 1933, στο Εμπειρία και φτώχεια. Ο Κωνσταντινίδης ποτέ δεν αρνήθηκε την «τυποποίηση και τη βιομηχανική παραγωγή» της κατασκευής, υπό την προϋπόθεση της σύνδεσής τους «με τα τοπικά υλικά της περιοχής». Και αυτός και ο Πικιώνης επέδειξαν ένα ανθρωπολογικό ενδιαφέρον και ένιωσαν ότι η ελληνική αρχιτεκτονική δεν έχει να προσφέρει κάτι εντυπωσιακό, αλλά κάτι αυθεντικό. Τη μελαγχολία που προκάλεσε μια τέτοια διαπίστωση στον Πικιώνη, ο Κωνσταντινίδης την έκανε ρωμαλέο ύφος και πρωτοτυπία νοήματος. Το παράξενο είναι ότι, ακόμα και σήμερα, απέναντι σε μια τέτοια διαπίστωση δεν έχουμε σαφείς απαντήσεις.
Το ερώτημα εντούτοις παραμένει: πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια σύγχρονη αρχιτεκτονική αντλώντας από παράγκες, υπόστεγα, μικρά προσφυγικά σπίτια, μαντρότοιχους, ποιμνιοστάσια, ξωκλήσια, αρχαία σπαράγματα, περιστερώνες, δραγατοκαλύβες και μανάβικα; – απ’ όλα αυτά δηλαδή που βλέπουμε να παρελαύνουν στις φωτογραφίες και στα σχέδιά του. Θα μπορούσε εύκολα ν’ αναζητήσει κανείς απαντήσεις καταφεύγοντας σε συσχετίσεις με την land art ή την arte povera αλλά και την «αγροτική καλύβα» του Laugier ή τη γνωστή ρομαντική τριάδα (το ασυμπλήρωτο[5], την αποσπασματικότητα και τα ερείπια) και πάει λέγοντας. Οι επαλαμβανόμενες διαφημιστικές επιγραφές στους τοίχους και στα αγροτόσπιτα αντιμετωπίζονται σαν μέρος της αρχιτεκτονικής (Αυτογνωσίας) και στοιχείο του κοινωνικού τοπίου. Το συμπέρασμα μοιάζει και πάλι παράδοξο: ένας υπέρμαχος της «λαϊκής» παράδοσης σαν τον Κωνσταντινίδη, είναι εκείνος που καταργεί κάθε «εθνική» εσωστρέφεια και συνδιαλέγεται με τις πιο «αιρετικές» στιγμές της νεοτερικότητας. Αναθεωρεί τις εδραίες ερμηνείες και τροποποιεί κάθε προγενέστερη τάξη των σχέσεων.
[1] Α. Κωνσταντινίδης, «Η στέγη πριν από τα θεμέλια», στο Για την Αρχιτεκτονική. Δημοσιεύματα σε εφημερίδες, σε περιοδικά και σε βιβλία. 1940-1982. Αθήνα 1987, σσ.320-321
[2] T.S. Eliot, «Παράδοση και προσωπικό ταλέντο», στο Δοκίμια, μτφρ. Σ. Μπεκατώρος, Αθήνα 1983, , σσ.96 κ.έ.
[3] Ζ. Ντελέζ – Φ. Γκουαταρί, Κάφκα. Για μια ελάσσονα λογοτεχνία, μτρφ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα 1998, σσ.73-75
[4] H. Bloom, Η αγωνία της επίδρασης, μτφρ. Δ. Δημηρούλης, Αθήνα 1989
[5] «Το κάθε αρχιτεκτόνημα είναι κάτι το ατελείωτο (αυτό το ατελείωτο είναι η τελειότητά του)». Α. Κωνσταντινίδης, «Δοχεία ζωής ή το πρόβλημα για μιαν αληθινή αρχιτεκτονική», ό.π., σ.245
Γιώργος Τζιρτζιλάκης
Πηγή: ΑΣΣΟΔΥΟ