Σε μια Αθήνα καθημαγμένη από την κρίση, μια νεαρή κοπέλα βρίσκεται άγρια δολοφονημένη. Μια νεαρή κοπέλα που δουλεύει σερβιτόρα σε μπαρ, έχει σχέση με έναν διάσημο πολίστα, γιο υπουργού, και ζωγραφίζει, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, αγίους και αγίες. Οι έρευνες της αστυνομίας φέρνουν στο φως το παρελθόν της κακοποίησής της και τις έντονες αυτοκαταστροφικές τάσεις της και σαδομαζοχιστικές σεξουαλικές της προτιμήσεις. Και κάτι ακόμη: τη συνήθειά της να καταγράφει από μικρή σε ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι τις σκέψεις της, τα αισθήματά της, αλλά και τις σεξουαλικές της συνευρέσεις.
Καλοί αστυνομικοί, βασανισμένοι από τους προσωπικούς τους δαίμονες προσπαθούν να βρουν άκρη σε ένα κουβάρι που όλο και περιπλέκεται, έχοντας απέναντί τους συναδέλφους τους με συγκεκριμένη ατζέντα – και συγκεκριμένα την προστασία του υιού της υπουργού και της υπουργού της ίδιας. Ο κακοποιητικός πατέρας, παλιοί και νέοι ερωτικοί σύντροφοι, συγγενείς και φίλοι, όλοι ανακρίνονται και κάποιοι υποφέρουν πολύ περισσότερο από κάποιους άλλους: αν είναι ένας μετανάστης μπλεγμένος, καλό είναι να ομολογήσει ότι αυτός έκανε τον φόνο. Ειδικά όταν υπάρχουν τεκμήρια που δείχνουν σε άλλες, εντελώς ανεπιθύμητες κατευθύνσεις. Ο φόνος πάντως δεν μένει ένας.
Ο Γιώργος Σύρμας, ηθοποιός και μεταφραστής, κάνει την είσοδό του στον χώρο της λογοτεχνίας με ένα κοινωνικό, αστυνομικό μυθιστόρημα που, χωρίς να παραλείπει να φωτίσει τη βία και την αυθαιρεσία της εξουσίας, εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο η διάλυση των κοινωνικών δομών βιώνεται ατομικά και καθορίζει τις διαδρομές των παραζαλισμένων κοινωνικών υποκειμένων. Το εύρημα της μαγνητοφώνησης, με τον έντονα θεατρικό, συνειρμικό λόγο της νεαρής κοπέλας φέρνει στο προσκήνιο μια φωνή που επιμένει να αναζητεί την αλήθεια της σε πείσμα της απελπισίας και να διεκδικεί ένα κατάδικό της σώμα, ακόμη και ως διαρκές πεδίο μάχης. Όπως επισημαίνει ο Πιερ Μπουρντιέ, οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν το σώμα ως μνήμη· εναποθέτουν σ’ αυτό μια συνοπτική και πρακτική μορφή των θεμελιακών αρχών της πολιτισμικής αυθαιρεσίας, οι οποίες τοποθετούνται πέραν της εμβέλειας της συνείδησης. Αυτό ισχύει τόσο για το κορίτσι που μιλάει, μιλάει και ξανά μιλάει για να κατακτήσει, με πόνο, την ταυτότητά του. Όσο και για όλους τους άλλους που δεν αντέχουν να μιλήσουν και να αποκτήσουν ταυτότητα. Και εκείνους που η ταυτότητά τους είναι η ίδια η βία, σε όλες τις μορφές της. Ένα πολύ ενδιαφέρον πρώτο βιβλίο που, πέραν της όποιας πολιτικο-κοινωνικής και ψυχαναλυτικής διάστασής του, κρατάει σε αγωνία τον αναγνώστη μέχρι τέλους.
Τιτίκα Δημητρούλια
Η ΕΠΟΧΗ