Σήμερα, κάνουμε μια εξαίρεση ως προς τα κείμενα που συνήθως δημοσιεύονται στις Ιδέες, φιλοξενώντας ένα άρθρο του αναπληρωτή καθηγητή στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Γιώργου Μπάλια, το οποίο θα ταίριαζε περισσότερο στις πολιτικές σελίδες της “Εποχής”. Το κάνουμε, αφ’ ενός για να τιμήσουμε την συμβολή του ίδιου στην κοκκινοπράσινη ταυτότητα της εφημερίδας μας από τη γέννησή της μέχρι σήμερα, και αφ’ ετέρου γιατί όχι μόνο παρέχει πληροφορίες για τις περιβαλλοντικά απαράδεκτες πολιτικές της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό, αλλά και γιατί το άρθρο του περιλαμβάνει συγκεκριμένες ριζοσπαστικές αριστερές προτάσεις που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στη χώρα μας.
Χάρης Γολέμης
Η περίοδος στην οποία θα αναφερθούμε αρχίζει το 2011 και τελειώνει το 2023. Η αναφορά στο 2011 έχει μεγάλη σημασία διότι τη χρονιά αυτή θεσπίστηκε ο ν. 4014/2011 που ρυθμίζει οριζόντια την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και σχεδίων, και για το λόγο αυτό είναι κρίσιμης σημασίας. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τον εν λόγω νόμο που εκδόθηκε επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και τροποποιήθηκε στη συνέχεια, εφαρμόζεται δε αδιάλειπτα και χωρίς διακυμάνσεις μέχρι σήμερα από όλες τις κυβερνήσεις της ως άνω περιόδου. Ο νόμος σε αρκετά σημεία είναι σε αντίθεση με την οδηγία 2011/92 (την μητρική ενωσιακή νομοθεσία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση), και αυτό οδήγησε στην εφαρμογή του προς όφελος των οικονομικών φορέων (επενδυτών).
Η περιβαλλοντική αδειοδότηση
Τέσσερα παραδείγματα:
α) Για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών των οποίων η ισχύς είναι κάτω από 6,5 MW δεν απαιτείται μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ), παραβιάζοντας έτσι τη μητρική νομοθεσία. Όλα αυτά τα χρόνια, πάρα πολλοί αιολικοί σταθμοί σε όλη την Ελλάδα πήραν περιβαλλοντική άδεια χωρίς ΜΠΕ.
β) Σχετικά με την ανανέωση ή τροποποίηση μιας άδειας που έχει ήδη χορηγηθεί, πριν από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, για τον αν θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις (ακόμη και αν το έργο αποκτήσει στο μέλλον μεγαλύτερες διαστάσεις) αποφασίζει στην ουσία ο φορέας του έργου (επενδυτής), που καταθέτει μια πρόχειρη μελέτη επ’ αυτού την οποία ακολουθεί η διοίκηση. Εκατοντάδες τέτοια έργα λειτουργούν χωρίς περιβαλλοντική αδειοδότηση.
γ) Η συμμετοχή του κοινού στη διαβούλευση με αντικείμενο κυρίως τη ΜΠΕ είναι καίριας σημασίας για την όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική αξιολόγηση των επιπτώσεων. Ωστόσο, αν και η μητρική νομοθεσία απαιτεί από την αρμόδια αρχή να κάνει αναφορά στους ισχυρισμούς που κατατέθηκαν κατά τη διαβούλευση, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους τους απορρίπτει, η εθνική νομοθεσία δεν το προβλέπει, προσδίδοντας στη διαβούλευση αποκλειστικά εκτονωτικό χαρακτήρα υπέρ των συμφερόντων των οικονομικών φορέων.
δ) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται εγκατάσταση διάφορων έργων υποδομής πλησίον προστατευόμενων περιοχών (natura 2000), κάτι που γίνεται κατά κόρον για να αποφεύγονται οι αυστηρότερες προϋποθέσεις, η απόφαση εάν θα πρέπει να γίνει οικολογική αξιολόγηση για τις επιπτώσεις του έργου στα προστατευόμενα είδη, ανήκει αποκλειστικά στον οικονομικό φορέα, παραβιάζοντας πάλι τη μητρική νομοθεσία υπέρ των συμφερόντων των επενδυτών.
Η κλιματική αλλαγή
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί μέτρα μετριασμού και μέτρα προσαρμογής. Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε, αδρομερώς, μόνο με τα πρώτα. Γνωρίζουμε όλοι και όλες ότι η ανάπτυξη των αανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) έχει ανατεθεί σχεδόν αποκλειστικά σε μεγάλες εταιρείες, οι οποίες λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επιπρόσθετα, οι επενδύσεις τους βαφτίζονται στρατηγικές, αντλώντας περαιτέρω οικονομικά οφέλη με επιδοτήσεις, μειώσεις φορολογίας κλπ. Με λίγα λόγια, η λεγόμενη πράσινη μετάβαση πραγματοποιείται με ακραιφνώς ταξικούς όρους καθώς πολλαπλασιάζονται τα κέρδη των εταιρειών και διευρύνεται η ενεργειακή φτώχεια των υποτελών τάξεων. Το εθνικό σχέδιο για το κλίμα περιγράφει με σαφήνεια την ως άνω πράσινη μετάβαση. Στην ουσία, δηλαδή, δεν υποστηρίζει την αυτοπαραγωγή και αυτοκατανάλωση, όπως κάνουν άλλα κράτη (Ισπανία, Πορτογαλία, Δανία, Γερμανία κ.α.), καθώς οι προβλεπόμενες δαπάνες για τον σκοπό αυτό είναι ανεπαρκέστατες.
Εάν αναζητήσουμε την αιτία της παραπάνω επιλογής, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή βρίσκεται στην ικανοποίηση των ταξικών συμφερόντων των εταιρειών. Η πρόταση για αλλαγή του ισχύοντος ενεργειακού μείγματος βρίσκει σφοδρά αντίθετους τους συντάκτες του Σχεδίου, την στιγμή που ο επείγων χαρακτήρας της κλιματικής κρίσης επιβάλλει να λαμβάνονται μέτρα ταχείας απόδοσης, όπως τα φωτοβολταϊκά στις στέγες που δεν χρειάζονται αδειοδότηση. Και ενώ αυτά προωθούνται τα τελευταία χρόνια από τη Νέα Δημοκρατία, η αντιπολίτευση αρθρώνει ένα λόγο που χαρακτηρίζεται από γενικότητες ή λαθεμένες προτάσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι σε αυτή την πολιτική της ΝΔ, συνεχώς αναμασά την ανάγκη δημιουργίας ενεργειακών κοινοτήτων (ΕΚ) του νόμου 4513/2018. Εδώ, πρέπει να τονίσουμε ότι ο χαρακτήρας των ΕΚ στον εν λόγω νόμο είναι τουλάχιστον προβληματικός, καθόσον στους σκοπούς τους μπορεί να περιλαμβάνεται και η προμήθεια φυσικού αερίου (!), ενώ οι ίδιες είναι οργανισμοί κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό των ΕΚ έρχεται σε αντίθεση με την οικολογική πολιτική της τοπικοποίησης της παραγωγής και της κατανάλωσης της ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με την οποία η λειτουργία και ο σκοπός των ΕΚ πρέπει να είναι αποκλειστικά η ικανοποίηση των τοπικών αναγκών για ηλεκτρική ενέργεια. Άλλωστε, οι μεγάλες εταιρείες δημιουργούν ΕΚ για κάθε μεμονωμένο έργο, ώστε να αποφεύγουν διάφορα κόστη όπως την πληρωμή ετήσιου τέλους στον Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης της περιοχής. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το ΠΑΣΟΚ.
Ποια θα έπρεπε να είναι η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης; Υπάρχουν διάφορες δυνατότητες. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να καταθέσουν ποσοτικοποιημένες προτάσεις για τον περιορισμό των δράσεων των μεγάλων εταιρειών, σε συνδυασμό με ένα νέο πλαίσιο που να αφορά την αυτοπαραγωγή και την αυτοκατανάλωση, μέσω του οποίου θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται πλήρως τα φτωχά νοικοκυριά, και σταδιακά, ανάλογα με τα εισοδήματά τους, να συμμετέχουν στην χρηματοδότηση και τα μεσαία νοικοκυριά. Η ποσοτικοποίηση έχει να κάνει με το ποσοστό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αυτοπαραγωγούς, στο πλαίσιο του συνολικού μείγματος. Ομοίως, θα έπρεπε να υπάρξει συγκεκριμένη πρόταση νόμου για αλλαγή του καθεστώτος των ΕΚ, όπως έγινε σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης των τοπικών αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των ΟΤΑ. Επίσης, οι τράπεζες που παραχωρούν δάνεια σε εταιρείες ή ιδιώτες οφείλουν να ελέγχουν αν αυτά προορίζονται πράγματι για τις λεγόμενες βιώσιμες επενδύσεις, όπως απαιτεί η νομοθεσία της ΕΕ που αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τέλος, η χώρα θα έπρεπε να επεξεργαστεί ένα εθνικό σχέδιο για το κλίμα στο οποίο θα αναφέρονταν με ποσοτικά στοιχεία, οι μειώσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) κατά κλάδο και δραστηριότητα (μεταφορές, έργα υποδομής, βιομηχανία, γεωργία κλπ).
Ένα άλλο στοιχείο της «συμπαράταξης» ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ στον τρόπο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής είναι η έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων (Υ/Α). Γνωρίζουμε, ήδη από το 2015, ότι η συνεχιζόμενη εξόρυξη Υ/Α θέτει εκποδών τον στόχο συγκράτησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στους 2 βαθμούς Κελσίου. Οι μελέτες του ΟΗΕ ( Emissions Gap Report) και του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (Net zero by 2050) είναι αποκαλυπτικές. Παρά ταύτα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση ψήφισε, το 2018, την κύρωση των συμβάσεων με τις πετρελαϊκές εταιρείες για την εξόρυξη Υ/Α, μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ενώ το 2019, ως αξιωματική αντιπολίτευση, δήλωσε παρών κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τις εξορύξεις στη θάλασσα, το οποίο υπερψήφισε εκτός από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Το εθνικό σχέδιο για το κλίμα, στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, θα ήταν η πλέον αξιόπιστη μέτρηση των εκπομπών ΑτΘ για κάθε κλάδο και δραστηριότητα, ώστε να γνωρίζουμε εάν θα μπορέσουν να επιτευχθούν οι στόχοι της συνολικής μείωσης των εκπομπών ΑτΘ κατά 55% μέχρι το 2030. Η ΝΔ το αρνείται διότι υποστηρίζει τη χρήση ορυκτών καυσίμων και ιδίως του φυσικού αερίου από τις μεγάλες εταιρείες και, συνεπώς, η συσκότιση της πραγματικότητας είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να το πετύχει. Ενώ, λοιπόν, είναι απόλυτα φυσιολογική η στάση της ΝΔ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ (υποστηρίζει και αυτό τη χρήση φυσικού αερίου, βλ., τη στάση του Ν. Ανδρουλάκη στο ευρωκοινοβούλιο), είναι ακατανόητη η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θεωρεί το φυσικό αέριο «μεταβατικό καύσιμο».
Η απώλεια της βιοποικιλότητας
Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (Ηνωμένα Έθνη, Ευρωπαϊκή Ένωση, Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κλπ) συμφωνούν ότι η προστασία του κλίματος είναι άρρηκτα δεμένη με την προστασία της βιοποικιλότητας. Στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο: όλα αυτά τα χρόνια, αδιαλείπτως και επί όλων των κυβερνήσεων, η ανάπτυξη των ΑΠΕ γίνεται σε βάρος της βιοποικιλότητας. Οι αδειοδοτήσεις έργων ΑΠΕ γίνονται σε όλες τις περιοχές της χώρας, και κυρίως στις κορυφογραμμές των βουνών, σε δάση ή δασικές εκτάσεις, ακόμα και σε περιοχές natura 2000. Με το ίδιο θεσμικό πλαίσιο -που δεν είναι καθόλου προστατευτικό- όλες οι κυβερνήσεις συνέβαλαν στην καταστροφή της φύσης όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να εφαρμόζουν την ενωσιακή νομοθεσία και χωρίς να ευθυγραμμίζονται με τις πρακτικές άλλων κρατών μελών της ΕΕ.
Μερικά παραδείγματα:
α) Στα περισσότερα κράτη μέλη (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Δανία κ.α.) η επιλογή των περιοχών εγκατάστασης ΑΠΕ, και ιδίως ανεμογεννητριών, γίνεται με ευθύνη των ΟΤΑ, μετά από δημόσια διαβούλευση με φορείς και πολίτες.
β) Σε ορισμένα κράτη μέλη (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, κ.α.) απαγορεύεται η εγκατάσταση αιολικών σταθμών σε περιοχές του δικτύου natura 2000.
γ) Η εγκατάσταση αιολικών σταθμών σε δάση και δασικές εκτάσεις είναι η εξαίρεση και πραγματοποιείται υπό αυστηρές προϋποθέσεις, όπως η έλλειψη εναλλακτικής λύσης και η κάλυψη των τοπικών αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια, και όχι η περαιτέρω εμπορική αξιοποίηση. Αν για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ είναι φυσιολογική η άρνησή τους να υιοθετήσουν αυτή τη θέση, καθώς δίνουν πάντοτε τον τόνο στην υποστήριξη οικονομικών συμφερόντων, είναι ανεξήγητη για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως κυβέρνηση δεν άλλαξε την ισχύουσα νομοθεσία ώστε να υπάρχει αποτελεσματική προστασία των δασικών εκτάσεων σε σχέση τις ανεμογεννήτριες. Και αυτό για δύο λόγους: πρώτον, γιατί η ρητορική του ήταν προς την κατεύθυνση της προστασίας της φύσης, και δεύτερον, γιατί πολλά μέλη του σε όλη την Ελλάδα συμμετείχαν στα περιβαλλοντικά κινήματα των περιοχών τους.
Η πορεία καταστροφής της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα απαιτεί ενέργειες που θα συμβάλουν στην ανάσχεσή της. Τέτοιες μπορεί να είναι η αλλαγή της νομοθεσίας που αφορά τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, και συγκεκριμένα η απαγόρευση κάθε επέμβασης ώστε η προστασία τους να είναι αποτελεσματική. Άλλωστε, η επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την προστασία και ενίσχυση των δασών καθώς αυτά λειτουργούν ως φυσικές καταβόθρες του διοξειδίου του άνθρακα. Πρέπει, επίσης, να εφαρμοστεί η νομοθεσία της ΕΕ για τα είδη που χρήζουν ισχυρής προστασίας. Αυτή δεν εντάχθηκε ποτέ στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο! Περαιτέρω, είναι ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την κατάθεση πρότασης νόμου σχετικά με την απαγόρευση των εξορύξεων σε στεριά και θάλασσα (τέτοιες πρωτοβουλίες έχουν ληφθεί από αριστερές και οικολογικές δυνάμεις στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες). Εν όψει της κατάθεσης του ειδικού σχεδίου για τις ΑΠΕ (που θα αντικαταστήσει το ισχύον), χρειάζεται να αναληφθούν πρωτοβουλίες και να κατατεθούν προτάσεις που θα έχουν στόχο την προστασία της φύσης, στηριζόμενες στην ενωσιακή νομοθεσία και επικαλούμενες άλλες εθνικές νομοθεσίες, στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω. Τέλος, ο νέος κανονισμός για την αποκατάσταση της φύσης, προκειμένου να λειτουργήσει στην πράξη, απαιτεί εξειδικευμένες και συγκεκριμένες προτάσεις, όπως π.χ., σημαντική μείωση της νιτρορρύπανσης, απαγόρευση της χρήσης επικίνδυνων φυτοφαρμάκων (roundup), ανάπτυξη της αγροκαλλιέργειας κλπ. Από την εξειδίκευση των προτάσεων θα φανεί ποιες πολιτικές δυνάμεις κινούνται προς την ουσιαστική αποκατάσταση της φύσης και ποιες όχι.
Η διαχείριση των αποβλήτων
Ο κατεξοχήν τομέας στον οποίο υπήρξε, διαχρονικά, πλήρης αποτυχία της περιβαλλοντικής πολιτικής της χώρας είναι η διαχείριση των αποβλήτων. Η Ελλάδα είναι μία από τις τελευταίες χώρες της ΕΕ στις οποίες η ταφή αποβλήτων στους Χώρους Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) ανέρχεται στο 80% των συνολικά παραγόμενων αποβλήτων, την στιγμή που ο μέσος όρος στην ΕΕ ανέρχεται στο 40%. Η αποτυχία είναι καθολική και αφορά τόσο τους ΟΤΑ όσο και τις κυβερνήσεις. Παρά την ύπαρξη νομοθεσίας (ενωσιακής και εθνικής), η διαχείριση των αποβλήτων αφορά σχεδόν αποκλειστικά τη διαχείριση σύμμεικτων αποβλήτων1.Η κατάσταση επιδεινώνεται, όλα αυτά τα χρόνια, διότι το μοντέλο που επικρατεί είναι η κατασκευή Ολοκληρωμένων Εγκαταστάσεων Διαχείρισης Απορριμμάτων (ΟΕΔΑ) με τη μορφή Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) που διαχειρίζεται σύμμεικτα απόβλητα, οι δε ΧΥΤΑ που κατασκευάζονται στο πλαίσιο των ΟΕΔΑ έχουν διαστάσεις για το σύνολο των παραγόμενων αποβλήτων και δεν περιορίζονται μόνο για τα υπολείμματα. Η κατάσταση έχει λάβει δραματικές διαστάσεις ιδίως στην Περιφέρεια Αττικής, η διοίκηση της οποίας διαχρονικά αντιμετώπισε το πρόβλημα στη βάση των σύμμεικτων αποβλήτων και της ταφής τους. Μια εναλλακτική πολιτική, όπως αυτή που εφαρμόζεται άλλωστε στην υπόλοιπη ΕΕ, είναι απολύτως εφικτή. Μια τέτοια πολιτική θα πρόβλεπε, για παράδειγμα, τη νομική υποχρέωση των ΟΤΑ να κατασκευάζουν ΧΥΤΑ, οι διαστάσεις των οποίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες του 30% των συνολικά παραγόμενων αποβλήτων. Επίσης, πρέπει να υπάρξουν χρηματοδοτήσεις των ΟΤΑ στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ανακύκλωσης και της αξιοποίησης στη βάση της χωριστής διαλογής στην πηγή, και η συνακόλουθη επιβολή κυρώσεων σε όσους εξ αυτών δεν χρησιμοποιούν τις χρηματοδοτήσεις σύμφωνα με την ως άνω κατεύθυνση. Ομοίως, είναι αναγκαία η θέσπιση συλλογικών συστημάτων που θα διαχειρίζονται τα βιοαπόβλητα, τα οποία αποτελούν το 50% περίπου των συνολικών αποβλήτων, και να υπάρξει υποχρεωτική ένταξη σε αυτά των καταστημάτων εστίασης και των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, ώστε τα βιοαπόβλητα να οδηγούνται σε αξιοποίηση.
Επίλογος
Η δράση όλων των κυβερνήσεων, την περίοδο 2011-2023, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος είναι απογοητευτικά συγκλίνουσα -με ελάχιστες διακυμάνσεις- η δε συνέχισή της προοιωνίζεται ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές του κλίματος και της βιοποικιλότητας. Δυστυχώς, δεν φαίνεται ότι οι πολιτικές δυνάμεις που συγκρότησαν αυτές τις κυβερνήσεις αυτής της περιόδου μπορούν να αλλάξουν πορεία, καθώς δεν έχουν τοποθετηθεί για τα ζητήματα που θίξαμε, θεωρώντας τα προφανώς καλώς καμωμένα, πολλώ δε μάλλον που δεν προτείνουν κάτι διαφορετικό. Εναπόκειται, λοιπόν, σε νέες δυνάμεις της αριστερής οικολογίας να προβάλουν μια νέα πολιτική, ελάχιστα στοιχεία της οποίας υπαινιχθήκαμε παραπάνω. Το νέο αναγκαίο πολιτικό πλαίσιο θα πρέπει να θέσει στο κέντρο των προτάσεων για την αντιμετώπιση των σύγχρονων περιβαλλοντικών προκλήσεων την ανισότητα ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις. Εάν δεν γίνει αυτό, όπως τονίζει ο Τομά Πικετί, δεν θα καταστεί εφικτός ο σχηματισμός μιας λαϊκής πλειοψηφίας υπέρ των αναγκαίων ριζοσπαστικών προτάσεων για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα.
Για να πραγματοποιηθούν όμως τα παραπάνω συγκεκριμένες προτάσεις σε όλους τους τομείς, οριζόντια. Δεν αρκεί πλέον, η (αναγκαία) αναφορά στην κλιματική κρίση ως επικαθορίζουσα χρειάζονται τρεις προϋποθέσεις: Πρώτον, η νέα πολιτική θα πρέπει να περιέχει όλες τις πολιτικές, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από επεξεργασμένες προτάσεις που θα κατατίθενται στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία. Δεύτερον, η έλλειψη αξιοπιστίας του χώρου της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν μπορεί να θεραπευτεί παρά μόνο εάν τα στελέχη της παλαιάς ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που αποχώρησαν από αυτό το κόμμα αναλάβουν τις ευθύνες τους για όσα έπραξε ή παρέλειψε σχετικά με την περιβαλλοντική πολιτική. Τρίτον, οι επεξεργασίες των πολιτικών δεν πρέπει να ανατίθενται αποκλειστικά στους συνεργάτες της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Αριστεράς, αλλά να υπάρχει απεύθυνση στους ειδικούς του κάθε τομέα και κυρίως στους πολίτες που συμμετέχουν σε οικολογικές πρωτοβουλίες ανά την χώρα, καθώς και στα μέλη του όποιου σχήματος δημιουργηθεί στο μέλλον.
Ως προς τις άμεσες κοινοβουλευτικές δραστηριότητές της στον συγκεκριμένο τομέα, η Νέα Αριστερά πρέπει: α) να καταθέσει πρόταση νόμου για απαγόρευση των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων, υλοποιώντας την πρόσφατη θέση της COP28 για προοδευτική απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα, β) να ζητήσει τις ανακλήσεις των αδειών εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση φυσικού αερίου, και γ) να καταθέσει επίκαιρη ερώτηση σχετικά με την αναγκαιότητα να ρυθμιστεί νομικά η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (κάτι που έχει γίνει προ πολλού σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ).
Σημείωση:
1. «Σύμμεικτα απόβλητα» είναι αυτά που συλλέγονται χωρίς να έχει υπάρξει διαλογή στην πηγή, ώστε να υπάρχουν ξεχωριστά ρεύματα αποβλήτων.
Γιώργος Μπάλιας