Όταν το 1961 ο Allan Flanders, ιδρυτικό μέλος της σχολής εργασιακών σχέσεων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, χαρακτήριζε τα συνδικάτα ‘Ξίφoς της δικαιοσύνης’ (‘sword of justice’) επαπειλούμενο από το οικονομικό συμφέρον, η βιομηχανική νεωτερικότητα βρισκόταν στο απόγειό της. Για τη Δύση (και συγκεκριμένα για τη Βρετανία) ήταν η εποχή των εύρωστων εργατικών οργανώσεων, της εκτεταμένης ρύθμισης, του σχετικά γενναιόδωρου κράτους πρόνοιας, της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και της επούλωσης των πληγών μίας πολυτραυματισμένης εργατικής τάξης, έπειτα από δεκαετίες εκβιομηχάνισης, ιμπεριαλισμού και πολέμων. Εάν η κριτική του Βρετανού ακαδημαϊκού ήταν βάσιμη στις αρχές της μακράς δεκαετίας του ’60, σήμερα, στην εποχή της ακραίας οικονομοποίησης του κοινωνικού, ακούγεται ξεπερασμένη. Είναι όμως;
Σύμφωνα με την ποιητική διατύπωση του Flanders, “τα συνδικάτα δεν αξιοποιούν στο έπακρο τη δική τους συγκλονιστική μουσική, το υπέροχο μοτίβο τους που είναι η κραυγή για δικαιοσύνη, και εξ ορισμού φαίνεται να ακούν μόνο τον ήχο του χρήματος.”1 Παρά τον αφοριστικό της χαρακτήρα, η μελαγχολική διαπίστωση σύμφωνα με την οποία η πραγματιστική νομιμοποίηση των συνδικάτων (που πηγάζει από την ικανοποίηση των μελών – «πελατών»), έχει καταπιεί την ηθική νομιμοποίησή τους (που πηγάζει από την κοινωνία και τα πιο καταπιεσμένα στρώματά της),2 φοβάμαι ότι εξακολουθεί να έχει ισχυρά ερείσματα.
Η δημοσκοπική κατάρρευση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στους συνδικαλιστικούς φορείς, στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, θα μπορούσε να ιδωθεί υπό αυτό το πρίσμα. Ωστόσο, υπάρχουν τουλάχιστον δύο σημεία στα οποία αξίζει να σταθούμε, προτού επικυρώσουμε την ετυμηγορία περί κρίσης νομιμοποίησης, ή υπαρξιακής κρίσης του συνδικαλισμού.
Πρώτον, η εργαλειακότητα των συνδικάτων και η υπερέμφαση στα μισθολογικά αιτήματα των μελών τους, καθίσταται ολοένα και πιο εύθραυστη στο πλαίσιο των πολυκρίσεων. Η χώρα έχει επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης εδώ και μία δεκαετία, η οικονομία αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με την ευρωζώνη, όμως η κυβέρνηση αντιστέκεται στα αιτήματα των οργανώσεων για καθορισμό του κατώτατου μισθού μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις, μετενέργεια, επεκτασιμότητα, συρροή και καθολικότητα. Έτσι το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις παραμένει καθηλωμένο κάτω από το 30%. Ωστόσο, δεδομένου του προβληματισμού που προέρχεται ακόμα και από κεντρικούς θεσμικούς παίκτες, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος στο εσωτερικό και η Κομισιόν στο εξωτερικό, μία οριοθετημένη ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι αρκετά πιθανή. Σε κάθε περίπτωση, τα οφέλη μιας πελατοκεντρικής στρατηγικής για τον συνδικαλισμό, αφενός παραμένουν φτωχά, αφετέρου δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες που καλλιεργεί ο σύγχρονος καπιταλισμός της ακραίας ατομικοποίησης και της δίχως όρια μεγέθυνσης.
Και εδώ μπαίνουμε στο δεύτερο σημείο που μας αναγκάζει να ξανασκεφτούμε το δίλημμα του Flanders. Τα συνδικάτα και ευρύτερα οι εργατικές συλλογικότητες εξακολουθούν να κάνουν τη διαφορά στη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, ακόμα κι αν αυτό δεν αποτυπώνεται σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Τα τελευταία χρόνια έχουν παραχθεί αξιόπιστα βιογραφικά-αφηγηματικά τεκμήρια από συνεντεύξεις με συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες από τον χώρο του Τουρισμού, τον χώρο των ιδιοκτητών συνεργείων αυτοκινήτων, τη ναυπηγοεπισκευή και άλλους κλάδους.3 Εάν υπάρχει κάτι που να συνδέει αυτές τις αφηγήσεις, δεν είναι τόσο η ανοδική κινητικότητα των βιογραφούμενων (η επαγγελματική ανέλιξη των συνδικαλιστών, δεν είναι πάντα ευθύγραμμη, μάλλον το αντίθετο), όσο η συλλογική εμπειρία του ανήκειν. Η εμπειρία του να νοιάζεσαι για κάτι μαζί με άλλους, να αποκρίνεσαι σε κάτι, έστω και αν η ανταπόκριση έρχεται καθυστερημένα, ή και καθόλου.
Δεν πρόκειται λοιπόν για την περίκλειστη ταυτότητα λίγων και εκλεκτών, αυτό αφορά μόνο μια εργατική αριστοκρατία. Μιλάω εδώ για την αίσθηση να ενοικείς έναν χώρο που δεν είναι δεδομένος, δεν είναι δικός σου δικαιωματικά και όμως τον συναντάς, τον διαμορφώνεις και τον κάνεις δικό σου. Έχω διαβάσει την ιστορία ενός λειτουργικά αναλφάβητου οικοδόμου που έμαθε γράμματα στο συνδικάτο και το Κόμμα και σήμερα καθοδηγεί νομικούς και κοινωνικούς αγώνες ενάντια σε funds και τράπεζες∙ για φτωχοδιάβολους της επαρχίας που είχαν δει αυτοκίνητο μόνο σε φωτογραφία και ανοίξανε συνεργείο για να αποθεώνουν τον έρωτά τους για την λαμαρίνα∙ για έναν πιτσιρικά με πατέρα αστυφύλακα και μητέρα ράφτρα, που έμαθε τον συνδικαλισμό στο Παρίσι τον Μάη του ’68 και δέκα χρόνια αργότερα έφτιαξε συνδικαλιστική παράταξη ξενοδοχοϋπαλλήλων στην Κέρκυρα∙ για άνδρες και γυναίκες που έχτισαν φιλίες και οικογένειες πάνω στην κοινή αγάπη για το επάγγελμα. Το επάγγελμα όχι ως πόρο εξουσίας, αλλά ως φωνή, κλήση που έρχεται απ’ έξω (Beruf), μεράκι που διψάει να παίξει με την ύλη και να πάρει νέες μορφές.4
Αυτό που νομίζω πρέπει να ξαναθυμηθούν τα συνδικάτα, είναι ότι η εργατική τάξη τα έχει ανάγκη όσο κρατάνε ζωντανή την υπόσχεση για μια ικανοποιητική σχέση με τον κόσμο, πέρα και πάνω από την ανταλλακτική αξία της εργασίας της. Η ηθική νομιμοποίηση, μπορεί να έρθει μόνο εάν οι συνδικαλιστές και οι συνδικαλίστριες δείξουν ότι ο χώρος που ενοικούν επιτρέπει το παιχνίδι σε διάφορα επίπεδα: της εργασιακής πρακτικής (μαστοριά), των οριζόντιων κοινωνικών σχέσεων (φιλία, συντροφικότητα), του ελεύθερου χρόνου (ψυχαγωγία, αθλητισμός, τέχνη). Τί άλλο είναι τα εργασιακά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου του ΠΑΜΕ, όπου συμμετέχουν δεκάδες ομάδες σωματείων και συλλόγων, αν όχι έμπρακτη υπόσχεση σχέσεων αποκρισιμότητας στο πλαίσιο μίας ηθικής κοινότητας; Οι εργατικοί αγώνες δρόμου του Εργατικού Κέντρου Λαυρίου; Η έκθεση εικαστικών που για χρόνια φιλοξενούνταν ετήσια στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος; Και δεκάδες άλλες πρωτοβουλίες συνδικάτων, εργατικών συλλογικοτήτων, σωματείων βάσης, ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων.
Και φυσικά, μαζί με την άγρια χαρά του παιχνιδιού, ο κόσμος της εργασίας θυμάται έτσι τι του στερεί η αλλοτριωτική συνθήκη του καπιταλιστικού υπερ-ανταγωνισμού και της αέναης μεγέθυνσης. Θυμάται ότι οι αξιοπρεπείς μισθοί και συνακόλουθα η μάχη κατά της ανισότητας, δεν είναι προϋπόθεση απλά για ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης, αλλά για έναν διαφορετικό τρόπο ζωής μέσα σε πεπερασμένα πλανητικά όρια.5 Τα Ξύλινα Σπαθιά δεν είναι η εναλλακτική στο Ξίφος της Δικαιοσύνης. Είναι το Ξίφος της Δικαιοσύνης.
1 Flanders, A. (1961) Trade unions in the Sixties. Socialist Commentary, August.
2 Wright, C.F. and McLaughlin, C. (2021) Trade Union Legitimacy and Legitimation Politics in Australia and New Zealand. IndustrialRelations, 60: 338-369.
3 Θανοπούλου Μ. (2022) Προς μια προφορική ιστορία του συνδικαλισμού στον κλάδο επισκευής αυτοκινήτου: Διαδρομές μνήμης και διαδρομές ζωής συνδικαλιστών της ΕΟΒΕΑΜΜ. Αθήνα, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Φαγογένης, Κ. (2023) Οι εργάτες του τουρισμού: Συνδικαλιστικοί αγώνες και βιογραφικές διαδρομές. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Κρήτης.
4 «Δεν θέλουμε να αλλάξουμε επάγγελμα, θέλουμε να αλλάξουμε το επάγγελμα» έγραφε κάποτε σε ένα πανό της η Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου.
5 Άλλη μια συνέπεια της προσήλωσης στην πραγματιστική νομιμοποίηση, είναι ότι εκτός από την κοινωνική δικαιοσύνη, πάει περίπατο και το αίτημα για κλιματική δικαιοσύνη. Για έναν αρχικό προσανατολισμό της συζήτησης, Δανδουλάκη, Μ. (2023) Πλανητικά όρια, κλιματική κρίση, χρέος και πολιτική –Εξαιρείται η Ελλάδα από τις συζητήσεις για το κλίμα και την οικολογική καταστροφή; JacobinGreece, διαθέσιμο εδώ: https://jacobin.gr/planitika-oria-klimatiki-krisi-chreos-politiki-exaireitai-ellada/