Οι μέγα-πυρκαγιές που ξέσπασαν στην Ελλάδα στις αρχές Αυγούστου 2021 είναι ενδεικτικές για πολλά πράγματα. Αν αφαιρέσουμε τα κενά και στη διαχείριση των δασών και των απειλών εναντίον του, όπως εκδηλώνονται διαχρονικά μετά τον πόλεμο, είναι ενδεικτικές για την ουσία της πολιτική που ακολουθεί η παρούσα διοίκηση στο Μέγαρο Μαξίμου. Είναι επίσης ενδεικτικές για την ουσία της νεοσυντηρητικής κοσμοθεωρίας και πρακτικής, ιδιαίτερα στη βαλκανική της εκδοχή. Για να γίνει κατανοητό ας θυμηθούμε κάτι που συνέβη αλλού και άλλοτε.
Οι νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ, από την εκλογή του Ρήγκαν και μετά είχαν κλείσει αρκετά Πανεπιστημιακά Τμήματα της χώρας με το πρόσχημα της περικοπής δαπανών και της εξοικονόμησης πόρων, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήταν πρόσχημα για να εξαρθρώσουν πανεπιστημιακά τμήματα λόγω ιδεολογικής αντίθεσης με το αντικείμενο που θεράπευαν ή με διδάσκοντες που το θεράπευαν, όπως ήταν το Τμήμα Ισλαμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Μόνο που όταν οι τρομοκράτες της Αλ Κάϊντα χτύπησαν τους Δίδυμους Πύργους οι αρχές έψαχναν ειδικούς στον Ισλαμικό πολιτισμό και δεν έβρισκαν.
Οι αμερικανικές νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις έκαναν δηλαδή ό,τι κάνει κάθε συνεπής προς τον εαυτό της νεοφιλελεύθερη, αλλά και κάθε νεοσυντηρητική κυβέρνηση. Διότι αυτό κάνουν. Ακολουθούν μια «πολιτική της ακρίδας». Αφού εξαντλήσουν τους πόρους σε ένα έδαφος που ελέγχουν ψάχνουν να κατακτήσουν άλλο, για να εξαντλήσουν και τους δικούς του πόρους κοκ.
Υπάρχουν όμως διαφορές μεταξύ νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών. Οι νεοφιλελεύθεροι πράγματι θεωρούν την οικονομική βιωσιμότητα ενός δημόσιου, αλλά και ιδιωτικού οργανισμού, με όρους αγοράς ως θεμελιώδες κριτήριο της συνέχειάς τους. Αντίθετα, για τους νεοσυντηρητικούς, παρότι ασπάζονται την νεοφιλελεύθερη αγοραία λογική, οι ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες είναι συνήθως περισσότερο βαρύνουσες από τα αγοραία οικονομικά κριτήρια. Για τους νεοσυντηρητικούς, η εξοικονόμηση πόρων είναι απλώς ένα πρόσχημα για να κλείσουν, περιορίσουν ή καθυποτάξουν στη βούλησή-τους τους πάσης φύσεως δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς. Το «έργο» αυτό το είδαμε στην Ελλάδα το 2013 όταν η κυβέρνηση Σαμαρά έκλεισε τη δημόσια ΕΡΤ. Την είχε πρώτα περιλάβει στο δεύτερο μνημόνιο με πρόσχημα τις απολύσεις και την περικοπή δαπανών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ ο πραγματικός λόγος του «μαύρου» ήταν η αδυναμία πολιτικού ελέγχου της ΕΡΤ. Ήταν η προσπάθεια να καταστείλει την πολιτική κριτική που του ασκούσαν ακόμα δημοσιογράφοι της κρατικής τηλεόρασης. Το είχε αποκαλύψει σε σχετικό τουί σύμβουλός του, σχεδόν ένα χρόνο πριν το κλείσιμο της ΕΡΤ. Το είχαν αναγνωρίσει ευθαρσώς δημόσια στελέχη του μεγαλύτερου εκ των συγκυβερνώντων κομμάτων κομμάτων αμέσως μετά το κλείσιμο της ελληνικής κρατικής τηλεόρασης.
Η ίδια λογική, αν και με διαφορετικό τρόπο, φαίνεται πως ξεδιπλώνεται εν έτει 2021, όπως διαφαίνεται από την ανατομία των μέγα-πυρκαγιών. Αυτή η λογική συνίσταται στην απέχθεια αν όχι στο μίσος των νεοσυντηρητικών για τον δημόσιο τομέα, όχι τόσο για οικονομικούς όσο για συμβολικούς – ιδεολογικούς λόγους, γεγονός που αποδεικνύει πως κάνουν πολιτική διακατεχόμενοι από ισχυρή ιδεοληψία.
Αν και είναι νωρίς, αν και δεν έχει γίνει πλήρης καταγραφή της έκτασης των πυρκαγιών, αν και δεν έχουν φανεί οι πολλαπλές συνέπειές τους, εντούτοις κάποια βασικά χαρακτηριστικά τους έχουν αρχίσει διαφαίνονται με κραυγαλέο τρόπο. Μεταξύ αυτών αξίζει να σημειώσουμε τα ακόλουθα. Πρώτον, όπως φαίνεται από πολλά στοιχεία, υπήρξε ελλιπής αντιμετώπιση των ίδιων των πυρκαγιών, τόσο στο σκέλος της πρόληψης (λ.χ. αγορά και συντήρηση εξοπλισμού, πρόσληψη προσωπικού κ.ά.) όσο και στο σκέλος της καταστολής (χρήση εναέριων μέσων πυρόσβεσης για την κατάσβεση των πυρκαγιών, αποστολή ικανού αριθμού πυροσβεστικών οχημάτων, καθυστερημένη αναζήτηση εξωτερικής βοήθειας κ.ά.).
Δεύτερον, κατεβλήθη ιδιαίτερη μέριμνα να μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα, διότι όπως προκύπτει από την εγχώρια εμπειρία, αλλά και από το εξωτερικό, από ίδια ή ανάλογες περιπτώσεις από εκεί προέρχεται η μεγάλη πολιτική φθορά. Για το σκοπό αυτό κινητοποιήθηκαν αστυνομικές δυνάμεις σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι πυροσβεστικές, γεγονός που επιπλέον προβάλλεται και ως δικαιολογία για την αύξησή τους, ασχέτως αν δεν έγινε για αυτόν τον σκοπό όπως διαφαίνεται από τον σχεδιασμό. Δεν είναι καθόλου κακό που υπήρξε μέριμνα να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές, το αντίθετο. Αν και ο ρόλος των αστυνομικών φαίνεται πως ήταν να ενημερώσουν τους πολίτες να εκκενώσουν τις κατοικίες και τις περιοχές τους, κάτι δηλαδή που κάνει και το 112, και όχι να τους εξαναγκάσουν να το κάνουν. Φαντάζομαι αυτό ήταν ανέφικτο. Το κακό ήταν πως δεν υπήρξε αντίστοιχη φροντίδα και για την κατάσβεση. Συνεπώς, καταγράφεται ασσυμετρία στην αντιμετώπιση των μέγα-πυρκαγιών. Η ασσυμετρα μεταξύ κατάσβεσης των πυρκαγιών και διάσωσης κατοίκων προδίδει την προτεραιότητα των πολιτικών κριτηρίων στην αντιμετώπιση του συνόλου των παραμέτρων που περικλείουν οι μέγα-πυρκαγιές, και που «σκεπάζουν» τα οικονομικά, κάτι που είναι χαρακτηριστικό για τη νεοσυντηρητική σκέψη.
Χρειάζεται να πούμε ότι μια πυρκαγιά ή άλλη φυσική καταστροφή δεν συνιστά από μόνη της μείζονα κρίση, αλλά γίνεται τέτοια από τον τρόπο διαχείρισής της. Μια φωτιά μπορεί να ξεκινήσει από αμέλεια ή επιπολαιότητα, από σκοπιμότητα για διαφόρους λόγους, ή πάλι χωρίς την άμεση ανάμειξη του ανθρώπινου παράγοντα. Το πώς όμως θα εξελιχθεί εξαρτάται από τον ανθρώπινο παράγοντα, τόσο πριν το ξέσπασμα της πυρκαγιάς όσο και κατά τη διάρκειά της. Από αυτόν εξαρτάται αν θα σβηστεί έγκαιρα ή θα εξελιχθεί σε μέγα – πυρκαγιά η οποία ενδεχομένως θα οδηγήσει περαιτέρω σε γενική κρίση μια ή περισσότερες περιοχές για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, με ότι αυτό σημαίνει σε επίπεδο οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών.
Η ανάμειξη του ανθρώπινου παράγοντα στην αντιμετώπιση μιας φυσικής καταστροφής ξεκινά από την πρόληψη, συνεχίζεται με την καταστολή και περαιτέρω με την αποκατάσταση των ζημιών: στην υγεία όσων επλήγησαν, στο φυσικό περιβάλλον (αναδάσωση ή/και αντιπλημμυρικά έργα), στα κτήρια (κατοικίες, επιχειρήσεις ή κοινόχρηστα κτίρια), στη γη και το ζωικό κεφάλαιο, στην εκπαίδευση του παιδιών, ενηλίκων και υπερηλίκων, για αντιμετώπιση μελλοντικών κινδύνων κοκ. Τόσο η πρόληψη όσο και η καταστολή είναι υπόθεση κατ’ εξοχήν πολιτική εξαρτάται δηλαδή από την κυβέρνηση και τις κρατικές υπηρεσίες, αλλά και από την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Ο πυρήνας όμως τόσο της προληπτικής όσο και κατασταλτικής αντιμετώπισης εξαρτάται από τη βασική, από τη θεμελιώδη αντίληψη που έχει η διοίκηση, λ.χ. η κυβέρνηση για τη τον δημόσιο χώρο, για τα δημόσια αγαθά όπως είναι τα δάση. Αποτελεί μέρος της ευρύτερης αντίληψής της για τα δημόσια αγαθά εν γένει (πάρκα, παραλίες, δρόμοι, εκπαίδευση κ.ά.).
Όπως έχω ξαναπεί, η παρούσα ελληνική κυβέρνηση είναι κατά την κρίση μου μια λαϊκιστική νεοσυντηρητική κυβέρνηση βαλκανικού τύπου. Η κριτική αυτή δεν αποτελεί δια της εις άτοπον απαγωγής κολακεία για οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση παρά μόνο αυτό που είναι: κριτική της παρούσας. Η παρούσα κυβέρνηση πιστεύει δογματικά (παρά τις κατακλυσμιαίες διεθνώς αλλαγές) στα νεοφιλελεύθερα δόγματα περί απελευθέρωσης των αγορών. Απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, απελευθέρωση της αγοράς υγειονομικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών (έτσι αντιλαμβάνονται την υγεία και την εκπαίδευση), απελευθέρωση της αγοράς νερού, εμπορευματοποίηση της Ακρόπολης και εν γένει των πολιτιστικών αγαθών κοκ, των οποίων ουκ έστιν αριθμός. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους νεοφιλελεύθερους, αυτά τα νεοφιλελεύθερα δόγματα περικλείονται από ένα σκληρό ιδεολογικό περίβλημα που περιλαμβάνει ισχυρά και παχιά στρώματα εθνικισμού, ρατσισμού, θρησκοληψίας και παραδοσιοκρατίας. Γι΄αυτό και οι γνωστές από δεκαετίες αντίστοιχες πολιτικές και πολιτιστικές δυνάμεις αποτελούν φυσικό της σύμμαχο.
Και όλα αυτά διοχετεύονται στη δημόσια σφαίρα με μια τριτοκοσμικής αντίληψης επικοινωνιακή διαχείριση των πραγματικών προβλημάτων. Η οποία όμως κομματιάζεται όταν ξεσπά η πραγματική κρίση, την οποία προκαλούν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια τα δόγματα που ασπάζεται η νεοσυντηρητική σκέψη.
Τα νεοφιλελεύθερα δόγματα επιβάλλουν κατά τους νεοσυντηρητικούς περικοπές στο δημόσιο τομέα. Στην υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό, τις μεταφορές κλπ. Σε όλο τον δημόσιο τομέα; Όχι! Μόνο στον παραγωγικό τομέα του δημοσίου, όπως είναι η εκπαίδευση, η υγεία, ο πολιτισμός κοκ ή ακόμα και υπηρεσίες της αστυνομίας που δεν αποτελούν την ενσάρκωση του δόγματος «νόμος και τάξη». Δηλαδή γενικότερα το τμήμα του δημόσιου τομέα που που δεν μπορεί να χωρέσει στο ιδεολογικό περιτύλιγμα των νεοσυντηρητικών «νόμος και τάξη», πειθαρχία και υπακοή, παράδοση, θρησκεία και οικογένεια, εξοβελισμός της εναντίωσης και των ιδεών περί κοινωνικής αλλαγής κοκ.
Έτσι, επιβάλλουν περικοπές στην υγεία και στην εκπαίδευση, αλλά όχι στις υπηρεσίες της αστυνομίας από τις οποίες εκρέει από όλους τους πόρους το δόγμα «νόμος και τάξη», που συνήθως στελεχώνονται από τους λιγότερο εκπαιδευμένους. Διακηρύσσει αριστεία και αξιοκρατία στην εκπαίδευση και στις διοικητικές υπηρεσίες του δημοσίου που στελεχώνονται μέσω ΑΣΕΠ, αλλά όχι στις προαναφερθείσες αστυνομικές δυνάμεις ή στις μυστικές υπηρεσίες ή ακόμα και στις διοικήσεις των δημοσίων οργανισμών (λ.χ. νοσοκομεία), που διορίζει εκτός ΑΣΕΠ η κυβέρνηση.
Σε αυτή τη αντίθεση φαίνεται κρυστάλλινα ο υβριδικός συνδυασμός νεοφιλελεύθερων και συντηρητικών πρακτικών που επιχειρούν οι νεοσυντηρητικοί. Η βαλκανική του διάσταση διαφαίνεται με κωμικό πλην επώδυνο τρόπο στην επιλογή υπέργηρων ή με ελλιπή προσόντα στελεχών από τον κομματικό στρατό, αλλά και στην στρατηγική να κερδηθεί το στοίχημα της δημοσιότητας όχι με την επαγγελματική πολιτική επικοινωνία της κυβέρνησης και των δημοσίων οργανισμών, αλλά με την επαγγελματική ενεργοποίηση της τακτικής δημοσιογραφίας προς αντικατάσταση της ελλείπουσας πολιτικής (κομψά).
Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται πως ανήκει και η αντιμετώπιση της πολιτικής πυροπροστασίας. Όπως φαίνεται η λογική των περικοπών κατέστησε δύσκολη τη χρήση εναέριων, πιθανώς και επίγειων, μέσων για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Πολύ δεν περισσότερο, που η πυροσβεστική, για διάφορους λόγους δεν προσφέρεται πρακτικά και συμβολικά για ενσάρκωση του δόγματος «νόμος και τάξη» ειδικά μετά την προμήθεια μιας σειρά από «αύρες» από την αστυνομία. Σημειωτέο ότι κάτι τέτοιο διαρρηγνύει την πάλαι ποτέ ενιαία αντιμετώπιση των «σωμάτων ασφαλείας» που είχε η παραδοσιακά είχε η συντηρητική παράταξη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Γενικότερα, η ελληνική/βαλκανική εκδοχή του νεοσυντηρητισμού φαίνεται να υιοθετεί την πρακτική περικοπών και εν γένει νεοφιλελεύθερης αντιμετώπισης κυρίως για το παραγωγικό τμήμα του δημόσιου τομέα, γενικότερα εκείνου που δεν προσφέρεται για το ιδεολογικό της περίβλημα που προαναφέρθηκε, και επικράτηση ιδεολογικο-πολιτικών κριτηρίων προτεραιότητας για τη διαχείριση του εκείνου του δημόσιου που αποτελεί προβολή του δόγματος «νόμος και τάξη», και συχνά αγγίζει τα απομεινάρια της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου ή θεωρείται πως μπορεί να αποφέρει πολιτικά – ιδεολογικά κέρδη.
Με άλλα λόγια, η διαχείριση των πυρκαγιών όπως έλαβε χώρα ήταν ενθηκευμένη σε σπερματική μορφή, υπήρχε ήδη προδιαγεγραμμένη στη θεμελιώδη αντίληψη της τρέχουσας διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων. Ήταν ήδη σχηματισμένη στο φως της νύχτας, όπως τα είδωλα στη πλατωνική σπηλιά. Όπως και οι πυρκαγιές, φαίνονται καλλίτερα στο σκοτάδι παρά στο φως της μέρας, γιατί εκεί έχουν προετοιμαστεί, με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά.
Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε πλέον να κατανοήσουμε την ανισομερή χρήση πυροσβεστικών και αστυνομικών δυνάμεων. Τόσο στο επιχειρησιακό πεδίο, αυτό των πυρκαγιών όσο και με τρόπο που αυτό να φαίνεται στη σκηνή των Μέσων. Αλήθεια δεν είναι παράδοξο που ενώ σε άλλες περιπτώσεις που επιχειρεί η αστυνομία απαγορεύεται η πρόσβαση των δημοσιογράφων ενώ τώρα η δράση της ήταν καταφανής στη σκηνή των Μέσων, την ίδια στιγμή που ήταν σπανιότερη η εμφάνιση των πυροσβεστικών δυνάμεων, κάτι που πιθανόν προσβάλλει τους πυροσβέστες που επιχειρούν να σβήσουν τις φωτιές άυπνοι, χωρίς επαρκή τροφή και νερό, χωρίς μέσα μερικές φορές, με χαμηλούς μισθούς, συχνά δυσφημιζόμενοι κ.ά.
Αυτή η ανισομέρεια δεν είναι προϊόν ανικανότητας. Είναι προϊόν επιλογής και προσεκτικά σχεδιασμένης και ικανής διαχείρισης, υπό το πρίσμα της κρατούσας αντίληψης για τις δημόσιες υποθέσεις. Στο σκηνικό αυτό δεν πρέπει να λησμονήσουμε τις πράξεις και παραλείψεις όλων των κυβερνητικών και αυτοδιοικητικών αρχών ή των κρατικών υπηρεσιών, που προηγήθηκαν και ευθύνονται για τη μη διάνοιξη ζωνών πυρασφάλειας, για την έκδοση οικοδομικών αδειών σε καμένες περιοχές, για τη μη ένταξη περιοχών στο σχέδιο πόλεως και πολλά άλλα.
Ωστόσο η μνημονευθείσα ανισομέρεια είναι ενδεικτική της κρατούσας αντίληψης. Το ερώτημα είναι μετά τα δάση, τι έχει σειρά να δοκιμάσει την εφαρμογή της;
Ο Γιώργος Πλειός είναι Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Η Εποχή