Όσοι είναι πάνω από 20-25 ετών πιθανώς θυμούνται ότι το δημοψήφισμα ανακοινώθηκε το βράδυ της 26ης προς την 27η Ιουνίου 2015, ενώ η ψηφοφορία διεξήχθη περίπου δέκα μέρες μετά, στις 5 Ιουλίου. Καθόλου τυχαία η μέρα προκήρυξης του δημοψηφίσματος (Παρασκευή), αν αναλογιστούμε ότι δυσάρεστες αποφάσεις ανακοινώνονται συνήθως σαββατοκύριακα: Παρασκευή απηύθυνε το διάγγελμα ο Γ. Παπανδρέου από το Καστελόριζο το 2010, Παρασκευή απηύθυνε τελεσίγραφο ο Α. Παπανδρέου στην Τουρκία το 1987, Σάββατο ανήγγειλε ο Κ. Σημίτης την υποτίμηση της δραχμής το 1998, Παρασκευή ψηφίστηκε το τρίτο μνημόνιο επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Αμέσως μετά, αλλά κυρίως με την εισαγωγή capital controls τη Δευτέρα (29.6), τα μεγάλα ΜΜΕ, με το μεγάλο κοινό και τις μεγάλες εξαρτήσεις από την οικονομική και πολιτική εξουσία, φόρεσαν στολή, πήραν παλάσκες και όπλα, και ρίχτηκαν με όλες τους τις δυνάμεις στη μάχη. Ακριβέστερα, έβγαλαν τη μάσκα της αντικειμενικότητας που φόραγαν επιμελώς για πολλά χρόνια για να πάρουν καλύτερη θέση στην ιδεολογική τους πολεμίστρα. Φυσικά, για τα Μέσα που αγοράζει κάποιος με χρήματα απ’ την τσέπη του δεν υπάρχει άλλο πρόβλημα πέρα από την πόλωση και τις συνέπειές της. Αλλά δεν ισχύει το ίδιο για όσα Μέσα πληρώνουν όλοι οι πολίτες, όπως τα ραδιοτηλεοπτικά, κρατικά ή ιδιωτικά, αλλά σε ένα βαθμό και για τα διαδικτυακά. Η στράτευσή τους πήρε πολλές μορφές.
Τι έκαναν στη μάχη του δημοψηφίσματος τα ΜΜΕ;
Πριν απ’ όλα, με την έντονη προπαγανδιστική στάση των περισσότερων παρουσιαστών και δημοσιογράφων τους.
Δεύτερον, με την πρόσκληση στα στούντιο «εκπροσώπων των κοινωνικών ομάδων», οι οποίοι «όλως τυχαίως» ήταν συντριπτικά υπέρ του «ναι». Πιστεύω ότι τα ΜΜΕ που τους φιλοξένησαν δεν ήταν σε θέση να τους γνωρίζουν από πριν. Υποθέτω ότι αυτό το έκανε μηχανισμός που διατηρεί λίστα προσώπων των οποίων την πολιτική ταυτότητα γνωρίζει. Η τακτική αυτή στόχευε να φανεί στους τηλεθεατές ότι η πλειοψηφία συντάσσεται με το «ναι», ώστε να πετύχει το φαινόμενο της συστράτευσης με την πλειοψηφία ή «κάνε το όπως οι περισσότεροι» ή «πήγαινε με το ρεύμα» (band wagon) – μια καλά γνωστή τεχνική προπαγάνδας.
Τρίτον, μια ακόμα στρατηγική που χρησιμοποίησαν τα ΜΜΕ ήταν η ανταγωνιστική αξιοποίηση των διαδικαστικών ζητημάτων του δημοψηφίσματος (σαφήνεια του ερωτήματος, διάρκεια προ-δημοψηφισματικής περιόδου κ.ά.), αλλά κυρίως των επιπτώσεων που μπορούσε να έχει το δημοψήφισμα και ιδιαίτερα η επικράτηση του «όχι» στις σχέσεις της χώρας με την ΕΕ και σε διάφορους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Πράγματι, τα «διαδικαστικά ζητήματα» αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στη σχετική βιβλιογραφία διεθνώς, όμως εκεί κρίνονται από τη σκοπιά της λειτουργίας της δημοκρατίας. Όταν τίθενται στην προ-δημοψηφισματική αντιπαράθεση, πολιτικοποιούνται για να προσφέρουν όπλα σε μία από τις δύο απαντήσεις, εν προκειμένω στο «ναι». Εν ολίγοις, δημιουργήθηκε σκηνικό έντονης προπαγανδιστικής πίεσης προς το κοινό υπέρ του «ναι».
Τέταρτον, εντονότερη από την προπαγάνδα υπέρ του «ναι» ήταν η συχνά εκφοβιστική προπαγάνδα εναντίον του «όχι» που έφτασε κάποιες φορές να περιγράφει σκηνές αποκάλυψης, αγνοώντας τι έλεγαν κάποιες δημοσκοπήσεις του ίδιου ή του προηγούμενου μήνα.
Γιατί τα μεγάλα ΜΜΕ έχασαν τη μάχη απέναντι στην κοινωνία;
Αν και αυτό απαιτεί εκτενή ανάλυση, θα πω περιληπτικά ότι την έχασαν επειδή η υπέρμετρη, πιεστική, εκφοβιστική προπαγάνδα οδήγησε στη δημιουργία φαινομένου μπούμερανγκ: αντί οι ψηφοφόροι να κάνουν αυτό που τους υπαγόρευε μια τέτοια προπαγάνδα αντέδρασαν πράττοντας το αντίθετο. Μεταξύ αυτών και πολλοί που ενδεχομένως θα ψήφιζαν «ναι» – κι αυτοί, θεωρώ, πως το έκαναν από αίσθημα αυτονομίας και αξιοπρέπειας, αρνούμενοι να συμμορφωθούν επειδή κάποιος τους έβαζε το «πιστόλι στο κρόταφο».
Οι παράγοντες που οδήγησαν στο φαινόμενο μπούμερανγκ ήταν κατά την άποψή μου τέσσερις. Πρώτον, τον προπαγανδιστικό εκβιασμό τον έκαναν μέσα αναξιόπιστα –σύμφωνα με τις μετρήσεις του ευρωβαρόμετρου– και γνωστά για τις πολιτικές τους διασυνδέσεις στη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας. Δεύτερον, επειδή η κοινωνική θέση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας λόγω της κρίσης ήταν τραγική – ανεργία, ειδικά μεταξύ των νέων, εμπόδια πρόσβασης και κατάρρευση του συστήματος υγείας, αστεγία (με τη σχετική σημασία του όρου), δυσμενείς εξελίξεις στην παιδεία κοκ. Τρίτον, η «συστοίχιση με την κυβέρνηση». Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κερδίσει με σημαντικό ποσοστό τις εκλογές λίγους μήνες πριν και πολλά στελέχη του όσο και τα ΜΜΕ που τον υποστήριζαν τάσσονταν φωναχτά υπέρ του «όχι». Τέταρτον, η αίσθηση αυτονομίας και αντίστασης που διατρέχει τη νοοτροπία πολλών Ελλήνων μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, αλλά και πριν από αυτό. Όλα μαζί δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα αγανάκτησης που παρήγαγε ένα φαινόμενο μπούμερανγκ. Συνέβη όμως και κάτι άλλο: Διαφάνηκε πως υπάρχει στη χώρα υπολογίσιμο ποσοστό πολιτών που δεν χειραγωγούνται ούτε από τα Μέσα ούτε από ένα ευρύ μπλοκ πολιτικών δυνάμεων. Αυτό πρέπει να ανησύχησε σοβαρά αρκετούς εντός αλλά κυρίως εκτός της χώρας που την αξιοποιούν στα δικά τους γεω-πολιτικά παιχνίδια, και πιθανώς αυτό καθόρισε μελλοντικές αντιδράσεις και παρεμβάσεις εκ μέρους τους.
Οι μακροχρόνιες συνέπειες
Ωστόσο, δέκα χρόνια μετά, πρέπει να αναρωτηθούμε όχι μόνο –και όχι τόσο– τι έγινε τότε αλλά τι άφησε το δημοψήφισμα και η επικοινωνιακή του κάλυψη από τότε μέχρι σήμερα.
Τα μεγάλα Μέσα έγιναν ακόμα περισσότερο εξαρτημένα από την κυβέρνηση.
Έγιναν απροκάλυπτα ο προπαγανδιστικός βραχίονας του ελληνικού και ξένου νεοφιλελευθερισμού και νεοσυντηρητισμού.
Έγιναν η πλατφόρμα πολεμικής εναντίον της κοινωνικής δικαιοσύνης και υπέρ του πνεύματος του κανιβαλοκαπιταλισμού, «όλοι εναντίον όλων» κι όποιος επικρατήσει.
Παρά την αντίθετη επιδίωξή τους, οδήγησαν ένα μέρος της κοινωνίας να πάει πιο μακριά κι από εκεί που πήγαινε η τότε κυβέρνηση. Κάτι που δημιούργησε μηχανισμούς δυσφήμισης πολιτικών δυνάμεων που αγωνίζονται υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Κατάφεραν η υπογραφή του τρίτου μνημονίου, με όποιες συνέπειες είχε, να δημιουργήσει ένα σύγχρονο πολιτισμικό τραύμα σε μεγάλο ποσοστό όσων ψήφισαν «όχι». Δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα, το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών δυνάμεων της χώρας που αποδέχθηκαν και εφάρμοσαν μνημονιακές πολιτικές δεν θέλουν να το θυμούνται. Κάτι περισσότερο: θέλουν να το ξεχάσουμε και οι υπόλοιποι.
Όπως όμως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι συνέπειες εκδηλώνονται μακροπρόθεσμα και έχουν μεγάλη ένταση και σημαντικά αποτελέσματα.
Γιώργος Πλειός