Ο Κ. Χατζηδάκης κάνει απολογισμό ιδιωτικοποιήσεων, χαρακτηρίζοντας τις αποκρατικοποιημένες εγκαταστάσεις «κούκλες»
Γράφει ο Τζόναθαν Κόου στο εξαιρετικό βιβλίο του «Τι ωραίο πλιάτσικο!» (εκδόσεις Πόλις): «Το γλένταγε με την ψυχή του ν’ αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μια μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση ιδιοκτησίας από τους πολλούς και στη συγκέντρωσή της στα χέρια ολίγων τον πλημμύριζε μ’ ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε κάτι το πρωτόγονο μέσα του». Αυτή η περιγραφή βρίσκει την απόλυτη ενσάρκωσή της στον Κωστή Χατζηδάκη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το πρόγραμμα παράδοσης δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσίων αγαθών στο ιδιωτικό κεφάλαιο είναι προσωπική πολιτική επιλογή.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του (στο tik tok), ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, έκανε ένα σύντομο απολογισμό των ιδιωτικοποιήσεων (παλαιότερων και πρόσφατων) αναφέροντας συγκεκριμένα τις περιπτώσεις του λιμανιού του Πειραιά, των περιφερειακών αεροδρομίων και λιμανιών, της Αττικής Οδού, των τριών συστημικών τραπεζών, της Helleniq Energy, του αεροδρομίου Ελ. Βενιζέλος και της Ολυμπιακής. Φυσικά, προστατεύοντας τον εαυτό του (υπάρχει και δικαστική έρευνα σε εξέλιξη), «παρέλειψε» να αναφερθεί στην ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και της ΕΕΣΣΤΥ καθώς είναι πρόσφατο το έγκλημα των Τεμπών…
Όμως ας εξετάσουμε αναλυτικά τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Χατζηδάκης:
1. «Πώς ήταν τα πράγματα με το Λιμάνι του Πειραιά και πώς είναι τώρα!». Πρόκειται για παραπληροφόρηση καθώς η αύξηση των διακινούμενων φορτίων στο λιμάνι του Πειραιά ήταν αποτέλεσμα της υιοθέτησης του υποδείγματος υπο-παραχώρησης των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ με τη δέσμευση του διαχειριστή να υλοποιήσει επενδύσεις και να αποδίδει στον ΟΛΠ σημαντικό αντάλλαγμα που σήμερα υπερβαίνει το 50% των καθαρών κερδών του Οργανισμού… Αντίθετα, η ιδιωτικοποίηση των Οργανισμών Λιμένων Πειραιά και Θεσσαλονίκης ελάχιστα έχουν συμβάλει στην αύξηση της διακίνησης φορτίων και στη δημιουργία θέσεων εργασίας ενώ η όποια βελτίωση των οικονομικών μεγεθών τους έχει προκύψει από την τεράστια αύξηση (άνω του 40%) των λιμενικών τελών.
2. «Πώς ήταν με τα περιφερειακά μας αεροδρόμια – που ήταν σχεδόν σαν τσαντίρια- και πώς έχουν γίνει τώρα: κούκλες». Ο κ. Χατζηδάκης, ως εκπρόσωπος κόμματος εξουσίας που κυβέρνησε τη χώρα για δεκαετίες, παραδέχεται ότι το κόμμα του είχε μετατρέψει κρίσιμες υποδομές, όπως είναι αυτές των αεροδρομίων, σε «τσαντίρια». Όμως η επιτυχής διαχείριση των περιφερειακών αεροδρομίων από τη FRAPORT (που έχει βασικό μέτοχο το κρατίδιο της Έσσης) είναι αποτέλεσμα της υλοποίησης των υποχρεωτικών επενδύσεων, που χρηματοδοτήθηκαν από την αύξηση των τελών και από την άνοδο του τουρισμού.
3. Η ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών λιμανιών (Καβάλα, Ηγουμενίτσα, Ηράκλειο) χαρακτηρίστηκε από το εξευτελιστικό τίμημα, την απουσία υποχρεωτικών επενδύσεων και δεσμεύσεων για ελάχιστη διακίνηση φορτίων. Παραδόθηκαν, δηλαδή, κρίσιμες υποδομές, όπως έχουν χαρακτηριστεί τα λιμάνια από την ΕΕ, για δεκαετίες χωρίς την παραμικρή δέσμευση και χωρίς κανένα δημόσιο έλεγχο της διαχείρισης των λιμανιών από τους ιδιώτες.
4. Όμως, αν για την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης κρίσιμων υποδομών (περιφερειακά λιμάνια και αεροδρόμια) χρησιμοποιήθηκε το «επιχείρημα» ότι το κράτος δεν είχε τους αναγκαίους πόρους για τη χρηματοδότηση των απαραίτητων επενδύσεων, η περίπτωση της «Αττικής Οδού» και του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος», η διαχείριση των οποίων αποφέρει σημαντικού ύψους κέρδη, έχει ως μοναδική αιτιολογία τη δεδομένη βούληση της κυβέρνησης της ΝΔ για την απίσχναση του κράτους από κάθε αρμοδιότητα στον τομέα της οικονομίας.
5. Η πώληση των μετοχών που κατείχε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις τέσσερις συστημικές τράπεζες αποτελεί ακόμη μία επιλογή που δεν αιτιολογείται ούτε με βάση το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Η έξοδος του κράτους από τις τράπεζες όταν αυτές έχουν εκκαθαριστεί από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (με την εγγύηση του κράτους) και βρίσκονται σε φάση ανόδου της κερδοφορίας τους και διανομής, μετά από πολλά χρόνια, ικανοποιητικών μερισμάτων δεν είναι νεοφιλελεύθερη επιλογή αλλά εκποίηση δημόσιας περιουσίας.
6. Η ιδιωτικοποίηση της Helleniq Energy έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά των τραπεζών. Πέραν του κρίσιμου ρόλου που έχει η εταιρία για την οικονομία, η ιδιωτικοποίησή της σε μία περίοδο εκτόξευσης των κερδών της δεν «υπακούει» σε καμία οικονομική λογική. Αντίθετα, μετατρέπει σε ιδιωτικό ολιγοπώλιο έναν κρίσιμο τομέα όπως είναι αυτός της διύλισης και εμπορίας καυσίμων.
Οι συνέπειες αυτής της ολιγοπωλιακής και κυριαρχούμενης από το ιδιωτικό, και κυρίως ξένο, κεφάλαιο, δομής της ελληνικής οικονομίας φαίνεται στα υψηλά επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών και στις υψηλότερες τιμές που καταβάλλουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις για την προμήθεια αγαθών ή τη λήψη υπηρεσιών. Αξίζει να αναφερθεί ότι αυτή η ολιγοπωλιακή δομή της ελληνικής οικονομίας είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και συγκεκριμένα της αποχώρησης του κράτους από τους συγκεκριμένους κλάδους, η οποία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και επιταχύνθηκε την περίοδο των μνημονίων.
Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στρατηγική επιλογή που συνδέεται άμεσα και με την επίθεσή της στα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα. Όπως αναφέρουν οι Πέτρας και Βελτμέγιερ («Η παγκοσμιοποίηση χωρίς μάσκα», εκδόσεις ΚΨΜ) η ιδιωτικοποίηση είναι «μία επί της ουσίας πολιτική πράξη, που ως εθνική οικονομική στρατηγική έχει λίγη ή καθόλου “πραγματική αξία” καθώς, φυσικά, δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας ούτε υψηλότερους ρυθμούς αποταμίευσης και επένδυσης αλλά ούτε και νέες παραγωγικές δυνάμεις» (σελ. 122). «Ο στόχος δεν είναι η ιδιοκτησία των δημοσίων επιχειρήσεων και η διαχείρισή τους από τους ιδιώτες αλλά η εξουδετέρωση εναλλακτικών δομών παραγωγής και διαχείρισης που αμφισβητούν έμπρακτα το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα» (σελ. 124). Το συμπέρασμά τους είναι ότι «το τελικό αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης, λοιπόν, είναι η αποδυνάμωση της δημοκρατίας και η απώλεια του νομοθετικού ελέγχου επάνω στους κύριους τομείς της οικονομίας».
Γιώργος Τοζίδης