Macro

Γιώργος Σταθάκης: Για τον προϋπολογισμό της ΝΔ

Η Νέα Δημοκρατία προσεγγίζει τα δημόσια οικονομικά με τρόπο, που από την σκοπιά της οικονομικής επιστήμης, είναι μάλλον προβληματικός. Αναπτύσσει επιχειρήματα, όπου εμφανώς μπερδεύει τους πληθωρισμένους, τους ονομαστικούς δηλαδή, με τους πραγματικούς δείκτες της οικονομίας. Και μπορεί μεν να προκαλεί μπαράζ διθυραμβικών δημοσιευμάτων αναπαραγωγής της «πλασματικής εικόνας της οικονομίας» στα φιλικά ΜΜΕ, αλλά η πραγματικότητα είναι όντως πολύ διαφορετική.

Μειώθηκε ραγδαία το Δημόσιο Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ
Η σύντομη απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό, είναι να κάνει η ΝΔ «άγαλμα στον Τσακαλώτο» και στη «συμφωνία για το χρέος του 2018» που πέτυχε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το μακροχρόνιο χρέος της χώρας είναι 270 δισ. ευρώ. Τόσο ήταν και τόσο είναι (με μικροαυξομειώσεις επί ΝΔ). Υπάρχουν άλλα 80 δισ., διαφόρων κατηγοριών χρέους, εκτός ρύθμισης. Τα 270 δισ. θα αποπληρωθούν από το 2032 μέχρι το 2064. Μέχρι το 2032 πληρώνουμε μόνο τους τόκους, κατά κανόνα με κλειδωμένο χαμηλό επιτόκιο. Αυτό σημαίνει απλά ότι ο πληθωρισμός «ροκανίζει το χρέος». Για την ακρίβεια οι υπολογισμοί το 2018 (με 2% ανάπτυξη και 2% μέσο πληθωρισμό σε βάθος 40 χρόνων), σήμαιναν ότι η συμφωνία για το χρέος του 2018 πετύχαινε το «έμμεσο κούρεμα» του ελληνικού χρέους κατά 30%.
Με πληθωρισμό στο 17% τα τελευταία τρία χρόνια, το «κούρεμα του χρέους» μετατρέπεται σε «πάρτι κουρέματος». Το ΑΕΠ, ανέβηκε σε ονομαστικές τιμές από 170 σε 205 δισ. ευρώ. Σε σταθερές τιμές όμως μόλις στα 180 δισ. (με 2,5% ρυθμό ανάπτυξης). Η ΝΔ ισχυρίζεται ότι είχαμε τη μεγαλύτερη και ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μόνο που δεν χρειαζόταν να κάνει απολύτως τίποτα για αυτό. Η μείωση οφείλεται κατά 95% στον πληθωρισμό (και άρα στη συμφωνία του ΣΥΡΙΖΑ) και κατά λιγότερο από 5% στην πραγματική αύξηση του ΑΕΠ.
Άρα το μόνο που εκκρεμεί είναι η δημόσια παραδοχή της ΝΔ, ότι η ρύθμιση για το χρέος του 2018 (που την αποκαλούσε τότε – αλά Βαρουφάκη – Τέταρτο Μνημόνιο) είναι η βασική αιτία της σημερινής αποκλιμάκωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Πληρώνουμε περισσότερους ή λιγότερους φόρους;
Σαφώς περισσότερους είναι η απάντηση. Για δύο λόγους. Πρώτον λόγω της μη μείωσης του ΦΠΑ και δεύτερον λόγω της μη τιμαριθμοποίησης της κλίμακας του εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Το πρώτο δεν χρειάζεται επεξήγηση. Σε περίοδο ψηλού πληθωρισμού (17% στα τρία χρόνια), με εμφανώς πολύ παραπάνω στα είδη βασικής κατανάλωσης (στέγη, ενέργεια, τρόφιμα), ο μέσος Έλληνας, πληρώνει περισσότερο ΦΠΑ για την ίδια ή και λιγότερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Εκτός εάν ο μισθός, η σύνταξη, ή το εισόδημα του αυξήθηκαν ανάλογα ή περισσότερο από τον πληθωρισμό. Όπερ, κατά γενική ομολογία, δεν έγινε.
Δεύτερον εάν πάρει ένας μισθωτός αύξηση ακριβώς ίση με τον πληθωρισμό, τότε πληρώνει περισσότερο φόρο εισοδήματος εάν δεν τιμαριθμοποιηθεί η φορολογική κλίμακα. Σε περίπτωση δε που έχει μικρότερη αύξηση ή χρονική υστέρηση πληρώνει πολύ περισσότερο φόρο εισοδήματος.
Συνεπώς καθώς ούτε το ένα ούτε το άλλο έγιναν, ο μέσος μισθωτός των 1.300 ευρώ τον μήνα, με αυξήσεις μικρότερες από τον πληθωρισμό, πληρώνει περισσότερο φόρο εισοδήματος και περισσότερο ΦΠΑ. Για την ακρίβεια ποτέ οι Έλληνες μισθωτοί και συνταξιούχοι δεν πλήρωναν τόσους φόρους. Η «φορολογική αφαίμαξη» δεν είναι δύσκολο να αποτιμηθεί λεπτομερώς ανά κατηγορία μισθωτών και συνταξιούχων. Μόνο που η άσκηση δεν έγινε. Πρόχειροι υπολογισμοί εκτιμούν ότι η «φορολογική αφαίμαξη» ενός μέσου μισθωτού των 1300, σε σταθερές τιμές, είναι περίπου 10% την τελευταία τριετία.
Είναι γνωστό ότι η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας είναι πάγια πρακτική σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Στη Σουηδία τιμαριθμοποιούνται κάθε χρόνο αυτόματα τρία πράγματα. Πρώτον οι κλίμακες του φόρου εισοδήματος, δεύτερον τα κοινωνικά επιδόματα και τρίτον οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων. Ο προϋπολογισμός δηλαδή κάθε χρόνο θεωρεί αυτονόητα αυτά τα τρία. Στον ιδιωτικό τομέα δεν επεμβαίνει καθώς το κάνουν οι κοινωνικοί εταίροι. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καλύπτουν 90% της εργασίας. Άρα οι αλλαγές στα δημόσια οικονομικά αφορούν από εκεί και πέρα τα έσοδα ή τις δαπάνες, με διαφορετικές προσεγγίσεις από τη Δεξιά και την Αριστερά, με δεδομένους τους κανόνες περί ισοσκελισμού του προϋπολογισμού, ύψους του χρέους και διαφάνειας.
Τις πραγματικές όμως. Όχι τις «κουτοπονηριές» της ΝΔ, που συνεχίζει να μπερδεύει τις ονομαστικές με τις πραγματικές τιμές και τα εισοδήματα. Και τους πραγματικούς με τους ονομαστικούς δείκτες που εκπορεύονται από τον υψηλότερο πληθωρισμό που βιώνει η χώρα εδώ και δεκαετίες.
Εξάλλου η ΝΔ παρέλαβε τον προϋπολογισμό στο 48% του ΑΕΠ, τον ανέβασε στην περίοδο της Πανδημίας στο 53% και τον επανέφερε στο 49% σήμερα. Αυτό είναι πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ, που είναι στο 46%, με τις πλουσιότερες χώρες στο 49% και τις φτωχότερες στο 42%. Από πλευράς εισοδήματος η Ελλάδα είναι στις φτωχότερες. Από πλευράς δημόσιων οικονομικών φαντάζει να είναι στις πλουσιότερες. Ο μύθος της «μείωσης της φορολογίας», οι διαδοχικές προεκλογικές διακηρύξεις του 2019 και 2023, δεν συνάδει με τα νούμερα της διακυβέρνησης της «φιλελεύθερης ΝΔ». Η αναδιανομή των φορολογικών βαρών σε βάρος των πολλών, συνάδει με τα νούμερα και αυτή είναι η πολιτική της ΝΔ.
Ποιοι πληρώνουν λιγότερους φόρους;
Εμφανώς τα πιο ευκατάστατα στρώματα. Πρώτον, αυτά που δεν πλήρωναν ποτέ φόρο εισοδήματος, ως φοροδιαφεύγοντα φυσικά πρόσωπα. Δεύτερον οι εταιρείες με τη μείωση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών και πληθώρα άλλων μειώσεων φόρων.
Η πρώτη κατηγορία είναι γνωστή. Όσο και να ψάξετε τις δηλώσεις του φόρου εισοδήματος δεν θα βρείτε «κανένα ευκατάστατο» φυσικό πρόσωπο με εισόδημα, ας πούμε πάνω από 80.000 ευρώ, ελάχιστα ακόμα και πάνω από 60.000. Επίσης θα βρείτε το 85% των ελευθέρων επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών (800.000), στην αφορολόγητη κλίμακα, κάτω ή κοντά από το βασικό μισθό. Είναι η αφανής φορολογική τάξη, που απλά δεν πλήρωνε και δεν πληρώνει φόρο εισοδήματος.
Το πρόβλημα για την αφανή τάξη είναι άλλο. Ότι αυτός ο «πλούτος» είναι συσσωρευμένος σε ακίνητα, μετοχές και κάθε μορφής τίτλους. Και κατά κανόνα μεταφέρονται σε παιδιά ή άλλους. Και εδώ η ΝΔ έκανε τα πάντα. Από τις 50 φοροαπαλλαγές που επικαλείται η κυβέρνηση, η συντριπτική πλειοψηφία αφορά αυτές τις κατηγορίες (εξαιρούμε το πετρέλαιο και τα λιπάσματα των αγροτών και άλλες παρεμφερείς κατηγορίες). Μεταφορά ακίνητης και κινητής περιουσίας χωρίς φόρο (θεωρητικά μέχρι 3,2 εκατομμύρια ευρώ), και μείωση φόρων επί των μερισμάτων, επί των κερδών, επί των συγχωνεύσεων, επι των συναλλαγών (χρηματιστηριακών και άλλων) και δεκάδες άλλες. Και φυσικά η απαράδεκτη τεκμαρτή φορολόγηση των πολλών ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρηματιών, που νομιμοποιεί την φοροαποφυγή, επιβαρύνει ελάχιστα όσους πραγματικά φοροδιαφεύγουν και πλήττει ταυτόχρονα και όσους βρίσκονται σε οριακή κατάσταση.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω ανάπτυξης
Η ροή πόρων στην οικονομία είναι πρωτοφανής. 50 δις δαπανήθηκαν επί πανδημίας (διαθέσιμα και δανεικά), 35 δις είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, 25 δις τα ΕΣΠΑ και η ΚΑΠ 27 δις. Η ανάπτυξη με τόσους πόρους μετά την πανδημία είναι ανεμική. Συγκρίνεται η ελληνική οικονομία με τις ευρωπαϊκές οικονομίες που μετά την πανδημία ανακάμπτουν αργά ή μπήκαν σε ύφεση. Και χωρίς ροή πόρων.
Εδώ η ΝΔ ισχυρίζεται ότι αυξήθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις (σχεδόν διπλασιάστηκαν) και αυξήθηκαν οι ιδιωτικές (έστω και λίγο). Το άθροισμα των επενδύσεων αυξήθηκε από το 14 στο 17% του ΑΕΠ. Στην Ευρώπη που ήταν στο 25% έχει πέσει κοντά στο 22%. Και θριαμβολογεί με το μόλις 2,3 % ρυθμό ανάπτυξης το 2024, με τόσους διαθέσιμους πόρους. Που σημαίνει δύο πράγματα.
Πρώτον κατασπατάληση πόρων. Αυτό δεν χρειάζεται περισσότερο σχολιασμό μετά τις αναλύσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης. Δεύτερον η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων δεν προκαλεί αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, (του παραδοσιακού πολλαπλασιαστή που στα οικονομικές τον θεωρούμε δεδομένο).
Αυτό υπογραμμίζει την αδυναμία της αναπτυξιακής στρατηγικής της ΝΔ που ευνοεί την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά, την ιδιωτικοποίηση της παιδείας (τα δήθεν Πανεπιστήμια) και της υγείας, την δημιουργία ιδιωτικών πρότζεκτς σε κάθε χρήση δημόσιου χρήματος, από την πράσινη μετάβαση μέχρι τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, με την ταυτόχρονη «θεοποίηση» του τουρισμού και του real estate. Κοινώς μία οικονομία που οι φετινοί νομπελίστες (Acemoglou και Robinson) θα αποκαλούσαν “extractive οικονομία”, μιας οικονομίας που επικεντρώνεται στο υπάρχον, από το όποιο επιδιώκει την απομύζηση περισσότερου πλεονάσματος, έναντι μιας «inclusive οικονομίας» που εδράζεται στην δυναμική ανάπτυξη και το μετασχηματισμό των πιο παραγωγικών και τεχνολογικών κλάδων και επικεντρώνεται στην ισότιμη συμμετοχή της εργασίας και την καλή λειτουργία των θεσμών.
Οι «κατά φαντασία φτωχοί»
Οι «κατά φαντασία φτωχοί» είναι το τελευταίο αφήγημα της ΝΔ. Ποιοι να είναι άραγες οι φτωχοί στη, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές στατιστικές, δεύτερη πιο φτωχή χώρα των 27 της Ε.Ε.
Η κοινωνική δομή στην Ελλάδα είναι γνωστή. Οι μισθωτοί αποτελούν πλέον σχεδόν το 70- 75% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (στα 4,3 εκατομμύρια, τα 2,7 εκατομμύρια είναι μισθωτοί, συν 400 χιλ. άνεργοι). 800 χιλ. είναι επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες και 400.000 αγρότες. Και φυσικά 2,3 εκατομμύρια είναι συνταξιούχοι. Ο μέσος μισθός είναι 1300 ευρώ, η μέση σύνταξη είναι 900 ευρώ. Ένα μέρος των ελεύθερων επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρηματιών κινείται φυσικά στα όρια του βασικού ή μέσου εισοδήματος. Άρα το ότι 65% των Ελλήνων δηλώνουν ότι «πιέζονται πολύ» δεν χρειάζεται περίπλοκες οικονομικές αναλύσεις. Πιέζονται πραγματικά. Φτωχοί κάτω από το «επίσημο όριο της φτώχειας» είναι το 17%. Κοντά όμως στο όριο είναι και ένα συμπαγές 30%. Και λίγο πιο πάνω άλλο 20%. Δεν είναι rocket science η συσχέτιση της πραγματικής κατανομής μισθωτών και συνταξιούχων (και μέρος των επαγγελματιών αν είχαμε πραγματικά στοιχεία) με τα επίπεδα εισοδήματος του. Η κατανομή θα ήταν αποκαλυπτική για το μεγάλο ποσοστό των πολιτών που βρίσκονται στο μέσο όρο του μισθού και της σύνταξης.
Και πιέζονται λόγω της φορολογικής πολιτικής της ΝΔ, της οικονομικής πολιτικής της σοκαριστικής έκρηξης των κερδών 40-50 μεγάλων επιχειρήσεων και της αναπτυξιακής πολιτικής που πετάει πόρους σε τομείς και δραστηριότητες που δεν παράγουν νέο κύκλο επενδύσεων και δημιουργίας εισοδημάτων.
Οπότε η ΝΔ καταφεύγει (Υπουργοί, ο οικονομικός Συμβούλος του Πρωθυπουργού και άλλοι), στην κοινωνική ψυχολογία, δυστυχώς του 1900. Στην προσφιλή θεωρία του Λε Μπόν του 1896, στο περίφημο βιβλίο του, για τη «ψυχολογία του όχλου» ή «των μαζών». Η θεωρία αυτή έβλεπε το άτομο να χάνει την λογική κρίση του (και την ηθική διάσταση των πράξεων του), όταν εντάσσεται σε μία ομάδα, όταν γίνεται μέρος του «όχλου», ή των «μαζών». Για το Λε Μπον ήταν η Δημοκρατία στο στόχαστρο, τα κόμματα, οι πολυπληθείς οργανώσεις των εργατικών τάξεων. Υποθέτω, -δεν είμαι σίγουρος, ότι οι όσοι της Ν.Δ. χαρακτηρίζουν τους Έλληνες «κατά φαντασία φτωχούς» να έχουν διαβάσει Λε Μπόν. Καθώς επικαλούνται την «ψυχολογία του όχλου», εν προκειμένω την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, που οδηγεί τους πολίτες να χάνουν την ατομική λογική κρίση τους για την οικονομική τους κατάσταση. Ευτυχώς για όλους μας, η επιστήμη της κοινωνικής ψυχολογίας έχει προχωρήσει πολύ στις μέρες μας. Κάτι καλύτερο έχει να πει για τη ψυχολογία της κοινωνικής ή οικονομικής εμπειρίας των πολιτών. Και πολλά περισσότερα για τις ψυχολογικές συνέπειες της «φτώχειας».
Γιώργος Σταθάκης