Macro

Γιώργος Σταθάκης: Το φορολογικό ζήτημα. Μια ιστορική ματιά

Tο 1952, ο Βαρβαρέσος στην περίφημη «Έκθεση για το Oικονομικό Πρόβλημα της Xώρας», στο κεφάλαιο για το Φορολογικό Zήτημα σημείωνε: «Aυτό που είναι λάθος στο ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι η άδικη κατανομή των φόρων. Περίπου το 80% των εσόδων της κυβέρνησης προέρχονται από την έμμεση φορολογία (…) που βαραίνει δυσανάλογα τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις».
 
Αναλύοντας τις φορολογικές δηλώσεις όσων είχαν δραστηριότητα στο εμπόριο και τη βιομηχανία, καθώς και τους ελεύθερους επαγγελματίες, κατέληγε ότι το 16% από αυτούς δήλωνε εισόδημα μικρότερο από το μισθό κλητήρα του δημοσίου, 66% στο επίπεδο του κλητήρα και μόλις, 5% εμφανίζονταν με αξιόλογο εισόδημα. Σημείωνε δε ότι «αυτοί που αντιτίθενται στην αλλαγή του φορολογικού συστήματος», επικαλούνται τις δυσκολίες, ότι «το ισχύον σύστημα φορολόγησης των εισοδημάτων είναι αναχρονιστικό», ότι οι «οι φοροεισπρακτικές υπηρεσίες δεν λειτουργούν ικανοποιητικά», ότι «η Eλλάδα είναι μια χώρα πολλών ατομικών επιχειρήσεων, όπου (…) η συλλογή φόρων είναι πιο δύσκολη», και τέλος ότι «οι Έλληνες έχουν εθιστεί στην φοροδιαφυγή». Και ο Βαρβαρέσος κατέληγε ότι αυτοί που τα ισχυρίζονται αυτά «υποτιμούν τον ελληνικό λαό (…) και έχουν συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία της υπάρχουσας κατάστασης.»
 
Εβδομήντα χρόνια μετά είναι «σαν να μην πέρασε μία μέρα». Τώρα οι έμμεσοι φόροι είναι κοντά στο 60%. Οι μισθωτές τάξεις (και οι συνταξιούχοι) πληρώνουν ένα 25%. Οι επιχειρήσεις, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι καλύπτουν μόλις το 10%. Aλλά από τις 200.000 επιχειρήσεις μόλις 200 (καλύπτουν το 90% των φόρων επί των κερδών) και από τις 700.000 αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες, 70% δηλώνουν κάτω από το αφορολόγητο και μόλις 5% δηλώνουν μεσαία εισοδήματα. Τέλος στις δηλώσεις εισοδήματος, “δεν υπάρχουν πλούσιοι”, ούτε για δείγμα (πάνω από 80.000 είναι μεμονωμένες περιπτώσεις). Όπως και να το μετρήσει κανείς, τα πραγματικά “μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα” δεν πληρώνουν φόρους.
 
Έτσι, το σύστημα διαιωνίζεται, με ένα βαθιά “αντι-προοδευτικό” φορολογικό σύστημα, χωρίς δυνατότητες αναδιανομής. Η άσκηση κοινωνικής πολιτικής είναι προσδεδεμένη στο δανεισμό (ή σε ευρωπαϊκούς πόρους) και όχι στην φορολογία. Οι λόγοι αυτής της κατάστασης είναι ιστορικοί και πολιτικοί. Ιστορικοί αναφορικά με την περίοδο της γρήγορης ανάπτυξης, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Πολιτικοί για την μακρά περίοδο της μεταπολίτευσης.
 
Την περίοδο της εκβιομηχάνισης, οι κρατικές τράπεζες διασφάλιζαν τη ροή πιστώσεων αποκλειστικά στους παραγωγικούς τομείς (βιομηχανία, γεωργία). Όλοι οι άλλοι κλάδοι (εμπόριο, υπηρεσίες, οικοδομή) έμειναν εκτός. Εκεί άνθησαν οι μορφές του εξωτραπεζικού δανεισμού (φιλικού, οικογενειακού, επιχειρηματικού). Η τεράστια οικοδόμηση της Αθήνας, έγινε χωρίς τραπεζική χρηματοδότηση, αλλά με την ανάπτυξη της εμπορικής πίστης, την καταναλωτική πίστη (γραμμάτια και δόσεις) και την κινητοποίηση ενός συστήματος μικροπαραγωγών και μικροϊδιοκτητών.
 
Oι τομείς αυτοί εξαιρέθηκαν της φορολόγησης. H φοροασυλία και η παραοικονομία στηρίζονταν στην ιδιόρρυθμη αυτή “δυαδικότητα”. Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερο “κοινωνικό συμβόλαιο”, που αφορούσε στη σχέση μεγάλων κοινωνικών ομάδων με τη χρηματοδότηση. Μόνο που την περίοδο αυτή το κράτος παρέμεινε μικρό. Ο προϋπολογισμός παρέμενε στο 25% του ΑΕΠ και στο πλαίσιο του Μπρέτον Γούντς ήταν κατά κανόνα ισοσκελισμένος.
 
Μετά το 1974, αναπόφευκτα, επεκτάθηκε η δημόσια σφαίρα της οικονομίας. Η αρχή έγινε με τη ΝΔ και συνεχίστηκε με το ΠΑΣΟΚ. Αφορούσε τις κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων και την επέκταση των δημόσιων κοινωνικών δαπανών (δημόσια διοίκηση, παιδεία, υγεία, ασφάλιση, συντάξεις). Σταδιακά αυτές επεκτείνονταν, και στα μέσα της δεκαετίας του 1990, συνέκλιναν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (46%).
 
Η αύξηση των δημοσίων δαπανών χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από έσοδα, και εν μέρει από δανεισμό. Το δημόσιο χρέος είναι δημιούργημα της δεκαετίας του ’80. Το 1980 το δημόσιο χρέος ήταν γύρω στο 20% του ΑΕΠ, και επεκτάθηκε ραγδαία στη συνέχεια. Το 1990 ήταν 80% και το 1993 ήταν 115%. Έκτοτε με κάποιες διακυμάνσεις παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα μέχρι την χρεοκοπία.
 
Τα δημόσια έσοδα προσαρμόστηκαν με βάση το παλιό φορολογικό σύστημα. Μόνο που αυτοί οι διακανονισμοί δεν αρκούσαν πλέον. Η υστέρηση των εσόδων από τις δαπάνες ήταν μόνιμη. Το μόνιμο έλλειμμα του προϋπολογισμού για μία τριακονταετία κινήθηκε γύρω στο 6-12%, με διακυμάνσεις. Παράλληλα κάθε τόσο εμφανιζόταν ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της κατάστασης (1979-80, 1983-85, 1990-93, 1996-2000, 2004-08). Στις δεκαετίες του ’90 και του 2000 η οικονομία βίωσε το δεύτερο μεγάλο μετασχηματισμό. Η οικονομία, υπηρεσιών πλέον, εντάχθηκε στο διεθνές σύστημα με τους όρους της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ήταν η περίοδος των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της ενσωμάτωσης στο ευρώ.
 
Η οικονομία καθώς αναπτυσσόταν γρήγορα, έστω με δανεικά, όχι μόνο δεν μεταρρύθμισε το φορολογικό σύστημα προκειμένου να καλύπτει τις δημόσιες δαπάνες, αλλά ενίσχυσε τον «κατακερματισμό» του φορολογικού συστήματος. Διαμόρφωσε ειδικό φορολογικό καθεστώς για πολλούς κλάδους (τράπεζες, κατασκευαστικές) και επαγγέλματα, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώθηκε ένα σύνθετο και εκλεπτυσμένο σύστημα δικαιολόγησης των υψηλών εισοδημάτων κατά την κατανάλωση τους (οφ σορ, δωρεές, δήθεν τουριστική χρήση, κλπ). Στην παραδοσιακή φοροδιαφυγή προστέθηκε το παράλληλο φαινόμενο της “νόμιμης φοροασυλίας”.
 
Το σύστημα αυτό κατέρρευσε με την χρεοκοπία. Με την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, πάρθηκαν προσωρινά μέτρα, αλλά το φορολογικό σύστημα δεν άλλαξε. Εξάλλου η επιστροφή στην “κανονικότητα”, έστειλε ισχυρό μήνυμα. Ο Βαρβαρέσος φαντάζει πιο επίκαιρος από ποτέ.
 
Γιώργος Σταθάκης