Macro

Γιώργος Μπάλιας: Η κυβέρνηση στο άρμα του Τραμπ για την εγκατάλειψη των κλιματικών στόχων

Ενώ διεξαγόταν στη Βραζιλία η 30η Διάσκεψη του ΟΗΕ για την προστασία του κλίματος, η Ελλάδα επέλεξε να συστρατευτεί με τον Τραμπ και τους κολοσσούς των ορυκτών καυσίμων στην πολιτική έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων (Υ/Α), διακίνησης Αμερικανικού LNG και κατασκευής επιπλέον δύο τερματικών σταθμών Μονάδων Αποθήκευσης και Επαναεριοποίησης Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (FSRU), όπως επίσης και δημιουργίας εγκαταστάσεων δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 (CCS). Αυτή η εντυπωσιακή στροφή της κυβέρνησης συνιστά μοναδική περίπτωση κράτους μέλους της ΕΕ να εγκαταλείπει συμφωνημένους κλιματικούς στόχους. Από τη μια πλευρά, η χώρα αδειοδοτεί, χωρίς κανένα όριο, ΑΠΕ σε προστατευόμενες περιοχές, σε δάση και σε βουνοκορφές, επιφέροντας τεράστια καταστροφή της φύσης. Από την άλλη, αδειοδοτεί εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου όπως επίσης FSRU και CCS, που οδηγούν στην αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), ιδίως του μεθανίου. Ωστόσο, το παραπάνω παράδοξο εδράζεται σε ένα κοινό υπόστρωμα: την εξυπηρέτηση των εταιρειών ορυκτών καυσίμων και ΑΠΕ που σε πολλές περιπτώσεις είναι οι ίδιες.

Οι εγκαταστάσεις CCS

Στις 7.11.2025 δημοσιεύτηκε υπουργική απόφαση για την κατασκευή εγκατάστασης CCS στον Πρίνο, η οποία μάλιστα συμπεριλήφθηκε στη λίστα των έργων κοινού ενδιαφέροντος της ΕΕ, τα οποία θα τύχουν γενναίων χρηματοδοτήσεων από την ΕΕ. Η CCS εντάσσεται στο σύνολο των εγκαταστάσεων που πρόκειται να δημιουργηθούν με την επερχόμενη ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου. Η εν λόγω απόφαση υπήρξε αντικείμενο πανηγυρισμών από την πλευρά της κυβέρνησης, τονίζοντας ότι η Ελλάδα συμβάλλει στην αντιμετώπιση του μείζονος ζητήματος της μείωσης των Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ) στην ατμόσφαιρα μέσω της δέσμευσης και της αποθήκευσης CO2. Ωστόσο, το εν λόγω ζήτημα αποτελεί αντικείμενο επιστημονικού διαλόγου εδώ και πολλά χρόνια, με τη μεγάλη πλειονότητα των επιστημόνων, συμπεριλαμβανομένης και της IPCC, να εκτιμά ότι αυτή η μέθοδος δεν αποτελεί λύση στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά δικαιολογία για τη συνέχιση της πολιτικής υπέρ των ορυκτών καυσίμων.

Στις αρχές Οκτώβρη, 200 περίπου επιστήμονες συγκεντρώθηκαν στο Λάξενμπουργκ της Αυστρίας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας του 7ου κύκλου μελετών της IPCC, για να συζητήσουν, μεταξύ των άλλων, για τις πιθανές συνέπειες αυτής της νέας τεχνολογίας. Μετά το πέρας της συνάντησης ο Ρομπέρ Βοτάρ, συμπρόεδρος της ομάδας 1 της ICCP δήλωσε ότι «πολλά ζητήματα παραμένουν χωρίς απάντηση, κυρίως διότι δεν γνωρίζουμε εάν μπορούμε να εφαρμόσουμε τις γνώσεις μας ώστε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η CCS πράγματι συμβάλλει στη μείωση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.» Για τον λόγο αυτό, τονίζει, δεν ενδείκνυται να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα φάση[1]. Επίσης, στις 2 Οκτωβρίου 2025 η Ακαδημία Επιστημών της Γαλλίας δημοσίευσε έκθεση με την οποία καλούσε τις αρμόδιες αρχές «να αντιδράσουν με σωφροσύνη και με ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο στις τεχνικές CCS». Αντίστοιχα, η Βαλερί Μασόν Ντελμότ, πρόεδρος του Ανώτατου Συμβουλίου για το κλίμα της Γαλλίας (HCC) δήλωσε ότι η εν λόγω τεχνολογία δεν εγγυάται θετικά αποτελέσματα για το κλίμα παρά μόνο για τα συμφέροντα των εταιρειών. Μάλιστα ανέφερε ότι, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες, το κόστος μιας εγκατάστασης CCS είναι 200 δολάρια ανά t/CO2, ενώ η προστασία του δάσους ως φυσικής καταβόθρας έχει κόστος 50 δολάρια ανά t/CO2.

Μια άκρως διαφωτιστική επιστημονική προσέγγιση του εν λόγω ζητήματος δημοσιεύτηκε στο έγκυρο περιοδικό Nature (τ. 634, 10.10.2024) Σύμφωνα με αυτή, εγκαταστάσεις CCS θα πρέπει να έχουν διάρκεια λειτουργίας πολλών δεκαετιών και να τύχουν εκτεταμένης εφαρμογής ευρείας κλίμακας. Ο ρόλος τους είναι να επιτύχουν να μειώσουν τις εκπομπές ΑτΘ μετά από την κορύφωσή τους το προηγούμενο διάστημα. Με άλλα λόγια, φιλοδοξούν να αποτελέσουν «τη λύση» της χωρίς όρια χρήσης ορυκτών καυσίμων (είναι η διαδικασία με τον όρο overshoot.) Σύμφωνα όμως με την ως άνω μελέτη, είναι κατά πάσα πιθανότητα αδύνατο να μειωθεί η θερμοκρασία μετά το overshoot, διότι τότε οι κίνδυνοι για το κλίμα είναι πολύ διαφορετικοί και μεγαλύτεροι σε σχέση με την πολιτική της ταχείας μείωσης των εκπομπών ΑτΘ. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη θα επέλθει μόνο από τη γρήγορη βραχυπρόθεσμη μείωση των εκπομπών ΑτΘ μέσω της απαγκίστρωσης από τα ορυκτά καύσιμα. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και τους πολύ σημαντικούς κινδύνους για το κλίμα και το περιβάλλον, ιδίως σε περίπτωση ατυχήματος και διαρροής του CO2 στην ατμόσφαιρα. Να τονιστεί ότι παρά το ότι παρήλθαν πάνω από 25 χρόνια από την ψήφιση της σχετικής οδηγίας της ΕΕ (οδηγία 1999/31) αυτή δεν εφαρμόζεται ευρέως. Μάλιστα στην παραπάνω λίστα των έργων κοινού ενδιαφέροντος της ΕΕ έχουν ενταχθεί μόλις 17 έργα CCS σε σύνολο 235, καθώς δεν υπήρξαν αρκετές προτάσεις από τα ΚΜ λόγω των σφοδρών κοινωνικών αντιδράσεων.

Οι εγκαταστάσεις FSRU

Πέραν των υπαρχόντων FSRU της Αλεξανδρούπολης, δυναμικότητας 5,5 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, και της Ρεβυθούσας, δυναμικότητας 5,2 κ.μ. δρομολογούνται τουλάχιστον άλλα τρία (στην Αλεξανδρούπολη, στον Παγασητικό και στον Σαρωνικό). Στην επιστημονική συζήτηση που έχει ξεκινήσει αναδεικνύονται σημαντικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις επιπτώσεις των FSRU στο κλίμα και στο περιβάλλον γενικότερα. Το αμερικανικό LNG που θα έρχεται στην Ελλάδα και θα επαναεροποιείται στις FSRU παράγεται κυρίως από σχιστολιθικό αέριο. Η παραγωγή του, η υγροποίηση του και η μεταφορά με τάνκερ είναι ενεργοβόρα. Εάν δε συνυπολογίσουμε το CO2 που προέρχεται από τη χρήση ενέργειας για την παραγωγή του LNG, τότε οι συνολικές εκπομπές ΑτΘ που συνδέονται με το LNG ανέρχονται στο 47%. Εν συνόλω, το ανθρακικό αποτύπωμα του LNG ως καύσιμο είναι 33% μεγαλύτερο σε σχέση με αυτό του άνθρακα. Από επιστημονικής απόψεως, λοιπόν, επιβάλλεται αντί της χρήσης LNG, η ταχεία απομάκρυνση από αυτό[2].

Αναφορικά με τα FSRU, θα πρέπει να τονιστεί ότι η εν λόγω εγκατάσταση είναι φθηνότερη σε σχέση με τη χερσαία. Επίσης, μπορεί να μετακινηθεί σε άλλες τοποθεσίες εάν παραστεί ανάγκη, ιδίως εάν αλλάξουν οι πολιτικές συνθήκες σε μια χώρα υποδοχής. Περαιτέρω, τίθεται ένα πολύ σοβαρό νομικό ζήτημα: είναι το FSRU πλοίο; Εάν δεν θεωρηθεί πλοίο ισχύουν οι διατάξεις περί βιομηχανικών εγκαταστάσεων στη στεριά. Εάν όμως θεωρηθεί πλοίο, τότε υπάγεται στις ρυθμίσεις των διεθνών συμβάσεων για τη ναυτιλία. Ένα ειδικότερο πρόβλημα είναι η περιβαλλοντική αδειοδότηση. Δεν προβλέπεται στη νομοθεσία περιβαλλοντική αδειοδότηση για πλοίο με τα χαρακτηριστικά FSRU παρά μόνο για επίγεια αποθήκευση ορυκτών καυσίμων. Επομένως, υπάρχει η δυνατότητα να αδειοδοτηθεί ένα FSRU χωρίς να υπάρξει διαβούλευση και συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης απόφασης. Ακόμα, στις διεθνείς συμβάσεις για την ευθύνη για ρύπανση από πετρέλαιο και για επικίνδυνες ουσίες ορίζεται ότι δεν υπάγονται σε αυτές τις συμβάσεις οι δραστηριότητες που μεταφέρουν η αποθηκεύουν LNG, όπως είναι τα FSRU και, ως εκ τούτου, δεν υπέχουν ευθύνη από τυχόν πρόκληση ρύπανσης. Για το λόγο αυτό, οι επενδυτές θέλουν να θεωρούνται πλοία τα FSRU (αυτό συμβαίνει σε ΗΠΑ, Γαλλία, Νορβηγία κ.α.).

Η εξόρυξη υδρογονανθράκων

Οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα σχετικά με τη μείωση των εκπομπών ΑτΘ είναι να ανέρχεται στο -47% σε σχέση με το 2005 έως το 2030. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ (2024), η μείωση των εκπομπών ΑτΘ που θα επιτύχει η Ελλάδα θα είναι της τάξης του -24% έως το 2030[3]. Και τούτο συμβαίνει κυρίως διότι η Ελλάδα διαθέτει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα έρευνας και εξόρυξης Υ/Α (π.χ. χερσαίο οικόπεδο Ιωαννίνων, θαλάσσια οικόπεδα δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, θαλάσσια οικόπεδα στο Ιόνιο κλπ), το οποίο αποτελεί σημαντική πηγή εκπομπών ΑτΘ. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αρκετά κράτη, ανάμεσά τους και κράτη μέλη της ΕΕ, έχουν νομοθετήσει την απαγόρευση της έρευνας και εκμετάλλευσης Υ/Α (π.χ., Πορτογαλία, Δανία, Γαλλία, Ιταλία (μερικές περιφέρειες), Νέα Ζηλανδία, Γερμανία, Σουηδία, Μπελίζ, Κόστα Ρίκα, Ισπανία) για λόγους που σχετίζονται με την επίτευξη του στόχου του 1.5 ℃ και την προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας.

Σημειώσεις:

1. Liberation 1.12.2025.

2. Μια ολοκληρωμένη εικόνα των όσων περιγράψαμε υπάρχει στο συλλογικό τόμο LNG offshore production and regasification, Taylor & Francis 2025.

3. EC, EU Climate Action Progress Report 2024, COM(2024) 498.

Η ΕΠΟΧΗ