Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει δυο ορόσημα. Πρώτον τη μεταρρύθμιση Παπανδρέου (Παπανούτσου) το 1964. Αυτή καθιέρωσε το ενιαίο καθολικό σχολείο, την εννεαετή υποχρεωτική εκπαίδευση, τη δημοτική γλώσσα, τη δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, τις εισαγωγικές/ πανελλαδικές εξετάσεις ως αδιάβλητο σύστημα εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, την αναβάθμιση των παιδαγωγικών σπουδών και την ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Η μεταρρύθμιση πολεμήθηκε τότε από την Εκκλησία και την ΕΡΕ της εποχής και ανεστάλη επί δικτατορίας, αλλά πρακτικά καθιερώθηκε, και με ανάλογες συνταγματικές ρυθμίσεις, από το 1974 μέχρι σήμερα.
Δεύτερον το νόμο του 1982 επί της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που διαμόρφωσε το σύγχρονο Δημόσιο Πανεπιστήμιο με την κατάργηση της αναχρονιστικής έδρας, την καθιέρωση των κανόνων αυτοτέλειας και αυτονομίας των Τμημάτων και της Διοίκησης των Πανεπιστημίων σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Στη συνέχεια η ίδρυση των Περιφερειακών Πανεπιστημίων διεύρυνε τον αριθμό φοιτητών και την πρόσβαση, συρρικνώνοντας τη μέχρι τότε σχετικά μεγάλη «φοιτητική μετανάστευση».
Και οι δύο μεταρρυθμίσεις είναι στο στόχαστρο των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων διαχρονικά. Η πρώτη με την θεωρία περί «αριστείας» (ενίσχυση των ιδιωτικών σχολείων, ίδρυση πρότυπων/πειραματικών δημόσιων σχολείων) προκειμένου να διαφοροποιήσουν τα σχολεία εντός και εκτός του δημόσιου συστήματος. Πολύ πρόσφατα γέμισε η Ελλάδα πρότυπα και πειραματικά σχολεία σε πόλεις και κωμοπόλεις. Η Ιεράπετρα των 5000 κατοίκων έχει ένα πρότυπο, ένα πειραματικό και ένα μόλις κανονικό σχολείο. Τα πειραματικά σχολεία υπάρχουν φυσικά δίπλα σε Πανεπιστήμια που ειδικεύονται στην Εκπαίδευση. Εκεί δοκιμάζονται παιδαγωγικές μέθοδοι πριν μεταφερθούν στο ενιαίο σχολείο. Εντούτοις η διαφοροποίηση είναι κενή περιεχομένου. Από τη μεταρρύθμιση Παπανούτσου και μετά και τα ιδιωτικά (και σήμερα τα πρότυπα και τα πειραματικά) σχολεία υποχρεούνται στο ίδιο πρόγραμμα μαθημάτων και ύλης. Και η διεθνής πρακτική, του ενιαίου καθολικού σχολείου, κυρίως στην Ευρώπη, και στις πολύ πετυχημένες εκπαιδευτικά χώρες (Φιλανδία και άλλες) σε αυτό συνομολογεί.
Ο πόλεμος με τα Πανεπιστήμια αφορά σιωπηλά τις πανελλαδικές εξετάσεις και κατά δεύτερον λόγο την αυτονομία και το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων. Η Ιατρική, το Πολυτεχνείο και η Νομική είναι οι βασικές περιζήτητες σχολές και με τις πανελλαδικές διασφαλίζεται ότι μπαίνουν οι ακαδημαϊκά καλύτεροι μαθητές ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Το σύστημα αυτό μπορεί να είχε ως παρενέργεια τη φροντιστηριακή εκπαίδευση, αλλά εκ των πραγμάτων αποτέλεσε και αποτελεί τον βασικότερο μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας. Ταυτόχρονα είναι μορφές αποκλεισμού για μαθητές από τις πιο ευκατάστατες τάξεις και τα μικρομεσαία στρώματα, με οικονομική επιφάνεια, που δεν τα «καταφέρνουν». Οπότε έμεινε ο δρόμος της «φοιτητικής μετανάστευσης». Μόνο που στις σχολές αυτές τα πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης ή των ΗΠΑ, έχουν υψηλά ακαδημαϊκά κριτήρια και κάποιας μορφής εξετάσεις. Με εξαίρεση λοιπόν αυτούς που επιλέγουν εξαρχής να σπουδάσουν στις χώρες αυτές μέσω των εξετάσεων (διεθνές απολυτήριο, κλπ), η «φοιτητική μετανάστευση» τα τελευταία 30 χρόνια οδηγήθηκε στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Γιατροί στη Βουλγαρία, μηχανικοί στη Σλοβακία και την Τσεχία, δικηγόροι οπουδήποτε.
Τα «Πανεπιστήμια της Κύπρου»
Πρόσφατα προστέθηκαν τα λεγόμενα ιδιωτικά «Πανεπιστήμια της Κύπρου». Αυτά ιδρύθηκαν εν μια νυκτί, από επιχειρηματίες του Τουρισμού ή των Κατασκευών, και αποτελούν φυσικά κολλεγιακού τύπου σχολές, και όχι Πανεπιστήμια. Η διαφορά, στη μόνη χώρα που υπάρχει η διάκριση Πανεπιστημίων/Κολλεγίων, στις ΗΠΑ, είναι γνωστή. Τα Πανεπιστήμια είναι διδακτικά και ερευνητικά ιδρύματα, ενώ τα κολέγια, είναι μόνο διδακτικά. Αλλά και στις ΗΠΑ οι σχολές της ιατρικής, της νομικής ή οι μηχανολογικές, προσφέρονται αποκλειστικά στα πανεπιστήμια. Στην Ευρώπη, δεν υπάρχουν κολλέγια (με εξαίρεση τη Λετονία) και η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι αποκλειστικά Πανεπιστημιακή.
Έτσι η ανύπαρκτη πανεπιστημιακά Κύπρος, απέκτησε αίφνης καμία δεκαριά ιδιωτικά «πανεπιστήμια», που προσφέρουν κολλεγιακού τύπου εκπαίδευση σε επιστήμες που αποτελούν εξ ορισμού, ακόμα και στις ΗΠΑ, μονοπώλιο των Πανεπιστημίων. Διπλή «λαθροχειρία» τελικά. Κολλεγιακού τύπου εκπαίδευση σε τομείς που είναι αποκλειστικά πανεπιστημιακού τύπου. Αναγνώρισή τους αρχικά από την κυπριακή κυβέρνηση ως Πανεπιστήμια. Και με διακρατική συμφωνία Ελλάδας- Κύπρου αναγνωρίστηκαν και στην Ελλάδα. Έτσι με το άνοιγμα παραρτημάτων στην Ελλάδα, που παραμένει συνταγματικά έωλο, τα κυπριακά «πανεπιστήμια» θα πραγματώσουν το όνειρο της προσφοράς πτυχίων σε ιατρική και νομική χωρίς το «βραχνά των πανελλαδικών». Με το απολυτήριο λυκείου, θα εγγράφονται φοιτητές και τα πτυχία τους θα είναι ισότιμα των δημοσίων Πανεπιστημίων. Η Νομική του ιδιοκτήτη ξενοδοχείων στην Κύπρο θα είναι ισότιμη με τη Νομική Αθηνών, με σπουδές μάλιστα σε κάποιους ορόφους της οδού Ακαδημίας, χωρίς καμία απαίτηση πέρα από το να έχει 30 διδάσκοντες και δύο τμήματα.
Τι μέλλον να επιφυλάσσει για το ελληνικό Πανεπιστήμιο η εξέλιξη αυτή;
Επί της αρχής τίποτα. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν θα συγκρίνει, όπως γίνεται και τώρα, τις Νομικές σχολές της Ελλάδας, με τους πτυχιούχους των «Κυπριακών «Πανεπιστημίων». Οι καθηγητές θα συνεχίζουν να επιδιώκουν την εκλογή τους στα καλά δημόσια πανεπιστήμια. Και οι φοιτητές το ίδιο. Εξάλλου 10.000 Κύπριοι φοιτητές έχουν επιλέξει τα ελληνικά πανεπιστήμια για τις σπουδές τους για το λόγο αυτό. Οι επιπτώσεις θα είναι ίσως για τα περιφερειακά πανεπιστήμια και την οικονομική πίεση που υφίστανται όλο και περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά σε μια χώρα όπου ο μέσος μισθός είναι 1150 ευρώ και τα εισοδήματα μεγάλων κοινωνικών ομάδων είναι πιεσμένα.
Ο κρατικός οικονομικός στραγγαλισμός
Το ελληνικό Πανεπιστήμιο κινδυνεύει περισσότερο από τον κρατικό οικονομικό στραγγαλισμό, αν και αυτός έχει ήδη φθάσει στα όρια του. Μία γρήγορη ματιά στα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι απόλυτα αποκαλυπτική.
Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα με διαφορά. Φιγουράρει στον «απόλυτο πάτο» των δαπανών ανά φοιτητή. Δεν μπαίνω σε άλλους πιο ειδικούς δείκτες, διότι ο συγκεκριμένος είναι αρκούντως αποκαλυπτικός. Ετησίως 2.093 δολάρια είναι η καθ’ ημάς δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή. Δύο θέσεις πιο πάνω είναι η Τουρκία με 5.000 δολάρια ανά φοιτητή. Οι πρώην Ανατολικές χώρες ή η συγγενής Πορτογαλία είναι 8.000 δολάρια ανά φοιτητή. Δεν εμπλέκω τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες που δαπανούν από 14 έως 20.000 δολάρια ανά φοιτητή. Με μία λέξη για να ανοίξουμε τη συζήτηση για τη δέσμευση της χώρας απέναντι στο δημόσιο πανεπιστήμιο θα έπρεπε να τετραπλασιάσουμε τα χρήματα που δίνουμε σήμερα. Κοινώς, ο αριθμός διδακτικού προσωπικού, οι αμοιβές, οι υποδομές, οι βιβλιοθήκες, η φοιτητική μέριμνα και οι υποτροφίες και φυσικά η δαπάνη για έρευνα εν συνόλω απαιτούν τεράστιες αυξήσεις για να φθάσουμε στα κατώτερα, και όχι τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα.
Ο μοναδικός λόγος που τα ελληνικά Πανεπιστήμια παραμένουν στα καλύτερα 300-600 πανεπιστήμια στον κόσμο, σε σύνολο 20.000 (από τα οποία αξιολογούνται τα 10.000), που παραμένουν δηλαδή στην ελίτ του 2-3% των καλύτερων πανεπιστημίων στον κόσμο, είναι οι ερευνητικές επιδόσεις τους. Οι οποίες χρηματοδοτούνται όχι από ελληνικούς, αλλά από ευρωπαϊκούς πόρους ή άλλες κατηγορίες διεθνών πόρων. Η σχέση ερευνητικών πόρων με την κρατική χρηματοδότηση είναι 6 προς 1, ίσως και παραπάνω σε πολλά πανεπιστήμια. Κοινώς, για κάθε ευρώ που δίνει το ελληνικό κράτος, για παράδειγμα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, αυτό κερδίζει 7 ευρώ από τα ερευνητικά προγράμματα που διεκδικούν οι καθηγητές του και τα ινστιτούτα του.
Αν το κράτος γινόταν αρωγός
Ας φανταστούμε για μια στιγμή το κράτος πραγματικό αρωγό στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Με διπλασιασμό των καθηγητών, με στήριξη της έρευνας, με πόρους για υποδομές και με υποτροφίες για φοιτητές με ακαδημαϊκές επιδόσεις.
Με τα δεδομένα και τις επιδόσεις που υπάρχουν σήμερα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο θα υπήρχε μία τεράστια δυναμική του ερευνητικού έργου, αξιοποίηση υπάρχοντος ακαδημαϊκού προσωπικού που παραμένει εκτός πανεπιστημίου αναγκαστικά ή επιλέγει το εξωτερικό, Ταυτόχρονα θα ενίσχυε το ανθρώπινο δυναμικό της οικονομίας, επενδύοντας σε αυτό που κάνουν οι περισσότερες χώρες που δαπανούν 10 έως 20 χιλιάδες δολάρια ανά φοιτητή. Την παραγωγή ιδεών, την παραγωγή και διάχυση της τεχνολογίας, την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα, την ενίσχυση της δυναμικής μιας οικονομίας που κοιτάει στο μέλλον με τεχνολογικές και βιομηχανικές αιχμές, με αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, με συνεχώς διευρυνόμενη την οικονομία της φροντίδας.
Αντί για αυτό στοχεύουμε στην χαμηλού επιπέδου ιδιωτική εκπαίδευση, ως μια «βεντέτα» των συντηρητικών δυνάμεων, που καλά κρατεί δεκαετίες τώρα, απέναντι στις μεγάλες τομές στην εκπαίδευση του 1964 και του 1982, που παρά τα όποια προβλήματα της (και είναι πολλά και αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης), έφεραν τη χώρα σε πλήρη βηματισμό με την ευρωπαϊκή εμπειρία. Τώρα, αντίθετα, ακολουθούμε το δρόμο της απόκλισης και της απομάκρυνσης από την εκπαιδευτική εμπειρία της Ευρώπης.
Γιώργος Σταθάκης